Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Δροσερές νοσταλγικές θύμισες από τα αλλοτινά χρόνια - ωστόσο διαχρονικές! ....

 ...γραμμένες με την πέννα του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης Ντεστάκου

Από το προσωπικό μας αρχείο – 11 Ιουλίου 2011
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Από τις καλοκαιρινές διακοπές της δεκαετίας του 50…
Με το κλείσιμο των σχολείων στη λήξη της χρονιάς το πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών των «τυχερών» παιδιών στην Ερμιόνη, γιατί υπήρχαν και …άτυχα που «συντρόφευαν» τους γονείς τους στη δουλειά, διαμορφωνόταν ως εξής:
Το πρωί ψάρεμα, στις 10 και μέχρι να κρυφτεί το καράβι στο Μπογάζι, γύρω στη 1 το μεσημέρι, μπάνιο, το απόγευμα μπάλα στ’ Αλώνια ή στη γειτονιά και το βράδυ …Καραγκιόζια!
Οι γονείς μας, αρχικά, καλοδέχονταν το μακρύ καυτό ελληνικό καλοκαίρι με την επωδό:
-     Να παίζετε ήσυχα και να μη μαλώνετε!
Αργότερα, καθώς τα πράγματα …δυσκόλευαν, άλλαζαν ρότα.
-     Πότε θα ανοίξουν τα σχολεία να ησυχάσουμε! έλεγαν.
Με αφορμή τις διακοπές των παιδιών που έχουν ήδη ξεκινήσει, θελήσαμε να αναφερθούμε στο πιο αγαπημένο παιχνίδι, «Τα Καραγκιόζια», έτσι όπως  παιζόταν τη δεκαετία του 50. Επιλέξαμε αποσπάσματα από το βιβλίο που ετοιμάζουμε με θέμα τα παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης.
Καλό καλοκαίρι!


«Τα Καραγκιόζια»



«Απόψε το βράδυ στις 8 η ώρα θα παίξουμε Καραγκιόζη 
στου Μπούλη του παπά το σπίτι! 
- Ο Μεγα- Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδιι!
- Δυο δεκάρες το εισιτήριο!»
Λακωνικά, με σαφήνεια, πειστικότητα και ζωντάνια διαφήμιζε το παιδί/ ντελάλης στη γειτονιά την παράσταση που αφορούσε μικρούς αλλά και μεγάλους. Η αμοιβή του δελεαστική, δωρεάν η είσοδος για την παρακολούθησή της! Πολλές φορές, μάλιστα, για να μαζευτεί περισσότερος κόσμος, έλεγε και το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη!
…Με τα χρήματα που «έπιανε» από τις παραστάσεις η ομάδα των παιδιών που είχε την ευθύνη, αγόραζε «κόλλες καραγκιοζιού» από το μαγαζί του Αλ. Γκόγκου, για να εμπλουτίζει τη συλλογή και το υλικό της. Όσα τους έμεναν, τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Οι κόλλες του Καραγκιόζη, καμιά εκατοστή, αν θυμάμαι καλά, ήσαν προϊόντα των εκδοτικών καταστημάτων «ΑΓΚΥΡΑ» και «ΑΣΤΗΡ». Ήταν ένα δίφυλλο από λεπτό χαρτί, με τον αριθμό του, ευδιάκριτο, σε κόκκινο κύκλο, που έμοιαζε με λαδόκολλα. Είχε ζωγραφισμένες, συνήθως, τέσσερις φιγούρες «καραγκιοζιών», δύο στην πρώτη σελίδα και δύο στην τέταρτη. Στις ίδιες κόλλες βρίσκαμε και τα άλλα «εξαρτήματα» της παράστασης, την καλύβα του Καραγκιόζη, το σαράι του πασά, φίδια, σπαθιά κ.λπ. Τις διαλέγαμε με προσοχή, γιατί αν παίρναμε κάποια από αυτές που ήδη είχαμε, ο κυρ Αλέκος δεν μας την άλλαζε. Βλέπετε, είχε το μονοπώλιο!
Φτιάχνοντας καραγκιόζια!
Με τις κόλλες στα χέρια μας, άρχιζε η πολύ ενδιαφέρουσα εργασία της κατασκευής των καραγκιοζιών. Κόβαμε, πρώτα, με προσοχή, το περίγραμμα κάθε φιγούρας που απαρτιζόταν, αν ήταν άνδρας, από τέσσερα μέρη (κεφάλι και σώμα μαζί, μέση και δύο πόδια) και, αν ήταν γυναίκα, από δύο (κεφάλι και σώμα μαζί, μέση και πόδια το ίδιο). Προσέχαμε πολύ μη μας ξεφύγει το ψαλίδι και κόψουμε «του ανθρώπου» καμιά μύτη, κανένα χέρι, κάτι τέλος πάντων που εξείχε και αχρηστέψουμε τη φιγούρα. Γι’ αυτό οι βιαστικοί και ανεπιτήδειοι αποκλείονταν απ’ αυτή την εργασία ή έκοβαν τα πιο εύκολα μέρη.
Στη συνέχεια κολλούσαμε τα κομμάτια της φιγούρας που κόψαμε πάνω σε χαρτόνια, με κόλλα, φτιαγμένη από αλεύρι και νερό, τη γνωστή μας αλευρόκολλα. Ύστερα ξανακόβαμε το περίγραμμα της ολοκληρωμένης πια φιγούρας με το χαρτόνι μαζί.
Τα καλύτερα χαρτόνια γι’ αυτή τη δουλειά, ήταν τα χαρτόνια των μπαχαρικών. Στο σωστό πάχος και μέγεθος είχαν κολλημένες τις μικρές σακουλίτσες με τα αρωματικά καρυκεύματα και τα πουλούσαν σε όλα τα μπακάλικα της Ερμιόνης…
Τέλος, ενώναμε με σπάγκο τα κομμάτια της κάνοντας έναν κόμπο μπροστά κι έναν πίσω, όπως μας έδειχνε το σημάδι στη φιγούρα. Στα καραγκιόζια που χρησιμοποιούσαμε πιο συχνά, στερεώναμε τη συρματόβεργα στο πίσω μέρος, περίπου στη μέση της φιγούρας. Με αυτό τον τρόπο διευκολυνόταν η κίνησή της στο πανί και δε φαινόταν η σκιά του χεριού που την …καθοδηγούσε.
Παραστάσεις διοργανώναμε στις αυλές των σπιτιών. Χρειαζόταν μια μεγάλη, σχετικά, αυλή που διέθετε, απαραίτητα, αποθήκη. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, το δίωρο 8 με 10 τα βράδια του καλοκαιριού, οι νοικοκυραίοι μάς έδιναν το λόγο τους πως δεν θα χρησιμοποιούσαν την αποθήκη τους, ό,τι κι αν συνέβαινε και δεν θα μας ενοχλούσαν καθόλου, περιμένοντας, υπομονετικά, το …φινάλε.
Η παράσταση ξεκινά!
Η μαγεία της σκιάς και η δύναμη του λόγου καθήλωνε τα παιδιά. Στην αρχή, πάντα, όποιο κι αν ήταν το έργο, σύμφωνα με την ερμιονίτικη παιδική εκδοχή, εμφανίζονταν πέντε – έξι βασικές φιγούρες «του Θεάτρου Σκιών».
Ο Καραγκιόζης, ο Καμπουρομακρυχέρης, με το χέρι το «σπασμένο» σε τρία ή τέσσερα μέρη. Το μεγάλο χέρι του ξεκινούσε από τον καμπουριασμένο ώμο του και κατέληγε, σχεδόν, στα πόδια του. Ήταν τόσο μακρύ και τόσο ευκίνητο, γιατί ο Καραγκιόζης πρέπει να δίνει σφαλιάρες με ευκολία και να φυλάγεται από αυτές που τρώει. Ο μπαρμπα-Γιώργος έβγαινε με τα τραγούδια «Μια βλάχα μια παλιόβλαχα», «Διαμάντω», «Σαν πας Μαλάμω για νερό» και με τη χαρακτηριστική φράση «λουμπουδιέτ» που θα πει «λωποδύτη».
Ο Βελιγκέκας ή (Ντε)Δερβέναγας, ορκισμένος εχθρός του Μπαρμπαγιώργου, εμφανιζόταν με την ατάκα «Πο για το μπεζεβέν». Ήταν γεροδεμένος, σκληρός, με τυραννική συμπεριφορά, άγρυπνος φρουρός του Πασά.
Ο Χα(ν)τζηαβάτης, επιστήθιος φίλος του Καραγκιόζη -Χατζατζάρη τον έλεγε καθώς δεν μπορούσε να αρθρώσει το όνομά του, ο μάγκας Σταύρακας, ο σιορ-Διονύσιος ο Ζακυνθινός, ξεπεσμένος αριστοκράτης και ο Ομορφονιός με τη μεγάλη μύτη! Πολύ μου άρεσαν τα λόγια που έλεγε, καθώς έβγαινε ο Ομορφονιός και ακόμα τα θυμάμαι:
-     Εγώ είμαι ο Μορφονιός /της μάνας το καμάρι,
όλες οι νιες τρελαίνονται /ποια πρώτη θα με πάρει!
Και κατέληγε:
-     Ουίντσ-ουίντσ, τριαλαριλαλό!
Υπήρχαν και δευτερεύουσες, θα λέγαμε, φιγούρες, όπως ήταν το Κολλητήρι, ο Εβραίος, η Αγλαΐα, γυναίκα του Καραγκιόζη κ.α. Ωστόσο, την απόλυτη γοητεία στις ψυχές των παιδιών ασκούσαν οι φιγούρες των ηρώων της Επανάστασης, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Κατσαντώνη, του Αθανασίου Διάκου και των παλληκαριών του, καπεταν-Απέθαντου, καπεταν-Αθάνατου και καπεταν-Τρομάρα! Μάλιστα οι φιγούρες των τριών τελευταίων ήταν πελώριες και έπιαναν ολόκληρη τη μπροστινή σελίδα της «κόλλας», δείχνοντας με τον τρόπο αυτό και την …τιτάνια δύναμή τους!
Τα πιο προσφιλή έργα των παιδιών ήσαν «τα ιστορικά», με θέματα από την επανάσταση του 1821. Τότε «η πλατεία» γέμιζε από θεατές. Ιδιαίτερα στο έργο «Αθανάσιος Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας» επικρατούσε το αδιαχώρητο! Την ώρα, μάλιστα, που ο καραγκιοζοπαίχτης «σούβλιζε» το Διάκο, θυμάμαι τη συγκίνηση των παιδιών να κορυφώνεται, να επικρατεί «άκρα ησυχία» και όλα να έχουν καρφωμένα τα μάτια τους «πάνω στη σκηνή», ενώ ο …ετοιμοθάνατος Διάκος, δήλωνε θαρρετά:
-     Εγώ δραικός -έτσι είχαμε «καταγράψει» τη λέξη γραικός- γεννήθηκα, δραικός θε να παθαίνω!
Στο τέλος του Αυγούστου το ενδιαφέρον των παιδιών για τα καραγκιόζια υποχωρούσε και άλλα παιχνίδια, συνδυασμένα και με την επικαιρότητα της ζωής στην Ερμιόνη (πλύσιμο βαρελιών, τρύγο, κ.λπ.), έπαιρναν τη θέση τους.
Στο Τροκαντερό!
«Καραγκιόζη» έβλεπαν και οι μεγάλοι. Όχι, βέβαια, τις παιδικές παραστάσεις. Έρχονταν επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες, έστηναν τη σκηνή τους στο περιώνυμο Καφενείο/κέντρο «του Τροκαντερού» κι εκεί έδιναν παραστάσεις που τις παρακολουθούσε αρκετός κόσμος. Μάλιστα «πολλά λόγια» και ατάκες του καραγκιοζοπαίχτη κυκλοφορούσαν την επομένη σε ολόκληρη την Ερμιόνη, ως αστεία. Ο πιο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο ΑΒΡΑΑΜ που ερχόταν στην Ερμιόνη επί σειρά ετών, κυρίως στο τέλος του φθινοπώρου και έφευγε στις αρχές της άνοιξης. Του άρεσε να ξεχειμωνιάζει στην πόλη μας, γιατί είχε ζεστό κλίμα.
Τον θυμάμαι ψηλόλιγνο, μελαχρινό, λεβένταρο! Με μακριές παχιές φαβορίτες και χαρακτηριστικό μουστάκι – ποντικοουρά! Με ρεμπούμπλικο και πράσινο σακάκι με μαντήλι στο τσεπάκι! Καλοσιδερωμένοπαντελόνι, ριγωτό και λουστρινάτο παπούτσι, μυτερό, πάντα καλογυαλισμένο. Με μακρυμάνικο πουκάμισο λευκό, σκούρο γιλέκο με ρολόι - αλυσίδα κι ένα σατινένιο (!) μαύρο φιόγκο – παπιγιόν. Στα μεγάλα μάτια του καθρεφτιζόταν η αγάπη για τις φιγούρες, που στα χέρια του έπαιρναν ζωή! Οι κουβέντες του μακρόσυρτες και σταράτες, με τονισμό στο σίγμα σαν έκανε το μπάρμπα-Γιώργο. Κι ύστερα, με εντυπωσιακή ευκολία, η φωνή του άλλαζε στο λεπτό, τόσες φορές όσες κι οι πρωταγωνιστές του κι εμείς, με αφέλεια παιδική, αναζητούσαμε, μάταια, στο μπερντέ τους άλλους, τους …κρυμμένους! Μεγαλώνοντας ανακαλύψαμε το …μυστικό και ταυτίσαμε τον Καραγκιόζη με τη φωνή του Αβραάμ! ...Οι φιγούρες που χρησιμοποιούσε ήταν πανέμορφες, ζωγραφισμένες πάνω σε δέρμα ή σε χοντρό χαρτόνι ή ξυλόγλυπτες (ξυλογραφίες), έργα όλα, δικά του, που έφεραν κάτω δεξιά την υπογραφή του…
Σήμερα…
Σήμερα, μέσα απ’ αυτό το παραδοσιακό «Θέατρο Σκιών», παρουσιάζονται νέες παραστάσεις με καινούρια θεματολογία. Σημαντικά πράγματα λέγονται με τους ίδιους ήρωες απολαυστικά, επίκαιρα, επιτυχημένα. Οι παραδοσιακές συνταγές, στα χέρια σωστών μαστόρων με σύγχρονα καλά υλικά, κάνουν θαύματα. Με αυτόν τον τρόπο «ο Καραγκιόζης παραμένει ζωντανός, ανανεωμένος, σύντροφος καλός για πολύ ακόμα». Τα παιδιά συνεχίζουν να τον παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον. Ωστόσο δε φτιάχνουν πια φιγούρες, ούτε «παίζουν» καραγκιόζη με τους φίλους τους. Και αυτή είναι η διαφορά…

ΣΗΜ: Το  ιδιαίτερο ψηφιδωτό, εμπνευσμένο από τον Καραγκιόζη, είναι έργο του Κώστα Γκάτσου και ανήκει στο Σταμάτη Δαμαλίτη, ο οποίος μας παραχώρησε τη φωτο.

Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου