Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Από το βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη - «Ω γλυκύ μου έαρ!» – Απόσπασμα (1) σελ. 21-22


«Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν… γεμάτη μέσα η πίστη…»
                                                                     Κ. Δημουλά

Ολημερίς τη Μεγάλη Παρασκευή και οι δύο εκκλησίες μας, ο Ταξιάρχης και η Παναγία ήταν «στις δόξες τους» και είχαν πολλή κίνηση. Την ευνοούσε και η «καλοσύνη» εκείνης της μέρας που «πάντοτε» μετά τις 11 ξανοίγει και ο ήλιος τη ζεσταίνει. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν από τη μια εκκλησία στην άλλη για να συμμετέχουν στον πόνο, το μαρτύριο και την οδύνη, με τη σκέψη τους να πλανιέται στο Γολγοθά, τη Σταύρωση, την Ταφή. Η βαθιά θλίψη που τους κατείχε, ήταν ολοφάνερη και την έκαναν εντονότερη οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες. Ήταν μέρα λύπης, μελαγχολίας, δακρύων και ιερών αναμνήσεων.
Τα παιδιά των δυο ενοριών είμαστε χωρισμένα σε δύο... στρατόπεδα, τους Ταξιαρχιώτες και τους «Σιμηριώτες», όπως ονομάζει στο βιβλίο του ο δάσκαλός μας Μιχαλάκης Παπαβασιλείου, την ομάδα των παιδιών - ενοριτών της Παναγίας. Εμείς τους λέγαμε Καραβανιώτες, από την περιοχή «Καραβανέικα» της Ερμιόνης, γιατί οι περισσότερες οικογένειες που μένουν εκεί μέχρι και σήμερα είναι ενορίτες της Παναγίας. Μεταξύ μας υπήρχε φοβερός ανταγωνισμός και μεγάλη αντιπαλότητα για το ποιος Επιτάφιος ήταν ωραιότερα στολισμένος!
-Ουουου, τι Επιτάφιος είναι εκείνος ρε! Με «τσικουνίδες», μολόχες, γαϊδουράγκαθα και μπόσκες τον στολίσατε; Δε βρήκατε κανένα λουλούδι;
Κι όταν τα λόγια δεν έφταναν, ερχόμασταν στα χέρια ή αρχίζαμε τον πετροπόλεμο.
-Δεν ντρεπόσαστε βρε, ημέρα που είναι! Και σήμερα μαλώνετε; έλεγαν οι μεγαλύτεροι που παρακολουθούσαν κρυφογελώντας τον τσακωμό.

Ο Φωτάκης, ο μικρότερος από τους τρεις κωφούς αδελφούς του αείμνηστου δασκάλου μας, ήταν εκείνος που με επιμέλεια και γούστο στόλιζε τον Επιτάφιο της Παναγίας. Εκείνη η ημέρα γι’ αυτόν είχε ιδιαίτερη σημασία. Θαρρώ πως ο άνθρωπος αυτός ζούσε όλο το χρόνο μόνο για εκείνες τις στιγμές. Ντυμένος άψογα, μέχρι και σήμερα λέμε για κάποιον με εξεζητημένο ντύσιμο, «σαν τον Φωτάκη μού είσαι ντυμένος», περίμενε τους προσκυνητές να περάσουν από την Παναγία και να τον συγχαρούν για το δημιούργημά του. Άλλωστε ο Φωτάκης ήταν γεννημένος καλλιτέχνης με πλούσιο ταλέντο, αισθητική και ευαισθησία.
Εμείς, όμως, τα παιδιά του Ταξιάρχη είχαμε άλλα στο μυαλό μας. Θέλοντας να τον πειράξουμε και να τον εκνευρίσουμε, του δίναμε με νοήματα και μορφασμούς να καταλάβει πως ο Επιτάφιος της Παναγίας δεν άρεσε σε κανέναν και ότι πιο ωραία στολισμένος ήταν του Ταξιάρχη. Αυτός δε συμφωνούσε και, ακουμπώντας τη μια του παλάμη στο πρόσωπό του, όπως ακριβώς κάνουμε θέλοντας να δείξουμε σε κάποιον πως λέει ψέματα ή είναι μπαγαπόντης, «στραβομουτσου-νιάζοντας», προσπαθούσε να μας αποφύγει. Εμείς, ωστόσο, επιμέναμε. Τότε έβγαζε μια δυνατή φωνή και κάνοντας την ανάλογη κίνηση με τα χέρια του μας έδειχνε πως δεν μας ήθελε κοντά του. Οι μορφασμοί αυτοί του Φωτάκη, τα σουφρωμένα χείλη του, το εκστατικό του βλέμμα, τα νοήματά του, η φωνή του που σπάνια ακούγαμε, αλλά και ο φόβος μήπως όλα αυτά τα μάθει ο δάσκαλός μας, έχουν χαραχτεί έντονα στη μνήμη μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου