Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

ΑΦΙΕΡΩΜΑ του BLOG -> Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε, τι βλέπεις;


Δώρα στους λαούς, που τους γεννούν, είναι οι ποιητές τους. Είναι αυτοί, που “ικανοποιούν την λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό”, “που βάζουν δυναμίτη, δημιουργούν εκρήξεις και σκορπίζουν το χειρότερο θάνατο στα βολέματά μας”, “που πληρώνουν πάντα τόκους και υπερημερίες για τον πόνο των ανθρώπων” και νοιώθουν τον εαυτό τους “πάντα χρεώστη απέναντι στον κόσμο”. Τέτοιο δώρο είναι και για το λαό μας ο Ελύτης ο ηλιοπότης με μια ποίηση δοξαστική, που είναι από μόνη της μια πλήρη θητεία στο φως

“έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως
στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου”

και βρίσκεται σε απόλυτη ενότητα με το σώμα, τον έρωτα, τη φύση, την ηθική της καλοσύνης και της αθωότητας, με τις αξίες της δικαιοσύνης και της ευθύνης του ανθρώπου να πορευθεί το δύσκολο δρόμο της ειρήνης “η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις” και της ελευθερίας “ Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ΄ όνειρο μεσ΄ στο αίμα του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία”

“Απόβλητος από τις αγορές του αιώνος” .

        Ήταν, 18 του Μάρτη του 1996, όταν η καρδιά του ποιητή σταμάτησε να χτυπάει κι έφυγε, όπως ακριβώς μας το΄ χε γράψει ->

“Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου για μιαν απ΄ την αρχή ζωή απροσκύνητη χωρίς κεριά χωρίς πολυελαίους” “με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη”. 

Έτσι απροσκύνητη όμως ήταν και η ζωή που είχε ζήσει. Αστός αυτός από οικογένεια βιομηχάνων μπορούσε να έχει τη ζωή που ταίριαζε στην τάξη του. Ο Οδυσσέας όμως, το μικρότερο από τα έξι παιδιά του Λέσβιου εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας Παναγιώτη Αλεπουδέλη, ως και το πατρικό επίθετο άλλαξε θέλοντας να αποστασιοποιηθεί απ΄ ό,τι, όπως δηλώνει ο ίδιος, μισούσε στη ζωή “το πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό”. Και ακριβώς το γίγνεσθαι του ποιητή μαρτυρά μιαν άλλη επιλογή, αυτή της ριζοσπαστικής επίγνωσης και της κοινωνικής υπευθυνότητας, της δύσκολης πόρευσης στο δρόμο των ιδεών και της σκληρής άσκησης για την κατάκτηση του ποιητικού του πεπρωμένου με τελικό στόχο και δικαίωση μόνο τη χαρά του “άξιον εστί το τίμημα”. Ανθυπολοχαγός πολεμάει στην πρώτη γραμμή του πυρός και από τύχη γλυτώνει τη ζωή του από βέβαιο θάνατο. Το 1945 ξεκινάει τη συνεργασία του με την εφημερίδα Ελευθερία και το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Το 1946 γνωρίζεται με το Γάλλο κομμουνιστή ποιητή Πολ Ελυάρ, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα καλεσμένος από το ΕΑΜ για να υπερασπισθεί τους υπό διωγμόν πλέον αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, ταξιδεύει στο Αιγαίο προσπαθώντας μάταια να πάρει διαβατήριο. Το 1948 ο ποιητής καταστρέφει τα χειρόγραφά του και καταφέρνει να φύγει στο εξωτερικό, όπου και μένει στο Παρίσι μέχρι τα 1950. Εκεί έρχεται σε στενή επαφή με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης και με σπουδαίους εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως τον Πικάσο, τον Ματίς, Σαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1953 αναλαμβάνει διευθυντής του ΕΙΡ αλλά το 1954 παραιτείται. Το 1958 η Υπηρεσία Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών θα του απαγορεύσει ταξίδι στην Πράγα μετά από πρόσκληση της Εταιρείας Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων. Το 1961 του απαγορεύει το Υπουργείο Παιδείας την παρουσίαση του “Άξιον Εστί” στο Ηρώδειο. Το 1972 αρνείται να δεχτεί το μεγάλο βραβείο Λογοτεχνίας, που είχε θεσπίσει η δικτατορία και πέντε χρόνια μετά αρνείται επίσης να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Αρνείται ακόμα την πρόταση να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών Επικρατείας, παραμένοντας πιστός στις αρχές του να απέχει από την πολιτική πρακτική. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 δέχεται την ύψιστη παγκοσμίως στο χώρο των γραμμάτων τιμή, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Ακαδημία του απένειμε το Νόμπελ για “την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία.” Ο Ελύτης έζησε με σεμνότητα και διακριτικότητα αποτραβηγμένος από την “αγορά” με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Αυστηρός στην εκλεκτικότητά του αρνήθηκε τίτλους και τιμές και γενικότερα κάθε τι που θεωρούσε ότι τον μείωνε ως άνθρωπο ή ερχόταν σε αντίθεση με τους κώδικες, που αυτός είχε θεσπίσει για τον εαυτό του. Ο ποιητής έζησε στο δικό του ποιητικό κόσμο αναπλάθοντας με λεπτότητα και γνήσια ποιητική διάθεση το ελληνικό παρόν μέσα από το θάμπος της απαράμιλλης ομορφιάς των χρωμάτων και τη μουσικότητα της φυσικής αρμονίας.

        Η ποίησή του φως “που απέλπισε το Θάνατο” >>>>>>>

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Το παράπονο του Νομπελίστα Ποιητή Οδυσσέα Ελύτη


Αναρωτιέμαι μερικές φορές: - είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Ν' αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις.

Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. 

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ' εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.

Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς.

Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος. 

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. 

Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. 

Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους.

Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. 

Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. 

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. 

Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει 

όσο κι αν το κυνηγά πάντα, 

πάντα θα 'ναι αργά 

δεύτερη ζωή δεν έχει.

- από Το Παράπονο, του Οδ. Ελύτη - (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996),

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Χωρίς τίτλο....


Μοιράσου αυτούς τους στίχους του νομπελίστα ποιητή 
από το ποιητικό του έργο «Προσανατολισμοί»…

Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή
 γεμισμένη απτόητο άνεμο,
Η θητεία του καλοκαιριού στα πεύκα και στη θάλασσα.

Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός,
με γυμνές ώρες που κρατούν στα δάκτυλα την ύπαρξη.
 Κυματιστή, ξεφυλλισμένη, ελεύθερη, σαν φως στα πλατιά ενδόμυχα δωμάτια

.Οι στίχοι μελοποιημένοι 
με μουσική σύνθεση του Ηλία Ανδριόπουλου
Μας ταξιδεύει η Άλκηστης Πρωτοψάλτη με τον τρόπο που αυτή ξέρει.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Έτσι γεννήθηκε το αριστούργημα του «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» στην ψυχή και το πνεύμα του Οδυσσέα Ελύτη!! ..


Nα θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι! - 
Γιατί χωρίς γνώση της ιστορίας, δεν υπάρχει μέλλον σ΄ένα λαό...
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Victor Wolfvoet II – Hercules and Minerva Expelling Mars
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πως έγραψε το Άξιον Εστί:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια.

Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγύριζαν μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουν, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαινα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ” άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να “χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου “δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ” αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».