Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Μια ιστορία που ήρθε στη σκέψη μου με αφορμή τον επετειακό εορτασμό της δισεκατονταετηρίδας της Ελληνικής Παλιγγενεσίας του 1821

Στο αναγνωστικό βιβλίο του Δημοτικού σχολείου της Ε΄ ή της ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού, (1956-57) αναφέρεται ένα  κεφάλαιο που με μεγάλο ενδιαφέρον διάβαζαν οι συμμαθητές μου κι' εγώ. Θυμάμαι ακόμα τον τίτλο - Ο εξωμότης. 

Επειδή δεν είχα το αναγνωστικό βιβλίο μετά από 65 χρόνια, το αναζήτησα στο διαδίκτυο και βρήκα το κείμενο  σε ιστοσελίδα του Δήμου Ύδρας και ιδιαίτερα χάρηκα που το βρήκα. Ωστόσο, θυμάμαι και το δημώδες τραγούδι,  (αναφερόταν στο κείμενο του αναγνωστικού βιβλίου)  που τραγουδιόταν αυτά τα χρόνια στην Ύδρα.

Παραθέτω απόσπασμα απ' ό,τι θυμάμαι: «Του Καραντάνη  το παιδί, το Καραντανοπαίδι, το'ριξε η Καραντάναινα 'κείνει η αντρογυναίκα,  στο καλντερίμι απ' τον οντά και μνήσκει ακόμη το αίμα! Και τό'δαν  μάνες  και παιδιά και νιες πού'χαν αδέρφια και τό'μαθε η γειτονιά κι' παραπάνω ρούγα…….»

ΣΤΑΜ. ΔΑΜ. 



Ο θρύλος 

Η γριά Καραντάναινα -> Είναι η σπαρτιάτισσα της Ύδρας. Χήρα ναυτικού μεγάλωσε το μονάκριβο παιδί της που γίνηκε κι αυτό ναυτικός στα προ της Επαναστάσεως του 1821 χρόνια. Ήταν η εποχή που η Ύδρα αντί για φόρο υποτέλειας στην Τουρκία έστελνε μερικά διαλεχτά παλληκάρια της για να υπηρετήσουν, γυμνασμένοι αυτοί και φτασμένοι θαλασσινοί, ένα χρόνο ως Σαφερλήδες όπως τους έλεγαν τότε, στο Τουρκικό Ναυτικό στον Ταρσανά της Πόλης. Μεταξύ εκείνων που πήγαν αυτή την χρονιά ήταν και ο γιος της Καραντάναινας. Οι άλλοι επέστρεψαν στο τέλος της θητείας τους και μόνο ο Καραντάνης δεν γύρισε κι όπως μαθεύτηκε είχε αλλαξοπιστήσει κι έμεινε στην πόλη όπου πήρε βαθμούς και αξιώματα. Το κτύπημα ήταν σκληρό για την μάνα που έβαλε αμέσως τα μαύρα και κλείστηκε στο σπίτι της, κατά την Κιάφα, αμίλητη και βλοσυρή, κόβοντας κάθε σχέση με τον έξω κόσμο. Αρκετά χρόνια πέρασαν ώσπου κάποιο πρωί ένα μεγάλο τουρκικό καράβι έφθασε στην Ύδρα και μια βάρκα έβγαλε στην προκυμαία έναν άνδρα, πλούσια ντυμένο μέσα σε τουρκική ναυτική στολή. Όσοι τον γνώρισαν έστρεψαν τα κεφάλια τους αλλού με περιφρόνηση. Αυτός τράβηξε την ανηφοριά κατά την Κιάφα όπου κτύπησε τον πόρτα της γριάς Καραντάναινας. Ποιός είναι. Άνοιξέ μου μάνα. Εγώ είμαι ο γιος σου. Δεν έχω γιο ζωντανό εγώ, ο γιος μου πέθανε εδώ και χρόνια στην Πόλη. Μωρέ μάνα άνοιξε για να δεις πως είμαι εγώ, και να με καμαρώσεις μεγάλο και τρανό.

Εκείνη άνοιξε την πόρτα και αμίλητη παραμέρισε για να περάσει ο ξένος..... Για δείξε το μεγάλο καράβι σου του είπε . Την τράβηξε από το χέρι ως την άκρη της ταράτσας που έβλεπε προς το λιμάνι κι εκεί του δίνει μια σπρωξιά με όση δύναμη της είχε απομείνει και τον ρίχνει προς το γκρεμό λέγοντας.. Δεν είσαι γιος μου μια και πρόδωσες την πατρίδα σου και αρνήθηκες την πίστη σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου