Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ένας ύμνος για το Κρανίδι και την Ερμιονίδα που γράφτηκε με την ευκαιρία της κηδείας του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗ.

Απόσπασμα από το βιβλίο  "ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗΣ" 
που εξέδωσε ο Δήμος Κρανιδίου το 2000.

Αποτέλεσμα εικόνας για Κώστας Αθάνατος δημοσιογράφος

Ένας  ύμνος για το Κρανίδι και την Ερμιονίδα από τον δημοσιογράφο 
Κώστα Αθάνατο πρίν από 95 χρόνια!!!

[…]"Εις τήν κορνίζα τού Κρανιδιού, τό κάδρο δεν αντέχει πολλά χρώματα• 
κρατεί μόνον τήν πρασινάδα της χλόης, τό γαλάζιο της θάλασσας 
καί τό κίτρινο των τσεμπεριών: ιδού ή τριχρωμία της αρετής."…


Υ.Γ. Κάθε παράγραφος βέβαια αυτού του κειμένου είναι για υπογράμμιση... 
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------



ΕΙΣ ΤΟ ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟΝ ΠΑΤΡΙΚΟΝ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΚΡΑΝΙΔΙ,

Πέμπτη 15 Μαΐου 1924.

Ιδού ότι άπό πρωίας σήμερον ευρισκόμεθα εις τό Κρανίδι. Τί είναι τό Κρανίδι; Μήπως είναι ή Θεσσαλονίκη, ό Βόλος, ή Πάτρα, ή Κρήτη — ένα, τέλος πάντων, άπό τά μεγάλα κέντρα μας όπου θά ήτο πολύ φυσικόν νά βρεθή αίφνης κανείς; "Η μήπως είναι ή Σμύρνη, ή Πόλι, τα Δωδεκάνησα — άντικείμενον των εθνικών μας διεκδικήσεων, όπου βέβαια δέν θά παρεξενεύετο κανείς νά ίδή τόν στόλον, τόν στρατόν, τήν δημοσιογραφίαν, τήν Κυβέρνησην, τούς λόγους καί τάς σάλπιγγας; Καί όμως είς τό ταπεινόν καί δύσβατον Κρανίδι συνεκεντρώθη τό σύμπαν σήμερον. Οί υπουργοί καί οι πρωθυπουργοί, οί πρώην πρωθυπουργοί, οί έπίδοξοι πρωθυπουργοί, οί στρατηγοί, οι ρεδιγκότες, τά ψηλά καί τά ήμίψηλα, τά μονόκλ, τά γυαλιά τά γαντζωμένα άπό τ' αύτιά, οι έλληνικούρες, τά γαλλικά, οί μεγαλόσταυροι στά μαξιλαράκια, οι στολές, τά χρυσά, τά σπαθιά, τά πλοία, ό Τσούρτσος μέ τά στέφανα, ή σφριγώσα νεότης καί τά σκουριασμένα γηρατειά, ή άγρυπνία, ή περιπέτεια, τά δάκρυα...
Είς τό Κρανίδι! Ιδού ή έκδίκησις του Ρέπουλη. Έδώ, σου λέει, θά τσαλακωθήτε μασκαράδες, θά πιαστήτε άπό τ' άγκάθια στό δρόμο, θά σας δείρει ή βροχή, θά πεινάσετε, θά διψάσετε, θά λυώσετε στά πόδια σας, θά ξελαρυγγιστήτε, θά πονέσετε, θά υποφέρετε, θά ταλαιπωρηθήτε, θά τ' άφήσετε όλα σύξυλα καί θάρθητε όλοι νά μέ κηδεύσετε μαζί μέ τά κοντοβράκια καί τίς μαντηλούσες του χωριού. οι έλληνικούρες καί τά γαλλικά σας θ' άνακατωθούν καί θά υποχωρήσουν μέσα στ' άρβανίτικα, οι στολές σας καί τά παράσημα θά είναι τίποτα μέσα στό πλήθος μέ τά κίτρινα τσεμπέρια, καί οί επικήδειοι τού χειρογράφου σας θά πνιγούν στά χωριάτικα μοιρολόγια. Έδώ, στό Κρανίδι. Γιατί, εγώ ήμουν ένας φτωχός καί τίμιος άνθρωπος, κι' αυτό είναι ό μεγαλύτερος τίτλος τής τιμής. Γιατί εγώ, ήμουνα ό καλός, κι' αύτό είναι στόν κόσμο τό σπουδαιότερο. Τήν ώρα πού πεθαίνω, λοιπόν, άδικημένος καί άνυπεράσπιστος, οί όροι μεταστρέφονται καί θά έξιλασθήτε σεις, καί όχι έγώ, άπάνω άπό τό σκαμμένο λάκκο του τάφου μου!...
Εις τό Κρανίδι, λοιπόν. 'Άν ό νεκρός μετεφέρετο στήν Αθήνα, δεν θά εύρισκεν ούτε μέ τόν θάνατον τήν εύκαιρίαν νά δικαιωθή όσον τού άξιζεν ή μνήμη του. Γι' αύτό, άλλως τε, τού έκαμε κι' ό χάρος τό χατήρι του καί δεν τόν πήρεν ούτε στό πολυθόρυβο Παρίσι νά κηδευθή σαν αριθμός, ούτε καί στήν πρωτεύουσα νά πεθάνη σαν επίσημος. Τόν ειδοποίησε νάρθη στό χωριό του, καί νά τελειώση τη ζωή, καθώς τήν είχεν άρχίση κάποτε, σεμνός καί ώραίος καί άνεπιτήδευτος.
Νά μάθουμε άλλοτε νά μήν περιφρονούμε τά Κρανίδια μας, οί μάταιοι άνθρωποι. Νά καταλάβουμε ότι τά Κρανίδια τού καθενός μας είναι τό πάν. Τά Κρανίδια, πού μας έβγαλαν δικαιούνται καί νά μας παίρνουν. Τά Κρανίδια, πού αύτά μόνον θά ξαναβγάλουν καί άλλους μιά μέρα σάν κι' εμάς. Εις τήν κορνίζα τού Κρανιδιού, τό κάδρο δεν αντέχει πολλά χρώματα• κρατεί μόνον τήν πρασινάδα της χλόης, τό γαλάζιο της θάλασσας καί τό κίτρινο των τσεμπεριών: ιδού ή τριχρωμία της άρετής. Τ' άλλα όλα, τά χρυσάφια των παρασήμων καί των στολών, τά διαμάντια τών τελετών, τά φωσφορίσματα τοϋ ήλεκτρισμού είναι μηδέν. "Εχουν άξία πολύ πρόσκαιρη, καί ό θάνατος δέν τά καταδέχεται. Τ' άφήνει σέ 'μάς, μαζί μέ τό σαρκασμό του. Θέλετε εύθανασίαν; Φιλοδοξήσατε νά ταφήτε στό Κρανίδι σας. Έκεί θά μετρηθη καί ή ούσία της άξίας σας. Μ' ενα ζύγι χωρίς ψέματα. Όσο δουλέψατε πραγματικά, τόσο θά σάς άποδοθούν καί αί τιμαί. Μέ τήν εύκολίαν τών αύτοκινήτων εις τόν μητροπολιτικόν ναόν τών Αθηνών, τό ξέρω κι' εγώ. Θά σάς γελάσουν καί στό θάνατο οί άνθρωποι, όπως σάς γελούσαν καί στή ζωή, καί πεθαίνοντας θά πιστέψετε άλλη μιά φορά, κακόμοιροι, ότι υπήρξατε κάτι τί, όπως τό πιστεύατε καί όταν ζούσατε... Γιά , ελάτε όμως καί στό Κρανίδι, μιά στιγμή. Νά ιδούμε, πόσοι σάς άκολουθούν. Αύτό θά πή Ρέπουλης — τό λέω γιά σάς όσοι δέν τόν ήξέρατε καί όσοι τόν κατεδικάζατε, ένώ άπλούστατα κατεδικάζατε τόν εαυτόν σας νά μή μάθη ποτέ τήν άλήθεια.
Ή «Πέργαμος» είναι το ταχύτερον πολεμικόν τού στόλου μας. Καί ό κυβερνήτης του ό κ. Τριανταφυλλίδης, εις τό ναυτικόν μας — λεβεντόπαιδο. Τό άπέδειξαν καί οί δύο σήμερον. Σαϊτα ήταν καί διέσχισε τήν κεντητή κορδέλλα άπό τόν Σαρωνικό έως τόν Αργολικό. Ταξείδι όνειρο. Σαρανταεπτά μίλια μέσα σέ δύο ώρες καί δέκα λεπτά! Ξέρετε τί θά πη αύτό; Νά είναι Μάης, καί οί άπαλοί μαστοί της Τροιζηνίας νά έχουν στρωθή μέ βελούδο, καί ή θάλασσα νά είναι φρεσκοβαμμένη βαθυγάλαζη, καί πίσω στόν έλικα τού τορπιλλικοϋ ό άφρός νά σηκώνη μανιασμένα βουνά, καί νά είναι όλο ξέρες έρημόνησα, καί νά περνούμε όλο άπό υδάτινα στενά, μέ στροφές γοργές, σάν κάτι που φαντάζεται κανείς σέ παραμύθια. Καί τή γραμμή νά μή τήν ξέρη από τους έπιβάτες σχεδόν άλλος κανείς από τόν ύπουργόν των Εσωτερικών, τόν κ. Π. Άραβαντινόν, καί νά μας άποκαλύπτη σέ κάθε πέρασμα κομμάτια σπάνια από τήν Αίγινα, τόν Πόρο, τήν "Υδρα, άπ' όλο έκείνο τό σύμπλεγμα των νεράιδων του κύματος, πού είναι γεμάτο άπό κλέη στήν παληά καί στή νεώτερη ιστορία μας, πού είναι γεμάτο άπό βράχους άπότομους καί άπό άμμουδιές γαλήνιες, άπό τοπία όλοφώτεινα καί γελαστά, άπό λογής- λογής ομορφιές, πού εναλλάσσονται πολυποίκιλα σέ κάθε στροφή. Καί νά φθάνουμε κάποτε στήν Ερμιόνη ολοταχώς. Καί νά καμαρώνουν στίς κορυφές, φρέσκοι σά νά χτίστηκαν χθές, γραμμή οί άνεμόμυλοι οί ολοστρόγγυλοι μέ τά φτερά τους. Καί τά σπιτάκια νάναι στή σειρά, καί ή χωριατοπούλες σκαρφαλωμένες στά ψηλά νά μας άγναντεύουν μέ τήν παλάμη γείσο στά μάτια τους, καί νά βασιλεύη γύρω ή σιωπή βαθειά όπως ό θάνατος, γιά τόν όποίον έθυμηθήκαμε ότι πηγαίναμε... Τό Κρανίδι είναι χτισμένο στόν ψηλότερο λόφο, στήν κορφή, καταμεσίς στή χερσόνησο. Άπό τήν Ερμιόνη, μπροστά στό λιμανάκι της είνε χαραγμένος δρόμος καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα. Περνάει μέσ' άπό άμπέλια βλαστημένα, μέ κάτι κούρβουλα ψηλά, μέ άνάστημα περήφανο πού θά γύρη μεθαύριο άπό τά γλυκά σταφύλια, περνάει άπό χωράφια καί ελαιόδεντρα, άπό νταμάρια, άπό ξεροπόταμα, άπό πλαγιές καί είναι όλο πρασινάδα, γαλήνη καί δροσιά. Τό χωριό τό Κρανίδι είναι καλοχτισμένο καί άπέραντο. Σκαρφαλωμένο στά πέτρινα υψώματα, κι' άπό δεξιά κι' άπό άριστερά, κι' άπό παντού τριγυρισμένο μέ θάλασσα, πού ξεπροβάλλει τούς ορμίσκους της, σέ κάθε βήμα, σέ κάθε μεριά, σάν ζωγραφικό πολύπτυχο, σάν διήγησις εαρινού ονείρου. Οί άντρες του είνε ψηλοί καί μέ χαρακτηριστικά άδρά, όπως κι' εκείνος. "Ενας αδελφός του μάλιστα πού τόν βρίσκουμε συντετριμμένον άπάνω στήν κάσσα —όχι ό Κοσμάς Ρέπουλης, ό δικηγόρος τών Αθηνών, πού ξέρετε— είναι σάν τόν μακαρίτη άπαράλλακτος, μέ τό πλατύ του μέτωπο, μέ τήν κοντυλένια μύτη, μέ τούς άσπρισμένους κροτάφους του. Άπό σπίτι σέ σπίτι, ή μπασιές τών δρόμων έχουν γίνη άψίδες μέ πένθιμα πανιά. Γκλάν-γκλάν άντηχούν τά σήμαντρα. Τά πεζούλια, οί άνηφοριές, ή προεξοχές, καθώς τά σπίτια είναι άταχτα στημένα στίς πετρώδεις πτυχώσεις, είναι γεμάτα άπό μυρμηκιές γυναικόπαιδων, πού έχουν στολιστή μέ τά άρβανίτικά τους φορέματα. Χρειάζεται ώρα πολλή ώς πού νά φθάσωμε στό σπίτι, γιατί τό σπίτι τού Ρέπουλη δέν ήτο άρχοντικό, καί ούτε είχε γίνη πρόβλεψις, ότι θά γινότανε προσκύνημα,κι' ειναι χωσμένο μακρυά κι' απόμερα. Λιέβρ-γαλλικά θά πή λαγός. Λιέπουρης, αρβανίτικα - τό 'ιδιο. Λιέπουρης, λοιπόν ήταν ό πρόγονος, καί Ρέπουλης έγινε σιγά-σιγά μόνο του τό όνομα μέ τήν συνειθισμένην φθογγολογικήν έξέλιξιν. Εις τό πατρογονικόν τού Λιέπουρη είσήλθομεν, διά νά κλαύσωμεν τήν σύγχρονον δόξαν μας που έσυμβόλιζε κάτι άπ' όλους μας μαζί, από τήν προσπάθειάν μας, άπό τό παράπονόν μας, από τήν φιλοδοξίαν μας... Τό σπίτι είναι δίπατο, άπλό. Τό ξύλινο μπαλκόνι του, φαγωμένο, σκεβρωμένο, κατάμαυρο,, έτοιμόρροπο. Δέν βλέπει σέ δρόμο. Δέν υπάρχει στό Κρανίδι ρυμοτομία, ούτε αρχιτεκτονική διάταξις. Ειν' ένα πράγμα παραπολύ περίεργο. Είναι χωριό, αδερφέ. Μπαίνοντας άπό τήν αυλή, δεξιά είναι τό κελάρι. Ανεβαίνουμε καμπόσα σκαλιά. Αριστερά ή «σάλα». Μέ σεντούκια. Τό ταβάνι βαστάζεται μέ καδρόνια προσθετά. Ή εσωτερική σκάλα μάς φέρνει στήν κάμαρά του. Στήν κάμαρα πού γεννήθηκε. Στήν κάμαρα πού άπεσύρετο κυβερνήτης μέ τήν Ελλάδα των πέντε θαλασσών, κάποτε. Στήν κάμαρα πού έκλεισε τά όνειρά του άπό τίνων ήμερων. Στήν κάμαρα πού περιετοίχισε τό βαρύ του παρά- πονον. Στήν κάμαρα πού έκλεισε τά μάτια του. Στήν κάμαρα πού τόν κατησπάσθημεν νεκρόν. Στόν τοίχο ή φωτογραφία μιας χωρικής, σεμνής καί γλυκειάς καί θλιμένης — τό πορτραίτο της μητέρας του. Καί σεντούκια. Στή μέση τό φέρετρον. 'Άλλο, τίποτε. "Ιδε ό Εμμανουήλ Ρέπουλης. Άπό τό άνοιχτό παράθυρο, άπλώνεται κάτω ό κάμπος γαλήνιος όπως καί ή διπλανή του θάλασσα. Μέσ' άπό χτήματα καί περιβόλια καί βραγιές, λουφάζει ενα μικρούλι πάλλευκο χωριό. Όταν ξανακατέβηκα στήν αυλή, κι' έφθανεν ή παπαδαριά μέ τά ξεφτέρια καί οί δεσποτάδες μέ τά άμφια, είδα ενα μικρούλι άνθοστέφανο καμωμένο όλο άπό άγρια λουλούδια τού άγρού. Μιά χάρτινη κορδέλλα έγραφε: «Ή κοινότης Κοιλάδος». Ήσαν άπό έκείνο τό μέρος, πού ειχα ίδη άπό τό παράθυρο. Μπήκα πρός τό χαμώγειο, τό ξεπάτωτο κελάρι δεξιά στήν αύλή. Μιά χωρική έδερνότανε μέ ξέπλεχτα μαλλιά καί έσκουζε, κι' έμοιρολογούσεν άρβανίτικα. Ό κ. Γ. Σταμάτης, ό φίλος μου άπό τά Βίλλια, πρώην βουλευτής, μού εξηγούσε λέξι πρός λέξι τά λόγια της, τή ρίμα της, καθώς ό τόνος ό ρυθμισμένος άπάνω σέ χορικά άρχαίας τραγωδίας σούκανε νά ραγίζη τήν ψυχή άπό σπαραγμό: Κι' άπό τούς χρόνους τούς παληούς, θά βρης Μανώλη έκεί πού πας άνθρώπους πονεμένους πού κάμανε στόν τόπο τους καλό... Τό νεκροταφείο τού Κρανιδιού είναι μακριά καί τριγυρισμένο με κυπαρίσσια. Πολύ τού άρεσε νά πηγαίνη εως έκεί περίπατο. Είχε πάει καί πρό πέντε-εξη ημερών. Κάποια γρηούλα, βουτηγμένη στά μαύρα, τόν συναπάντησε. Κι' έπιάσανε κουβέντα: — Αι, κύρ' Μανωλάκη —τού είπεν— έδώ όλοι μας θά κονέψουμε... Πρίν τόν σφίξη πολύ ή καρδιά του, καί πρίν τούρθη τό αίμα, είδε στόν ύπνο του κάποιο τρομερό όνειρο, καί ξεπετάχτηκε τά μεσάνυχτα: —Καπνούς πολλούς —είπε στούς δικούς του— είδα, καί φοβούμαι, ότι έτελείωσε• δέν πειράζει πού θά πεθάνω, άλλά ήθελα άκόμη κανά- δυό χρόνια γιά κάτι πού λέω νά γράψω• ούτε αύτό... "Ενας κάποιος γνωστός του είχε παντρευτή, κατά την άπουσίαν τού Ρέπουλη στό Παρίσι, κι' ό γάμος δέν πήγε καλά καί ό άνθρωπος έχώρισεν. Όταν ό Ρέπουλης έγύρισε, μεταξύ άλλων του τό διηγήθηκαν κι' αύτό. Εκείνος, πρώτα 'ρώτησε: — Γιατί έχώρισε; Τού είπαν τό καί τό. "Υστερα ξαναρώτησε: — Λοιπόν, γιατί νά παντρευτή; "Ενας τότε του λέει: — Μά, τόν είχατε συμβουλεύση καί σείς νά τό κάμη, μιά φορά όταν σας 'ρώτησε. Καί ό Ρέπουλης, μέ τό πικρό του χαμόγελο: — Ώστε, καί γιά τό διαζύγιον τού Κ... είμαι ύπεύθυνος έγώ!...

Κώστας Αθάνατος

Σημείωση: Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», αρ. 801, 17 Μαίου 1924.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου