Η
Κασσιανή ήταν βυζαντινή μοναχή, ποιήτρια και υμνογράφος, η οποία υπολογίζεται
ότι γεννήθηκε μεταξύ 805 και 810. Ήταν, σύμφωνα με βυζαντινούς χρονικογράφους,
μια πανέμορφη και πανέξυπνη κοπέλα, που καταγόταν από φεουδαρχική οικογένεια.
Είχε δηλαδή όλα τα προσόντα, που την κατέτασσαν στην κατηγορία της περιζήτητης
νύφης. Ακόμα και για έναν αυτοκράτορα. Μεταξύ 820 και 830, ο αυτοκράτορας
Θεόφιλος αναζήτησε τη γυναίκα που θα γινόταν σύζυγός του και αυτοκράτειρα. Η
μητριά του, Ευφροσύνη, διοργάνωσε μια τελετή για την επιλογή της νύφης, στην
οποία πήρε μέρος και η Κασσιανή. Ο Θεόφιλος έπρεπε να διαλέξει ποια κοπέλα
ήθελε για σύζυγό του, δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Αφού κοίταξε όλες τις
υποψήφιες, ο αυτοκράτορας πλησίασε την Κασσιανή και της είπε, αναφερόμενος
στην Εύα:«από μια
γυναίκα ήρθαν στον κόσμο όλα τα κακά». Η Κασσιανή, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της και αποδεικνύοντας την
εξυπνάδα της, του απάντησε, αναφερόμενη στην Παναγία: «και από μια γυναίκα πηγάζουν όλα τα καλά». Η απάντηση της κοπέλας εντυπωσίασε τον αυτοκράτορα, αλλά
παράλληλα έθιξε και τον εγωισμό του, καθώς θεωρήθηκε ότι η Κασσιανή τον
αποστόμωσε. Έτσι, διάλεξε για σύζυγό του τη Θεοδώρα.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, | Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες |
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, | σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα |
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. | και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου |
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, | κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη |
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. | και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. |
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, | Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, |
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· | εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. |
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, | Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, |
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. | εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. |
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, | Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, |
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· | και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· |
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, | αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, |
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. | τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. |
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους | Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, |
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; | ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; |
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. | Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος |
Πηγή΄- διαδίκτυο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου