Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Ερμιόνη: Το δώρο του Ποσειδώνα «ἐνταῦθα ἡ προτέρα πόλις τοῖς Ἑρμιονεῦσιν ἦν» ( βλ. Περιήγησις, Β΄, 34, 10 )

Σημαντικό άρθρο στο περιοδικό μας 

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα»

 


ΗΛΙΑΣ Γ. ΚΟΝΔΗΣ


Ερμιόνη: Το δώρο του Ποσειδώνα

«ἐνταῦθα ἡ προτέρα πόλις τοῖς Ἑρμιονεῦσιν ἦν» ( βλ. Περιήγησις, Β΄, 34, 10 )

 


Ο επισκέπτης ακολουθώντας τον ανοδικό δρόμο από το λιμάνι και την παραλία και προσπερνώντας τον Ι.Ν. του Αγίου Γερασίμου, φθάνει στον λεγόμενο Μύλο. Από εκεί μπορεί να έχει κανείς τη πανοραμική θέα της Ερμιόνης, κυρίως της βόρειας της πλευράς (εικ.1). Θαυμάζοντας αυτή τη θέα, αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως την διαφορά μεταξύ του πράσινου κατάφυτου ακρωτηρίου και του λευκωπού των κτηρίων της πόλης. 


Το Μπίστι, μια λωρίδα γης που εισέρχεται βαθιά στη θάλασσα, σχηματίζει τα δύο ασφαλή για τα πλοία λιμάνια της πόλης, το βόρειο που είναι και το κύριο ενώ το νότιο, το λεγόμενο Μανδράκια, χρησιμοποιείται κυρίως ως μαρίνα για τα πλοία αναψυχής. Ανατολικά του, προς τα ενδότερα, ξεχωρίζει ο λόφος Πρων όπου βρίσκεται εξ ολοκλήρου χτισμένη η σύγχρονη Ερμιόνη.

Η ονομασία Ερμιόνη έχει στενή σχέση με την Αρχαιότητα και τη θάλασσα. >>>>>

Αν ακολουθήσουμε την περιγραφή του Ηροδότου, φαίνεται να είναι προελληνική λόγω των Δρυόπων, του φύλου στους οποίους συγκαταλέγει ο συγγραφέας τους Ερμιονείς (Ιστορίαι 8.43.1& 8.73.2).Ο Παυσανίας αναφέρεται στον μυθικό ιδρυτή της, Ερμίων, εγγονό του βασιλέα του Άργους Φωρονέα (Περιήγησις, Β΄, 34, 4). Δεδομένου ότι οι Αργείοι ήταν Δωριείς, η σχέση Άργους και Ερμιόνης φαίνεται μεταγενέστερη με την επικράτηση και ελληνοποίηση της τελευταίας από την πρώτη, πιθανώς τον 7ο αιώνα στη διάρκεια της μεγαλύτερης εδαφικής της επέκτασης. Μια σύντομη αναζήτηση όμως σε ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, μας επιτρέπει να ταυτίσουμε την Ερμιόνη με το ουσιαστικό έρμα δηλαδή ύφαλος, το ύψωμα στη μέση της θάλασσας. 

Στον Κατάλογο των Νεών (των Πλοίων) του Ομήρου βρίσκουμε την πρώτη αναφορά στην αρχαία πόλη, η οποία εμφανίζεται να παρέχει πλοία και στρατιώτες ως συμμετοχή στην τρωική εκστρατεία (Ιλιάδα, Ραψωδία Β, στ. 559-563). Μολονότι δεν έχουν βρεθεί αρχαιολογικά τεκμήρια της Εποχής του Χαλκού εντός των ορίων της Ερμιόνης, θέση της εποχής του Χαλκού εντοπίστηκε προς τα ανατολικά στη θέση Μαγούλα[i] ενώ η χρήση του αρχαίου νεκροταφείου ανάγεται στον 7ο αι. π.Χ.[ii]. Κάποιους αιώνες αργότερα ο ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει τη συμμετοχή της πόλης - κράτους στον πόλεμο κατά των Περσών (Ιστορίαι, 8, 43.1). Για τη ναυπήγηση και συντήρηση στόλου μια πόλη - κράτος έπρεπε να έχει σταθερή και δυνατή οικονομική βάση. Η απάντηση σ’ αυτό βρίσκεται στο γνωστό μας Μπίστι.

Μπίστι: Το αρχαίο Ποσείδιον

Το ακρωτήριο έχει μήκος τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο και το φάρδος του δεν ξεπερνάει τα διακόσια μέτρα στο μεγαλύτερο σημείο του. Το Μπίστι πέρα από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στην αφετηρία του και τον ανεμόμυλο των Μητσαίων προς την ανατολική του άκρη, το οποίο αναστηλώθηκε πρόσφατα, δεν έχει κάποιο άλλο κτίσμα και είναι κατάφυτο από πεύκα. Ένα μαγικό μέρος για περπάτημα και γαλήνη το οποίο είχε εντελώς διαφορετική όψη στα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών, η αρχαία πόλη πρέπει να εκτεινόταν από το σημερινό Μπίστι μέχρι και τα όρια του Ι.Ν. των Ταξιαρχών[iii].

Στο κεντρικό και ψηλότερο σημείο συναντά κανείς ότι απέμεινε από έναν μεγάλο αρχαίο ναό (εικ. 2). Αφιερωμένος κατά πάσα πιθανότητα στον Ποσειδώνα, χτίσθηκε στα τέλη του 6ου π.Χ. αι., και είναι εξάστυλος (15x30 μ.), με δώδεκα δωρικού ρυθμού κίονες στην πλευρά του. Αποτελεί το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό τεκμήριο της κλασικής πόλης - κράτους. Περίκεντρα του ιερού αναπτυσσόταν η κατοίκηση και τα εργαστήρια παραγωγής βαφής από κοχύλια, τα πορφυρεία. Για την προστασία των κατοίκων και των εργαστηρίων είχε κτιστεί προς το τέλος της κλασικής περιόδου, δηλαδή προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ., το τείχος. Κατάλοιπά του φαίνονται ακόμη, κυρίως στη βόρεια πλευρά και στην ανατολική άκρη του ακρωτηρίου. Τα περισσότερα τμήματα συνοδεύονται από μεταγενέστερες μεσαιωνικές επιδιορθώσεις των φθορών των πολέμων και της φύσης.

Χαρακτηριστική περίπτωση στο νότιο τμήμα όπου είναι λιγότερο εμφανή τα τμήματα του τείχους, μάλλον λόγω της μανίας της θάλασσας, την οποία επιτρέπει ο πιο ανοιχτός όρμος. Από τη πλευρά εκείνη, προς τη μύτη του Μπίστι, βρίσκεται το λεγόμενο «Αρχαίο Μνήμα». Αν και εκ πρώτης όψεως θυμίζει είσοδο μυκηναϊκού τάφου, όπως σε άλλες περιοχές της Αργολίδας, τα φαινόμενα απατούν. Πρόσφατη έρευνα ανέδειξε τη σχέση του κτίσματος με την οργάνωση των οχυρώσεων ενώ το εσωτερικό του περισσότερο σχετίζεται με δεξαμενή παρά με ταφικό μνήμα[iv].

Συνολικά δεκατέσσερις δεξαμενές εντοπίστηκαν σε όλο το Μπίστι, σε πρόσφατη έρευνα του 2015-2018[v]. Έτσι πέραν του υποτιθέμενου αρχαίου μνήματος, που προαναφέραμε και μίας άλλης που βρίσκεται στο κέντρο, όλες είναι περιμετρικές και ανομοιόμορφα κατανεμημένες σε απόσταση είκοσι μέτρων από την ακτή. Μολονότι οι δεξαμενές δεν σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή πορφύρας, ο μικρός μέχρι στιγμής αριθμός τους και η περιορισμένη χωρητικότητα, δεν αποκλείουν κατά τη γνώμη μας την ιδιωτική χρήση περισσότερο από την βιοτεχνική. Σίγουρα περισσότερες έρευνες στο άλσος θα αναδείξουν διαφορετικά στοιχεία. Η κατασκευή των δεξαμενών αυτών όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο δεν πρέπει να είναι παλαιότερη του 400 π.Χ.. Η ανάπτυξη στη ελληνιστική εποχή των τεχνικών συσσώρευσης και διατήρησης πόσιμου νερού βρίσκει εδώ μια εξαιρετική αποτύπωση. (εικ. 3).

Μπίστι: Η γη των πορφυρείων

Συνεχίζοντας κανείς την περιδιάβαση κατά μήκος της θάλασσας και της οχύρωσης, μπορεί να παρατηρήσει κολπίσκους και συσσωρεύσεις σπασμένων κοχυλιών. Αυτές είναι οι μόνες προς το παρόν μαρτυρίες των περίφημων εργαστηρίων παραγωγής πορφυρής βαφής, τα πορφυρεία. Η ανακάλυψη των κοχυλιών και της δημιουργίας από αυτά της πορφύρας, χάνεται στα βάθη του χρόνου, ενώ οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων δείχνουν μια σύγχυση σχετικά με την προέλευση της περίφημης ύλης[vi]. Έτσι ενώ ήταν σχεδόν πλήρης η επικράτηση της πορφύρας ως κατεξοχήν προϊόν της Φοινίκης, του σημερινού δηλαδή Λιβάνου, αρχαιολογικά τεκμήρια δείχνουν την μινωϊκή Κρήτη ως την πρώτη διδάξασα για την παραγωγή της[vii].Θα ήταν ενδιαφέρον αν μελλοντικές έρευνες στη θέση Μαγούλα, αναδείξουν στοιχεία για ύπαρξη της βιοτεχνίας της πορφύρας στη περιοχή πριν γίνει γνωστή τη κλασική περίοδο και σε σχέση με το ευρύτερο Αιγαίο.

Η αρχή λοιπόν της παραγωγής πορφύρας στην Ερμιόνη παραμένει άγνωστη, όπως και η γενικότερη εικόνα των εργαστηρίων και των ιδιαίτερων τεχνικών τους. Τα πορφυρεία λειτουργούσουν ίσως σε όλη τη διάρκεια του χρόνου με την αποθήκευση και συντήρηση μεγάλων ποσοτήτων της πολύτιμης βαφής. Μπορούμε να φανταστούμε τους ιερείς του Ποσειδώνα από το κέντρο του Μπίστι να ασκούν εποπτεία επί της βιοτεχνίας. Η συγκέντρωση των εργαστηρίων εκεί, επέτρεπε την καλύτερη οργάνωση και τον έλεγχο της παραγωγής. Σημειώνεται πως υπήρχε το πρόβλημα των δυσωδιών από την επεξεργασία του υλικού, γεγονός που εξηγεί την τοποθεσία των εργαστηρίων προς το άκρο ώστε να αερίζονται καλύτερα. Οι διάφορες κατοικίες κατά μήκος της ακτής φαίνεται να εξυπηρετούσαν τη διάθεση απαραίτητων εργατικών χεριών. Τα εργαστήρια θα χρειάζονταν σίγουρα πολυπληθές εργατικό δυναμικό καθώς, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες ερευνητικές μετρήσεις, φαίνεται ότι επεξεργάζονταν κατά μέσο όρο περίπου 10000 κοχύλια ημερησίως, για να φθάνουν πιθανώς μερικά δισεκατομμύρια το χρόνο[viii].

Για να λύσουν το πρόβλημα συσσώρευσης των τεραστίων ποσοτήτων αποβλήτων, η πόλη είχε εφεύρει μια σημαντική διαδικασία ανακύκλωσης: χρησιμοποιούσαν ποσότητες αποβλήτων ως συνδετικό υλικό αναμεμειγμένες με άλλα υλικά όπως το λεπτό χαλίκι, για την κατασκευή των οχυρώσεων. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα ανακύκλωσης πριν αυτό γίνει αναγκαιότητα στις σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες. Η τείχιση του Ποσειδίου, αναδεικνύει την ακμή της πόλης και του βασικού της προϊόντος, του οποίου η αίγλη ξεπερνά τα όρια του Αιγαίου (εικ.4). Ήταν τέτοια η επιτυχία της ερμιονικής πορφύρας, που εντοπίζεται στα βασιλικά ανάκτορα των Περσών, στα Σούσα, από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 36).

Η μαρτυρία αυτή σηματοδοτεί, κατά περίεργο τρόπο, την αρχή της παρακμής για το Ποσείδιο και τα επιτόπια εργαστήρια πορφύρας. Οι κατακτήσεις των Μακεδόνων έφεραν έντονες οικονομικές ανακατατάξεις στην ηπειρωτική Ελλάδα και παρατηρείται εγκατάλειψη πολλών κέντρων της ευρύτερης Ερμιονίδας, όπως οι Αλιείς το 280 π.Χ. Επιπλέον πλήγμα για την περιοχή υπήρξε η στρατιωτικοποίηση του Ποσειδίου από τους Διαδόχους και η τελική μετακίνηση των κατοίκων προς τις παρυφές του λόφου Πρώνα[ix]. Η δύσκολη εκείνη περίοδος με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Διαδόχων και την επικράτηση της Ρώμης στην περιοχή, φαίνεται να μείωσαν αισθητά την παραγωγή της πορφύρας και να οδήγησαν την Ερμιόνη στην νέα μετοίκηση που της δίνει τη σημερινή της όψη. Το Μπίστι θα μείνει ακατοίκητο έκτοτε και μόνο πρόσφατα, τον 20ο αιώνα θα μετατραπεί στο αγαπημένο άλσος της πόλης (εικ. 5).

Συμπερασματικά, η διαμόρφωση του αρχαίου Ποσειδίου, καρδιά της πόλης - κράτους Ερμιόνη, από τον 6ο αι. π.Χ. μέχρι και την επίσκεψη του Παυσανία το 166 μ.Χ., αποτελεί παράδειγμα των πολύπλοκων συνθηκών της εξέλιξης μιας πόλης της αρχαιότητας. Η διαχείριση των φυσικών πόρων (πορφύρα – νερό), οι κοινωνικές διεργασίες (ναός – τείχη) σε συνδυασμό με τις υπερτοπικές και διεθνείς εξελίξεις οδήγησαν την Ερμιόνη στη σημερινή της μορφή, αφού όμως το «δώρο του Ποσειδώνα», το ακρωτήρι δηλαδή και τα πορφυρεία, του γνώρισαν τον κύκλο ακμής και παρακμής όπως κάθε σύνθετο κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο της αρχαιότητας.

Το άλσος Μπίστι και ο λόφος Πρων, συνεχίζουν να κρύβουν ακόμη στα σπλάχνα τους πολλά τεκμήρια για το παρελθόν της πόλης. Οι αρχαιολογικές έρευνες της τελευταίας δεκαετίας, όσες ολοκληρώθηκαν και όσες συνεχίζονται από τη Δ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας, τη Σουηδική Αρχαιολογική Σχολή και άλλους φορείς, ανέδειξαν τη γενικότερη εικόνα της. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ιδιαίτερα η προσπάθεια που έχει γίνει από τους δημόσιους φορείς, για να προστατευθεί το άλσος και να διατηρηθούν οι διάφορες περιπατητικές διαδρομές, οι οποίες φέρνουν τον επισκέπτη πιο κοντά το φυσικό κάλλος της περιοχής και στον ιστορικό πλούτο της Ερμιόνης.

Για όλα αυτά, σύμφωνα με τον Παυσανία, ”διάφορα θα μπορούσε κανείς να γράψει” (Περιήγησις Β΄, 34, 11).

ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ομήρου, Ιλιάς (Ραψωδία Β΄).

Ηροδότου, Ιστορίαι (Βιβλίο Θ - Ουρανία).

Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι (Αλέξανδρος).

Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις (Κορινθιακά Β΄).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.   Gerding Henrik. The topography of Hermione - A preliminary outline. Opuscula, Annual of the Swedish Institute at Athens and Rome (OpAthRom) 14, Stockholm 2021,σ. 77-99.

2.   Gratton Karine. Production et échange de la pourpre au Proche-Orient aux époques grecque et romaine. Topoi - Orient-Occident, Supplément 8, 2007. Productions et échanges dans la Syrie grecque et romaine (Actes du colloque de Tours, juin 2003), σ. 151-172.

3.   Klingborg Patrik. The cisterns of the Bisti promontory at Hermione - With a preliminary description of the Roman aqueduct. Opuscula, Annual of the Swedish Institute at Athens and Rome (OpAthRom) 14, Stockholm 2021, σ.135-155)

4.   Papadimitriou Alkistis.  An ancient cityscape and its people - A study of ancient Hermione. Introductory remarks on historical sources and visible remains, archaeological research and prospects. Opuscula, Annual of the Swedish Institute at Athens and Rome (OpAthRom) 14, Stockholm 2021, σ.65-76.

5.   Πρωτοπαπάς Σταύρος & Γκάτσος Βασίλης. Η περίφημη αρχαία πορφύρα της Ερμιόνης και η τεχνολογία της.«Αρχαιολογία Τέχνες», τεύχος 89, 2003, σ.87-92.

Ο κ. Ηλίας Η. Κόνδης είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. και κάτοχος μεταπτυχιακού στην Αρχαιολογία.



[i]Papadimitriou 2021,σ.72-74.

[ii]Gerding 2021, σ.78.

[iii]Papadimitriou 2021, Gerding 2021.

[iv]Klingborg 2021, σ.150.

[v]Klingborg 2021.

[vi]Πρωτοπαπάς & Γκάτσος 2003, σ. 87-88.

[vii]Gratton 2007, σ.151-152.

[viii]Πρωτοπαπάς & Γκάτσος 2003, σ.91.

[ix]Gerding 2021, σ.93-94.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου