Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Λαογραφικές ιστορίες και παραδόσεις τα παλιά χρόνια στην Ερμιόνη από την Βιβή Σκούρτη...


Επίκαιρη υπενθύμιση

Το τσουβάλι του Αγίου
Η τελευταία ημέρα του ταξιδιού της επιστροφής, τα τελευταία χρόνια ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Θανάση, μικρό ξωκλήσι στο Μπίστι μας, όπου με τη συνδρομή των σφουγγαράδων και την επίβλεψη του Αποστόλη Κατσογιώργη ανακαινίστηκε και μεγάλωσε, ενώ τα εικονίσματα του τέμπλου είναι εικονογραφημένα από τέτοιες προσφορές των σφουγγαράδων μας. Το πρωί τα πλεούμενα έβγαιναν για την «ψαριά του Αγίου», όπως συνήθιζαν να την ονομάζουν. Όσα σφουγγάρια έβγαζαν τη μέρα εκείνη έμπαιναν σε ξεχωριστά τσουβάλια και από έξω έγραφαν «Άγιος Αθανάσιος». Τα σφουγγάρια εκείνα δεν ζυγίζονταν. Πουλιούνταν ξεχωριστά και η είσπραξη πήγαινε για τις ανάγκες των εκκλησιών και τα τάματα των θαλασσινών μας. Το τάμα στους Αγίους σέβονταν και οι τελωνιακές Αρχές και τα σημαδεμένα τσουβάλια δεν φορολογούνταν.
(σελ. 136-137) από το βιβλίο ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΡΜΙΟΝΗΣ (Ρουφήξανε τη ζωή τους με το σφουγγάρι) της Βιβής Σκούρτη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΥΦΕΓΓΟΣ ΕΡΜΙΟΝΗ 2012

ΜΙΑ ΕΥΘΥΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΞΕΛΗΧΘΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Η καλοκαιρινή ζέστη απλωνόταν αφόρητη, ασφυκτική. Η υφάντρα, γιαγιά Κατίνα Κωτσάκη  (Κοκκίνα), είχε μεπι στον αργαλειό της από το ξημέρωμα και έβγαινε αργά το μεσημέρι μούσκεμα στον ιδρώτα. Ζεσταινότανε υπερβολικά και έπαιρνε τους δρόμους να βρει δροσιά. Έσερνε τα τσατσάρια της, κούναγε το άσπρο τσεμπέρι της με τα δυο της χέρια πάνω-κάτω  και βόγκαγε ; «Ουφ, μωρ δε μπορώ, θα σκάσω», «Ουφ, ρημαδιασμένη ζέστη» και ο ιδρώτας  στο κόκκινό της πρόσωπο το γεμάτο πιτσίλες (εξ’ ου και το παρατσούκλι) πήγαινε ποτάμι.
Στον Άγιο Θανάση, το μικρό ξωκλήσι μας οι πόρτες σε εκείνους τους καιρούς ήσανε πάντα ανοιχτές, πήγαιναν οι γυναίκες και άναβαν τα καντήλια, όχι σαν σήμερα που για ευνόητους λόγους τις κλείνουμε. Από τη μικρή ανοιχτή παλιοπόρτα  είχε μπει μέσα το γαϊδούρι του Γιάννη Δωροβάτα «ο Αράπης».  Καθόταν ξαπλωμένος κι απλωμένος άνετα κάτω στο χώμα. Αλλά και οι κότες της γειτόνισσας Παναγιώτας της Φλεβαράκη δεν πήγαιναν πίσω• γυρόφερναν στο χώρο κι είχαν αφήσει και κάνα δυο κουτσουλιές.
Αναζητώντας τη δροσιά μπήκε λοιπόν η θείτσα Κατίνα• βλέπει το γάιδαρο: «Ου, που να μη σώσει και τούτος εδώ είναι»,  «Ξουτ βρε!». Ο γάιδαρος δεν έφευγε, είχε κατουρήσει και κοπρίσει και δεν το κουνούσε ρούπι. « Τστ, τστ παλιό βρωμιάρες», κυνήγησε τις τρεις λαθουράτες κότες, που κακαρίζοντας πετούσαν από στασίδι σε μανουάλι κι από μανουάλι σε παγκάρι, ώσπου πετάχτηκαν με ξεφωνητά έξω αφήνοντας πίσω τους μερικά πούπουλα. Ο γάιδαρος, παρέμεινε ατάραχος.
Τι να κάνει κι εκείνη; Ξαπλώνει  δίπλα του σε μια κουρελού  και την παίρνει ο ύπνος.
Έρχεται το απόγευμα και κατά τη συνήθεια η Αντωνία  Χαλβατζή, με τη Θεοδότη Νίκα έρχονται  να ανάψουνε  τα καντήλια. Πρώτη μπαίνει η κυρα-Αντωνία και τη βλέπει να κοιμάται με το γαϊδούρι πλάι: «Ου, ου ισκρέτι! Έλα ‘δω Θοδότα να δεις! Η Κατίνα κοιμάται. « Μωρή ξύπνα που κοιμάσαι με το γαϊδούρι του Στράγκα!»
«Τι να κάνω Αντωνία μου, έλιωνα στη ζέστη. Ήρθα να βρω λίγη δροσιά, ήτανε εδώ και τούτος εδώ, ο παλιο- βερέμης, ο κουμουθέος• το ‘διωχνα και δεν έφευγε, θρονιάστηκε σαν στραμουάρι». 
Γελώντας εκείνη της λέει: «Έλα μωρ-Κατίνα, πάρα αγκουσιάρα είσαι! Καλοκαίρι είναι, τι θέλεις να κάνει».

Τσατσάρια; παλιοπάππουτσα
Ισκρέτι: δυστυχία μου
Κουμουθέος: νωθρός
στραμουάρι: ακούνητος
αγκουσιάρα: ανήσυχη

Ας είναι ελαφρό το χώμα που τις σκεπάζει. Ωραίες ανθρώπινες φιγούρες. Την ιστορία μου έχει διηγηθεί η Αντωνία Καρδάση, γειτόνισσα στο ξωκλήσι που του παρέχει τη φροντίδα της.
Χρόνια πολλά την ημέρα, χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου