Κείμενα «με
την αλμύρα της θάλασσας» στοιβαγμένα!
στη
βιβλιοθήκη της Βιβής Σκούρτη…
Σήμερα αποφάσισα να βάλω τάξη στη
βιβλιοθήκη μου. Ανάμεσα στη χαρτούρα βρήκα το κείμενο τούτο που δημοσιοποιώ με
τον «Παπαδιαμαντικό» λόγο. Πριν κάποια χρόνια δανείστηκα ένα βιβλίο κάποιου
θαλασσινού που κατείχε το χάρισμα της γραφής, που έμοιαζε με του δικού μας
Λάμπη Παυλίδη. Δεν θυμάμαι τον συγγραφέα, ούτε και τον τίτλο του βιβλίου.
Θυμάμαι όμως ότι αναφερόταν στις σελίδες του στους Ερμιονίτες
ψαράδες-σφουγγαράδες και στην αξιοσύνη τους με μια γλώσσα αυθεντική, βιωματική.
Ένα βιβλίο γραμμένο με ιδρώτα, ήλιο και αλμυρό νερό. Στο δισέλιδο
που παραθέτω περιγράφει τον Ερμιονίτη Μήτσο Μπαρδάκο, που τη μορφή του βρήκα
μέσα από το πλήθος των παλαιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών του αρχείου μου. Οι ζωές
των ανθρώπων είναι πολύ σημαντικές, καθώς και οι μορφές τους. Τι κι αν πέρασε ο
χρόνος;
Τέτοιες ημέρες οι οικογένειες των
θαλασσινών περιμέναμε τους δικούς μας ταξιδιάρηδες, να επιστρέψουν και να
γιορτάσουμε οικογενειακά τις Αναστάσιμες μέρες.
Ο
Μήτσος Μπαρδάκος
«Απ’
όσους καραβοκυραίους χταποδάδες είχα σμίξει κι είχα γνωρίσει μικρός, ένας είχε
μπει περσότερο στην καρδιά μου. Ο Μήτσος ο Μπαρδάκος. Ένας νέος λεβέντης,
μελαχρινός, με μαλλιά θαρρείς από έβενο, με τετράγωνους ώμους κι ένα κορμί
στιβαρό, γεμάτο ρώμη. Ασίκης με τα όλα του. Και με μια βάρκα μαγκιώρα, καλοθάλασση,
γρήγορη, με λατίνια και σένια θαρρώ δεν τα είχε καμιά άλλη. Ετούτος λοιπόν, ο
Μπαρδάκος είχε δυο μεγάλες αρετές: ήτανε δουλευτής σκληρός και αρμενιστής
αξεπέραστος. Αδείλιαστος στη φουρτούνα. Στην τέχνη του χταποδά άφθαστος.
Μετριούνταν στα δάχτυλα του ενού χεριού εκείνοι που μπορούσαν να παραβγούν μαζί
του.
Οι
σύντροφοι που θ’ αποφάσιζαν να τσουρμάρουν μ’ αυτόν, όφειλαν πρωτύτερα να το
σκεφτούν πολύ, γιατί ο Μπαρδάκος δεν ήξερε τι θα πει κούραση, ούτε λογάριαζε
κακοκαιρία. Απ’ το πρωί που θα αρχίναγαν να φέγγουν τα νερά ίσαμε αργά το
βράδυ, με όποιον καιρό, με την κάψα ή με το κρύο, σκυμμένος στο γυαλί θ’
αλώνιζε όλους τους ψαρότοπους. Δε θα ‘μενε τόπος αψάρευτος κι αλλοίμονο στους
συντρόφους του αν δεν είχαν ώμους γερούς ν’ αντέξουν το κουπί. Άλλος
καραβοκύρης δεν κόταγε να πέσει στην πλώρη του, να τον κοντραστάρει, γιατί θα
τον πέταγε στην αποχή, ώσπου θα ‘παιρνε των ο ματιών του να φύγει απελπισμένος
από κοντά του.
Με
την κοφτερή ματιά που είχε μπορούσε να ψαρεύει γρήγορα κοτσάροντας και να
περνάει στο ίδιο χρονικό διάστημα διπλάσιο τόπο από τους άλλους συντεχνίτες. Τα
κοντάρια και οι αντένες της βάρκας του ήτανε πάντα φορτωμένες χταπόδια που
γίνονταν λιαστά. Και δεν ήταν μόνο το χταπόδι που ψάρευε, ήταν και το σφουγγάρι
στα Ελληνικά και στ’ Αφρικανικά νερά, στο Τραμπούκο, καθώς έλεγε το Τομπρούκ,
στο Τούνεζι κι αλλού.
Στα
παιδικά μου χρόνια, έτσι καθώς τον έβλεπα ετούτον τον θαλασσινό με το ατσάλινο
κορμί και την αλύγιστη θέληση, γινόταν για μένα ένας ήρωας, ένας ακαταμάχητος
αθλητής της θάλασσας, που τόνε θαύμαζα. Ασυναίσθητα ζητούσα ένα πρότυπο
θαλασσινού και το είχα βρει σ’ αυτόν. Κάποτε, θυμάμαι, είχε πιάσει μια φοβερή
τρικυμία, χιόνιζε κιόλας. Κανένα πανί στον ορίζοντα. Όμως μια βάρκα φανερώθηκε
ξαφνικά εκειδά στον κάβο-Τόλια. Ήτανε ο Μπαρδάκος που είχε κάνει την αποκοτιά
να ισάρει πανί ερχόμενος πρίμα, μισοπνιγμένος, από τον κάβο-Στέφανο και τα
Στουρονήσια.
Απόμαχος
τώρα ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων,
έχει αράξει μόνιμα στην πατρίδα του την
Ερμιόνη.
Δεν άντεχα, πήγα πρόσφατα και τον είδα.
Καθώς μου μίλαγε, ένιωθα όπως
ο αχός της θάλασσας…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου