Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Απολαύστε τον Γιώργο Νικ. Μουσταΐρα ως διηγηματογράφο - χρονογράφο!...

στο blog του >>> https://rebetaskeri.blogspot.com/

Ρεμπέτ Ασκέρι

Ψωνίζοντας μπουφάν απ’ το παζάρι του Ναυπλίου


Η ιστορία έχει να κάνει με μια κυρία, η οποία, ως προς το φαίνεσθαι και το είσθαι, έχει μπερδέψει τα θέλω της με την πραγματικότητα. Θα μου πείτε, ούτε η πρώτη είναι ούτε η τελευταία.

Το σίγουρο είναι, πως αν ήταν… λιγάκι μεγαλύτερη, θα αποτελούσε πηγή έμπνευσης αρκετών κεφαλαίων για τον Δημήτρη Ψαθά, όταν συνέγραφε την Μαντάμ Σουσού από τον Μπύθουλα.

Όντας στο κατώφλι των τρίτων –ήντα, δεν μπορεί – όπως πολλές, άλλωστε – να συμβιβασθεί με την ηλικία της, αισθανόμενη διαχρονικά νέα και ωραία, όπως εκείνη η συνονόματή της που προκάλεσε τον Τρωικό πόλεμο…
>>>>>>>

Η εμφάνιση και η γκαρνταρόμπα της αποτελούν, επομένως, τις απόλυτες προτεραιότητές της.

Ως προς την εμφάνιση, η πλαστική χειρουργική έχει πολλάκις προσπαθήσει φιλότιμα αλλά ανεπιτυχώς, να επιβληθεί της φύσης.

Όσο για την γκαρνταρόμπα, οι κατά τόπους λαϊκές αγορές, αποτελούν τον αγαπημένο της χώρο, όπου, μπορεί να ψωνίζει φθηνά, καθότι, μεγαλοπιάνεται μεν, τα ψιλά δεν περισσεύουν δε.

Και σε λαϊκή αγορά ήταν που την έπαθε τη λαχτάρα.

Σε μία από της καθόδους της από το κλεινόν άστυ στην Αργολίδα, κίνησε να ψωνίσει στο παζάρι του Ναυπλίου. Και, ω της ευτυχίας, βρέθηκε μπροστά σε έναν πάγκο όπου πουλούσαν αμάνικα μπουφάν στην ελκυστική τιμή των πέντε ευρώ το τεμάχιο.

Βγάζει, λοιπόν, το εντυπωσιακό μπουφάν που φόραγε, το ακουμπάει σε μιαν άκρη του πάγκου και αρχίζει να δοκιμάζει. Ξεχωρίζει τρία κομμάτια - τι ψυχή έχουν δεκαπέντε ευρώ; - και πληρώνει, σκεπτόμενη ολόχαρη πως θα έχει να κάνει έτσι, τρεις ακόμη διαφορετικές, εντυπωσιακές εμφανίσεις.

Με τα ψώνια στη σακούλα, γυρίζει να ξαναφορέσει το μπουφάν της. Ψάχνει από ‘δω, ψάχνει από ‘κει, πουθενά το μπουφάν. Έχει κάνει φτερά. Καταστροφή! Μετά από διαβουλεύσεις με την ιδιοκτήτρια του πάγκου, διαπιστώθηκε πως το… ψώνισε μια άλλη πελάτισσα, που τής «γυάλισε»!

Ακόμα το κλαίει. Και το είχε ψωνίσει στας Αθήνας. Οι κακές γλώσσες σχολίασαν, πάντως, πως το βρήκε, κελεπούρι, σε «μπουτίκ» στο… Σχιστό…

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας


Σάματις, σερνότανε κατά γης;


Τεράστιο το θέμα της καθαριότητας και της συντήρησης των τροφίμων, ακόμα και στις μέρες μας, που παρά την αυστηροποίηση των όρων υγιεινής, παραμένει ακόμα επίκαιρο.

Παλιά, που δεν υπήρχαν τα ψυγεία, υπήρχαν διάφορες πρακτικές μέθοδοι, όπως το πάστωμα με αλάτι, το κάπνισμα, το λιάσιμο, κ.ά.

Ο κόσμος φρόντιζε να καταναλώνει άμεσα κρέατα και  γαλακτοκομικά*, και για προσωρινή προστασία μέχρι την κατανάλωση, χρησιμοποιούσαν στα σπίτια το φανάρι, για να αερίζονται τα τρόφιμα, και με την ψιλή σήτα που καλυπτόταν, να προφυλάσσονται από τις μύγες και τα άλλα ζούδια, ιπτάμενα ή έρποντα.


Φανάρι

Κάπου κατά την δεκαετία του ‘50, άρχισε να μπαίνει στα σπίτια μας το ψυγείο του πάγου. Γεννημένος το 1956, θυμάμαι, σαν όνειρο, τον παγοπώλη, που έφερνε από το Άργος στη Δαλαμανάρα τις κολώνες τον πάγο από τα ψυγεία (Λέκκας, Καράμπελας).


Ψυγείο του πάγου

Ακολούθησαν τα ηλεκτρικά ψυγεία και εξαπλώθηκαν, ειδικά όταν περί τα τέλη του ’60, αρχές ’70, ολοκληρώθηκε το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας.

Πάντα, όμως, υπήρχε και διατηρείται ακόμα, η φοβία ως προς την ποιότητα, την καθαριότητα και την σωστή συντήρηση των τροφίμων, ειδικά των ευαίσθητων (κρέατα, ψάρια, τυριά). Φοβία που έλκει τις ρίζες της από το παρελθόν, για αντικειμενικούς λόγους συντήρησης, αλλά και που εδράζεται στην κακή νοοτροπία κάποιων επαγγελματιών (χασαπάδων, μπακάληδων, ιχθυοπωλών).

Το περιστατικό συνέβη σε χασάπικο ημιορεινής κωμόπολης, κάπου την δεκαετία του ‘70. Ο κύριος Ηλίας, που ήταν από τα μέρη αλλά έμενε και εργαζόταν στην Αθήνα, είχε πάει για διακοπές και πεθύμησε να φάει ντόπιο κρέας. Κίνησε, λοιπόν, για το χασάπικο του Μήτσου.

Βρήκε το μαγαζί ανοιχτό αλλά δεν έβλεπε μέσα τον χασάπη. Έβαλε μια φωνή και άκουσε την απάντηση από το… «μέρος». Ο Μήτσος έκανε το «ψιλό» του.

Όταν βγήκε – βρύση μέσα δεν ακούστηκε – τον είδε να ανεβάζει το φερμουάρ του παντελονιού και στη συνέχεια να σκουπίζει τα χέρια του στην ποδιά του.

-Τι να σου βάλω κυρ Ηλία;

-Έχεις ντόπιο χοιρινό;

-Μόλις σφάξαμε.

-Κόψε τέσσερις μπριζόλες καρέ.

Έβαλε το χοιρινό ο Μήτσος στον πάγκο και άρχισε να κόβει τις μπριζόλες. Ο κύριος Ηλίας τον κοίταξε με φρίκη και παρατήρησε:

-Καλά, πήγες στην τουαλέτα για κατούρημα, έπιανες το πουλί σου και τώρα μου πιάνεις το κρέας που θα φάω;

-Μα το πουλί μου είναι καθαρό!

-Πώς είναι καθαρό;

-Σάματις, σερνότανε κατά γης;

Το μεσημέρι, ο γερμανικός ποιμενικός του κυρίου Ηλία έκανε «πάρτι» με τις χοιρινές μπριζόλες. Αυτός με την γυναίκα του βάλανε και φάγανε φακές. Που έχουν και σίδηρο και είναι υγιεινές!

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

*Όσον αφορά τα αλιεύματα, εκείνη την εποχή, τα φρέσκα μπαίναν αμέσως στο τηγάνι. Στα δε χωριά είχε την τιμητική του, αποκλειστικά, ο παστός μπακαλιάρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου