Φτωχότερη η ψαράδικη οικογένεια της Ερμιόνης μέσα στης φτώχειας της ζωής και του υγρού στοιχείου...
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ησαΐας Κουβαράς, ένας εργάτης της θάλασσας
Ένα ακόμα «στοιχειό» του αλμυρού νερού, από τους τελευταίους παλιούς
ψαράδες του τόπου μας, ένα «στοιχειό» της δουλειάς, «στοιχειό» του λιμανιού
σήμερα έφυγε από κοντά μας. Από μικρό παιδί στη θάλασσα ο Ησαΐας, την ταξίδεψε,
την τρύγησε και παρά τις κινητικές δυσκολίες που είχε, μπαινόβγαινε με λαχτάρα
στο πλεούμενό του ως τα τελευταία του. Η σύνταξη του περιοδικού μας «ΣΤΗΝ
ΕΡΜΙΟΝΗ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ» τιμώντας την αξιοσύνη του, έχει αφιερώσει σχετικό
άρθρο.
Αποχαιρετώντας τον, παραθέτω αποσπάσματα από παλαιότερες διηγήσεις για τη
ζωή του και τη δουλειά του:
«Ο θείος μου Παναγιώτης Κουβαράς αδελφός του πατέρα μου Κώστα Κουβαρά, είχε
παντρευτεί τη Φανιώ του Λακούτση, έμενε στα Μαντράκια και είχε την τράτα
«ΣΟΦΙΑ», που αργότερα την πούλησε στον Σπύρο Ταρούση∙ εκείνος της έκανε
μετατροπές, του την έκοψε ο Κοκκωνάκης στη μέση και κουβαλούσε τους επιβάτες
από τα καράβια τότε που δεν έπιαναν λιμάνι γιατί δεν υπήρχε ο μόλος και
καθόντουσαν αρόδο.
Μας είπε λοιπόν ο θείος Παναγιώτης: «ελάτε εδώ ρε να δουλέψουμε μαζί».
Πήραμε πρώτα ένα δίχτυ και μετά από ένα σίδερο και δουλεύαμε μαζί με τον πατέρα
μου στην τράτα του. Το 1953 αγοράσαμε ένα καΐκι από την Αίγινα και κουβαλούσαμε
ντομάτες στον Πειραιά.
Αργότερα φτιάξαμε στην Κοιλάδα τη δική μας γκαγκάβα τη «ΦΡΟΣΩ». Η δουλειά
μας στα τέλη του Μάη σταματούσε γιατί το καλοκαίρι κρύβονται τα σφουγγάρια.
Η γκαγκάβα είναι συρόμενο εργαλείο και είναι δουλειά μόνο της ημέρας. Σ’
ένα από τα ταξίδια μας ξεκινήσαμε από το λιμάνι και είμαστε σε 23 ½ ώρες
ασταμάτητες στη Μυτιλήνη. Άναψε η μηχανή μας γιατί τότε οι μηχανές ήταν με
καμινέτο, με πορσίτη. Ταξιδεύαμε παντού, από Ραφήνα μέχρι Καβάλα και Θάσο και
Επτάνησα, από Λαγονήσι ή Ανάβυσσο μέχρι την Ελαφόνησο.
Η δική μας η δουλειά άρχιζε και έστρωνε μετά από τις φουρτούνες, μετά τα
Θεοφάνεια ή μετά τις Αποκριές, όταν η θάλασσα καθάριζε από το φύκιο, όταν
δηλαδή έπιανε φουρτούνα και η θάλασσα ξερίζωνε το σάπιο φύκιο και το έβγαζε με
το κύμα έξω στη στεριά.
Συνήθως φεύγαμε το βράδυ του Αγιαννιού, προς Ανάβυσσο, Βάρκιζα, Ραφήνα για
να φτάσουμε ως τις μέρες του Πάσχα στα Επτάνησα. Στο Λαγονήσι κάναμε τρεις
καλάδες τη μέρα και αλλού ίσως και πέντε, αν το μέρος δεν ήταν «χτυπημένο»,
δουλεμένο δηλαδή, βγάζαμε πέντε οκάδες την ημέρα. Τότε είχε οκτώ κατοστάρικα η
οκά, ενώ ο τόνος του πετρελαίου είχε 750 δραχμές και περνούσαμε ένα μήνα και
κάτι. Από το 1986 και μετά τα σουγγάρια χαθήκανε.
Θυμάμαι ένα ταξίδι μου με τον Ηλία Αγγέλη, αν δεν κάνω λάθος θα πρέπει να
ήταν το 1986 αρχές Οκτώβρη, είχε ρίξει κάτι τρελές βροχές που από το Κρόθι
έτρεχαν εφτά ποτάμια.
Πιάσαμε τότε με το συρόμενο από Κρόθι, Κουταβά, Ντάρδιζα, Ποτόκια, Δοκό 16
οκάδες σουγγάρια. Στη συνέχεια χαθήκανε και χαλάσανε, ούτε ρουκούτα* δε βρίσκαμε».
Συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
Καλό σου ταξίδι καπετάνιε στο μακρινό σου προορισμό, για ‘κει που έβαλες
ρότα.
*ρουκούτα: το σφουγγάρι που χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των πιάτων
Βιβή Σκούρτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου