Στο συνοδευτικό σημείωμα χθες μου γράφει->
Κυριακή σήμερα να ησυχάσουμε να ηρεμήσει η ψυχής μας …
- Θα το προσπαθήσω να την ακολουθήσω…
stam.dam.d.
=================================================================================================================
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ
Γράφει η Βιβή Σκούρτη
Ο Αργύρης, ένας ανθρωπος της θάλασσας, θαλασσοπόρος από τα μικρά του, τα νιάτα του ως την ωριμότητά του.Από μικρό
παιδί έκαναν ρόζους τα χέρια του από το κουπί και στη συνέχεια ήταν μόνιμα
κομμένα από το παραγάδι.
Οι σπηλιάδες χτύπησαν αλύπητα το κορμί του.
Μάτισε πανιά, λατίνια, δόλωσε και ξεψάρισε χιλιάδες φορές και ταξίδεψε με οδηγό του τ’
άστρα άλλες τόσες.
Ήπιε το
πικρό κρασί του μισεμού και το γλυκό του γυρισμού.
Άκουσε
πολλές φορές το «καλό ταξίδι» και άλλες τόσες τα καλωσορίσματα, που ήταν χαρά
μεγάλη.
Αυτή ήταν η ζωή των ναυτικών της γενιάς του.
Ήρεμος και
φιλόξενος, ξέμπαρκος πια από τα σπαταλημένα του βάσανα, υπηρετεί τους γείτονές
του «ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ» εδώ και 30 χρόνια.
Εκεί ηρεμεί
η ψυχή του κι εκεί στην ηρεμία της εκκλησίας ανάμεσα στο λιβάνι και στους
ψαλμούς, μάχεται με τις αναμνήσεις και τις καθημερινές προκλήσεις της απόμαχης,
της μίζερης όπως την κατάντησαν οι «ειδήμονες» συνταξιούχας ζωής.
Δίνω χώρο
και χρόνο στην προσωπική του μνήμη, στα παιδικά του χρόνια και όνειρα.
«Η ζωή μου ήταν μια περιπέτεια.
Ήμουνα το τέταρτο παιδί μιας ενδεκαμελούς οικογένειας: Βιβή, Μίμης, Ντίνα, εγώ,
Διαμαντής, Φραντζέσκος, Λέλα, Απόστολος, Σπύρος, Γιώργος, Φωκίων.
Από μικρό
παιδάκι στο κουπί. Έκανα 20 ταξίδια στην Αφρική με τα ψαράδικα. Εκεί ανταμώναμε
τις δικές μας σφουγγαράδικες βάρκες. Αργότερα μπαρκάρισα για κάποια χρόνια και
στη συνέχεια με μια παραγαδιάρικη κούντουλα ψαρεύαμε με τον αδελφό μου Μίμη.
Θυμάμαι μια φορά στην Παραπόλα, «έγινε»
ο καιρός και μέχρι να φτάσουμε στην Ερμιόνη κινδυνέψαμε. Μόνο η προπέλα ήταν
στο νερό, το υπόλοιπο σκάφος ήταν στον αφρό.
Φουρτούνες στη θάλασσα και στη στεριά.
Πείνα, φτώχεια, κακομοιριά. Το ’40 ήμουν 6-7 χρονών παιδάκι, πεινούσα, νόμιζα
πώς θα πεθάνω. Έψαχνα τη μητέρα μου που ξενόπλενε κουρελούδες στο Κρόθι για ένα
κομμάτι ψωμί. Απλώνω το χέρι να κόψω ένα ρόδι από ένα δέντρο κι ακούω μια άγρια
φωνή ε! Το αφήνω, βρίσκω τη μάνα μου: «Πεινάω μάνα», της λέω ξεψυχησμένα.
Βγάζει από την τσέπη ένα κομμάτι ψωμί, σχεδόν το κατάπια , ε νόμιζα ότι έζησα!
Είμαι από τους τελευταίους που ζω.
Θυμάμαι τον Λάμπη, έξυπνος άνθρωπος.
Θυμάμαι τον πατέρα και τους θείους
σου. Δουλέψαμε τις λίμνες που τώρα είναι παρατημένες. Στα Κούμπουρνα είχαμε
ψαρέψει 2 τόνους χέλια. Είμαστε όλο χαρά γιατί μας τα ζητούσαν οι Ιταλοί.
Πήγαμε να τα πάρουμε και μας τα είχαν κλέψει από τα κλουβιά. Ο θείος σου Κοσμάς
έκλαιγε σαν μικρό παιδί.Είχαμε δουλέψει σε δύσκολες συνθήκες, νύχτα με κρύο και
βροχή.»
Σ΄ευχαριστώ
Αργύρη, φιγούρα βγαλμένη από τα χειρόγραφα του Παπαδιαμάντη και Ξανθή για τη
φιλοξενία σας ! Και οι δυο πορευτήκατε στη ζωή με τον ιδρώτα του μόχθου σας και
την αγιοσύνη σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου