Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Σαν σήμερα πριν απο 179 χρόνια - το 1841 - έγινε η πρώτη παράσταση του Καραγκιόζη!

 


 Παραθέτουμε το σχετικό κείμενο από το βιβλίο του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη & Τζένης Δ. Ντεστάκου -> 31 και 1 Παραδοσιακά Παιχνίδια της Ερμιόνης.

 Μια φοβερή περιγραφή και αφήγηση  με εικόνες και παραστάσεις  του  Θεάτρου Σκιών στην Ερμιόνη από επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες, αλλά εξίσου σημαντικούς ταλαντούχους ντόπιους ερασιτέχνες…  

Μορφές του Θεάτρου Σκιών -> Έργο από ψηφιδωτό του αείμνηστου καλλιτέχνη Κώστα Γκάτσου.  

– > Βρίσκεται σε συλλογή ιδιώτη…

Θύμισες νοσταλγικές εκείνων των ανέμελων χρόνων, που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…  

Σ.Δ.

==========================================================================================================================================================================

Καραγκιόζια (τα)

«…και καλησπέρα πέρα ως πέρα, ωσότου σηκωθήκαν τα μελτέμια της μελένιας εφηβείας». Χρήστος Μπουλώτης

==========================================

«Απόψε το βράδυ στις 8 η ώρα θα παίξουμε Καραγκιόζια στου Μπούλη του παπά το σπίτι! Δυο δεκάρες το εισιτήριο! Ο Μεγα-Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι!» Λακωνικά, με σαφήνεια, πειστικότητα και ζωντάνια διαφήμιζε το παιδί/ντελάλης στη γειτονιά την παράσταση που αφορούσε μικρούς αλλά και μεγάλους. Η αμοιβή του δελεαστική, δωρεάν η είσοδος για την παρακολούθησή της! Πολλές φορές, μάλιστα, για να μαζευτεί περισσότερος κόσμος, έλεγε και το όνομα του καραγκιοζοπαίχτη! − Απόψε θα παίξει «καραγκιόζια» ο Ανάργυρος Φοίβας! Ήταν, πράγματι, ο Ανάργυρος, «δεινός επαγγελματίας» της εποχής μας, με φοβερές ατάκες που προκαλούσαν άφθονο γέλιο στα παιδιά.

Γι’ αυτό, όπως και κάποιοι άλλοι, πληρώνονταν «έξτρα» για «τις υπηρεσίες τους». Έπαιρναν 1 ή 2 δραχμές και έτσι, για να καλυφθούν τα επιπλέον έξοδα της παράστασης, το εισιτήριο ήταν πιο ακριβό.

Με τα χρήματα που «έπιανε» από τις παραστάσεις η ομάδα των παιδιών που είχε την ευθύνη, αγόραζε «κόλλες καραγκιοζιού» από το μαγαζί του Αλ. Γκόγκου, για να εμπλουτίζει τη συλλογή και το υλικό της. Όσα τους έμεναν, τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Χρήματα για τις κόλλες έβρισκαν και από σίδερα, αλουμίνια και χάλκινα αντικείμενα, μαζεμένα από τις γκουλούμες των σκουπιδιών, που τα πουλούσαν στον Μιμίκο Προβελεγγάτο! Σας θυμίζει κάτι σημερινό αυτό; Κάποια παιδιά πουλούσαν, στα κρυφά, τα χαλκωματένια ταψιά και τα καζάνια των σπιτιών τους! Βέβαια, όταν οι μανάδες το παίρνανε χαμπάρι, τρέχανε, πανικόβλητες, στον Μιμίκο, να τα πάρουν πίσω! Οι κόλλες του Καραγκιόζη, καμιά εκατοστή, αν θυμάμαι καλά, ήσαν προϊόντα των εκδοτικών καταστημάτων «ΑΓΚΥΡΑ» και «ΑΣΤΗΡ». 18 Ήταν ένα δίφυλλο από λεπτό χαρτί, με τον αριθμό του, ευδιάκριτο, σε κόκκινο κύκλο, που έμοιαζε με λαδόκολλα. Είχε ζωγραφισμένες, συνήθως, τέσσερις φιγούρες «καραγκιοζιών», δύο στην πρώτη σελίδα και δύο στην τέταρτη. Στις ίδιες κόλλες βρίσκαμε και τα άλλα «εξαρτήματα» της παράστασης, την καλύβα του Καραγκιόζη, το σαράι του πασά, φίδια, σπαθιά κ.λπ. Την επομένη της παράστασης με πολλή χαρά και αγωνία και τα χρήματα καλά σφιγμένα στη φούχτα, τρέχαμε να αγοράσουμε τις κόλλες. Τις διαλέγαμε με προσοχή, γιατί αν παίρναμε κάποια από αυτές που ήδη είχαμε, ο κυρ-Αλέκος δεν μας την άλλαζε. Βλέπετε, είχε το μονοπώλιο! − Με σας θα ασχολιόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι; έλεγε. Θυμάμαι, την απογοήτευση που νιώθαμε, αν χρειαζόμαστε, άμεσα, κάποια συγκεκριμένη φιγούρα και δεν τη βρίσκαμε. − Θα τη φέρω αύριο! απαντούσε κοφτά. Έτσι μας ξεφορτωνόταν και μας καθησύχαζε. Γιατί πιθανώς να μην την έφερνε και ποτέ! Μήπως είχε εμάς, μόνο, στο μυαλό του! Στην επόμενη παραγγελία ένα πακέτο κόλλες καραγκιοζιών θα ζητούσε ο άνθρωπος! Έτσι κι αλλιώς κάποια άλλα παιδιά θα τις αγόραζαν! Εμείς, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, είχαμε μάθει το κόλπο! Επιστρατεύαμε κάποιον μικρό ή μεγάλο που ζωγράφιζε καλά, κυρίως πρόσωπα, και του ζητούσαμε να σχεδιάσει τη σχετική φιγούρα. Του λέγαμε πώς την φανταζόμαστε και όταν την τελείωνε, βάζαμε το όνομά της και όλα ήσαν υπό έλεγχο. Φτιάχνοντας Καραγκιόζια! Με τις κόλλες στα χέρια μας, άρχιζε η πολύ ενδιαφέρουσα εργασία της κατασκευής των καραγκιοζιών. Κόβαμε, πρώτα, με προσοχή, το περίγραμμα κάθε φιγούρας που απαρτιζόταν, αν ήταν άνδρας, από τέσσερα μέρη (κεφάλι και σώμα μαζί, μέση και δύο πόδια) και, αν ήταν γυναίκα, από δύο (κεφάλι και σώμα μαζί, μέση και πόδια το ίδιο). Προσέχαμε πολύ μη μας ξεφύγει το ψαλίδι και κόψουμε «του ανθρώπου» καμιά μύτη, κανένα χέρι, κάτι τέλος πάντων που εξείχε και αχρηστέψουμε τη φιγούρα. Γι’ αυτό οι βιαστικοί και ανεπιτήδειοι αποκλείονταν απ’ αυτή την εργασία ή έκοβαν τα πιο εύκολα μέρη. Στη συνέχεια κολλούσαμε τα κομμάτια της φιγούρας που κόψαμε πάνω σε χαρτόνια, με κόλλα, φτιαγμένη από αλεύρι και νερό, τη γνωστή μας αλευρόκολλα. Ύστερα ξανακόβαμε το περίγραμμα της ολοκληρωμένης πια φιγούρας με το χαρτόνι μαζί. Τα καλύτερα χαρτόνια γι’ αυτή τη δουλειά, ήταν τα χαρτόνια των μπαχαρικών. Στο σωστό πάχος και μέγεθος είχαν κολλημένες τις μικρές σακουλίτσες με τα αρωματικά καρυκεύματα και τα πουλούσαν σε όλα τα μπακάλικα της Ερμιόνης. − Καλέ, μήπως έχετε κανένα χαρτόνι, για να φτιάξουμε τα καραγκιόζια; − Ου βρε Γιάννη μου, μόλις τα ’δωσα! Πέρασε ο Γιώργος ο Πασχάλης και τα πήρε! Όταν τελειώσουν ετούτα, και μας έδειχνε τα «γεμάτα» χαρτόνια, θα σου τα φυλάξω! Άλλες φορές, πάλι, είμαστε τυχεροί και τα βρίσκαμε αμέσως. Ο Γιώργος, καλός «συνάδελφος» - καραγκιοζοπαίχτης, έβγαζε τις φιγούρες του με την αυτοσχέδια ρυθμική φράση: «Είναι ζαχτ/είναι ζουχτ/είναι ζά-χαρη/μπουζούχτ!», που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και συχνά τη χρησιμοποιούσαμε σαν «λάχνισμα».  Μια φορά πήγαμε με τον Τάκη στον κυρ-Παναγιώτη Σπετσιώτη (Σκουλιούφα), να ζητήσουμε χαρτόνια. >>>>>

Το κείμενο είναι λαχταριστή ιστορία! -> Διαβάστε το μέχρι το τέλος...

 Το μπακάλικο και σπίτι του μαζί βρισκόταν στη γωνία, κατηφορίζοντας για το Λιμάνι, μεσοτοιχία με το σπίτι που σήμερα μένει ο Σταμάτης Γάτσινος. Μας είπε ότι δεν είχε, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εμείς, ωστόσο, είχαμε εντοπίσει τρία χαρτόνια με ένα, μόνο, σακουλάκι στο καθένα. Την ώρα που απομακρύνθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού του, κοντοσταθήκαμε, ξεκολλήσαμε τα σακουλάκια με το πιπέρι, την κανέλλα και το κύμινο, τα αφήσαμε στον πάγκο και απομακρυνθήκαμε, βιαστικά, με τα χαρτόνια παραμάσχαλα. Μια άλλη φορά ο Τάκης κι εγώ, γειτονόπουλα, φίλοι και συνομήλικοι, γύρω στα 7 ή 8 τότε, πήγαμε στο σπίτι του Τάκη και «κλέψαμε» τα πολύ όμορφα καραγκιόζια που είχε φτιάξει ο Λάκης, ο μεγαλύτερός του αδελφός. Επιστρέφοντας στο σπίτι μου τα εναποθέσαμε σε μια παλιά κασέλα. Δεν προλάβαμε, ωστόσο, να τα χαρούμε για πολύ, αφού γρήγορα γίναμε αντιληπτοί. Κι ενώ ετοιμαζόμαστε να πάμε για μπάνιο, ακούω τη φωνή της κυρα-Μαλάμως, της μητέρας του Τάκη. Με έλουσε κρύος ιδρώτας! − Κατίνα, μήπως έφεραν τα παιδιά τίποτα καραγκιόζια στο σπίτι; − Να δω, Μαλάμω! Και μετά από λίγο: Ναι, εδώ είναι! − Να ’ρθω να τα πάρω καλέ, γιατί είναι του Λάκη και τα ψάχνει! Τη συνέχεια την καταλαβαίνετε! Εγώ είχα μια «καλή» νουθεσία, «με λόγια και έργα», προς αποφυγή ανάλογων μελλοντικών συμπεριφορών... Κάποια παιδιά έκαναν τη δουλειά πιο φροντισμένα. Ζωγράφιζαν το περίγραμμα της φιγούρας πάνω στο χαρτόνι, το έκοβαν και μετά, με προσοχή, κολλούσαν τη φιγούρα. Άλλα πάλι κολλούσαν μόνο ένα δάχτυλο χαρτόνι, σαν κορνίζα, περιμετρικά στη φιγούρα και κάλυπταν το κενό μέρος πίσω της μ’ ένα λεπτό διάφανο χαρτί για να την … προστατεύουν, με αποτέλεσμα, καθώς το φως έπεφτε στο πανί, να διακρίνονται καθαρά και τα χρώματα της φιγούρας! Ήταν όμως και κάποιοι που είχαν μάθει να «σκαλίζουν» τις φιγούρες αφαιρώντας τα λευκά σημεία που είχε η ζωγραφιά. Τα πιο ωραία σκαλιστά καραγκιόζια τα έφτιαχνε ο Γιώργος Παπαθανασίου! 90 Τέλος ενώναμε με σπάγκο τα κομμάτια της κάνοντας έναν κόμπο μπροστά κι έναν πίσω, όπως μας έδειχνε το σημάδι στη φιγούρα. Στα καραγκιόζια που χρησιμοποιούσαμε πιο συχνά, στερεώναμε τη συρματόβεργα στο πίσω μέρος, περίπου στη μέση της φιγούρας. Με αυτό τον τρόπο διευκολυνόταν η κίνησή της στο πανί και δεν φαινόταν η σκιά του χεριού που την …καθοδηγούσε. Παραστάσεις διοργανώναμε στις αυλές των σπιτιών. Χρειαζόταν μια μεγάλη, σχετικά, αυλή που διέθετε, απαραίτητα, αποθήκη. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, το δίωρο 8 με 10 τα βράδια του καλοκαιριού, οι νοικοκυραίοι μάς έδιναν τον λόγο τους πως δεν θα χρησιμοποιούσαν την αποθήκη, ό,τι κι αν συνέβαινε και δεν θα μας ενοχλούσαν καθόλου, περιμένοντας, υπομονετικά, το …φινάλε. Δυο τρεις ώρες πριν από την έναρξη της παράστασης, τοποθετούσαμε, με μεγάλη τάξη, «τα καραγκιόζια» που θα χρησιμοποιούσαμε στο εσωτερικό της αποθήκης. Στην πόρτα της τεντώναμε καλά ένα λευκό σεντόνι. Στην αριστερή του πλευρά στερεώναμε με καρφίτσες το σπίτι του Καραγκιόζη, «την καλύβα του», ενώ στη δεξιά πλευρά βάζαμε το «σαράι» του Πασά και η σκηνή, ο μπερντές, όπως λέγεται, ήταν έτοιμη. Στην αυλή τακτοποιούσαμε τα καθίσματα, όλα τα σκαμνάκια του σπιτιού ή καλύτερα όλα τα σκαμνάκια της γειτονιάς, περιμετρικά στη «σκηνή», ώστε όλα τα παιδιά – θεατές να βλέπουν. Αν είχαμε «πολύ κόσμο» και τα σκαμνάκια δεν έφταναν, στερεώναμε μακριές σανίδες πάνω σε δύο σταθερές πέτρες κι εκεί κάθονταν τα παιδιά. Κάποιες φορές αυτές οι σανίδες έσπαζαν από το βάρος και τότε μεγάληαναταραχή επικρατούσε. Αυτό σήμαινε προσωρινή ή και οριστική διακοπή της παράστασης. Αν η διακοπή ήταν οριστική, ξεκινούσε η συζήτηση για την επιστροφή ή όχι των χρημάτων. Η συζήτηση, όμως, κατέληγε, σχεδόν πάντα, σε τσακωμό με άσχημα ξεμπερδέματα, ιδιαίτερα μάλιστα, αν οι γνώμες των μεγάλων που έμπαιναν στη μέση για να λύσουν τη διαφορά, ήταν διχασμένες. Υπήρχαν παιδιά που πραγματικά δεν είχαν χρήματα, για να πληρώσουν το εισιτήριο της παράστασης. Αυτά, συνήθως, έμπαιναν «δωρεάν». Υπήρχαν όμως και κάποια που νόμιζαν ότι μπορούσαν να ξεφύγουν και να μπουν «τζάμπα». Για να το επιτύχουν, επινοούσαν τις δικές τους «πατέντες» και σκαρφίζονταν διάφορες πονηρίες με το πολυμήχανο παιδικό τους μυαλό. Τις περισσότερες φορές γίνονταν αντιληπτοί και παρά τις δικαιολογίες τους δεν το κατόρθωναν, εισπράττοντας την απάντηση «ο τζαμπατζής πέθανε!» Η παράσταση αρχίζει! Η μαγεία της σκιάς και η δύναμη του λόγου καθήλωνε τα παιδιά. Στην αρχή, πάντα, όποιο κι αν ήταν το έργο, σύμφωνα με την ερμιονίτικη παιδική εκδοχή, εμφανίζονταν πέντε – έξι βασικές φιγούρες «του Θεάτρου Σκιών». Ο Καραγκιόζης, ο Καμπουρομακρυχέρης, με το χέρι το «σπασμένο» σε τρία ή τέσσερα μέρη. Το μεγάλο χέρι του ξεκινούσε από τον καμπουριασμένο ώμο του και κατέληγε, σχεδόν, στα πόδια του. Ήταν τόσο μακρύ και τόσο ευκίνητο, γιατί ο Καραγκιόζης πρέπει να δίνει σφαλιάρες με ευκολία και να φυλάγεται από αυτές που τρώει. Ο μπαρμπα-Γιώργος έβγαινε με τα τραγούδια «Μια βλάχα μια παλιόβλαχα», «Διαμάντω», «Σαν πας Μαλάμω για νερό» και με τη χαρακτηριστική φράση «λουμπουδιέτ» που θα πει «λωποδύτη». Ο Βελιγκέκας ή (Ντε)Δερβέναγας, ορκισμένος εχθρός του Μπαρμπαγιώργου, εμφανιζόταν με την ατάκα «Πο για το μπεζεβέν».  Ήταν γεροδεμένος, σκληρός, με τυραννική συμπεριφορά, άγρυπνος φρουρός του Πασά. Ο Χα(ν)τζηαβάτης, επιστήθιος φίλος του Καραγκιόζη -Χατζατζάρη τον έλεγε καθώς δεν μπορούσε να αρθρώσει το όνομά του, ο μάγκας Σταύρακας, ο σινιόρ Διονύσιος ο Ζακυνθινός, ξεπεσμένος αριστοκράτης και ο Ομορφονιός με τη μεγάλη μύτη. Πολύ μου άρεσαν τα λόγια που έλεγε, καθώς έβγαινε ο Ομορφονιός και ακόμα τα θυμάμαι: − Εγώ είμαι ο Μορφονιός/της μάνας το καμάρι, όλες οι νιες τρελαίνονται/ποια πρώτη θα με πάρει! Και κατέληγε: − Ουίντσ-ουίντσ, τριαλαριλαλό! Υπήρχαν και δευτερεύουσες, θα λέγαμε, φιγούρες, όπως ήταν το Κολλητήρι, ο Εβραίος, η Αγλαΐα, γυναίκα του Καραγκιόζη κ.α. Ωστόσο, την απόλυτη γοητεία στις ψυχές των παιδιών ασκούσαν οι φιγούρες των ηρώων της Επανάστασης, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Κατσαντώνη, του Αθανασίου Διάκου και των παλληκαριών του, καπεταν-Απέθαντου, καπεταν-Αθάνατου και καπεταν-Τρομάρα! Μάλιστα οι φιγούρες των τριών τελευταίων ήταν πελώριες και έπιαναν ολόκληρη τη μπροστινή σελίδα της «κόλλας», δείχνοντας με τον τρόπο αυτό και την …τιτάνια δύναμή τους! Το πρώτο μέρος της παράστασης, κάτι σαν τα «επίκαιρα» ή τα «προσεχώς» στον κινηματογράφο, στο οποίο αναφερθήκαμε, προηγείτο του κύριου έργου και δημιουργούσε στα παιδιά εύθυμη διάθεση αλλά και ανυπομονησία, για αυτά που θα επακολουθούσαν. Τα πιο προσφιλή έργα των παιδιών ήσαν «τα ιστορικά», με θέματα από την επανάσταση του 1821. Τότε «η πλατεία» γέμιζε από θεατές. Ιδιαίτερα στο έργο «Αθανάσιος Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας» επικρατούσε το αδιαχώρητο! Την ώρα, μάλιστα, που ο καραγκιοζοπαίχτης «σούβλιζε» τον Διάκο, Ακόμα και σήμερα υπάρχει η έκφραση «Ωχ! Ο Βελιγκέκας! για κάποιον που είναι τραχύς και βίαιος, καθώς και η έκφραση «Δεν θα σε βάλω Ντερβέναγα!» για κάποιον που επιδιώκει να ασκεί απόλυτη εξουσία. 93 θυμάμαι τη συγκίνηση των παιδιών να κορυφώνεται, να επικρατεί «άκρα ησυχία» και όλα να έχουν καρφωμένα τα μάτια τους «πάνω στη σκηνή», ενώ ο …ετοιμοθάνατος Διάκος, δήλωνε θαρρετά: − Εγώ δραικός -έτσι είχαμε «καταγράψει» τη λέξη γραικός- γεννήθηκα, δραικός θε να παθαίνω! Άλλα γνωστά έργα που παίζαμε ήταν «Ο Καραγκιόζης φούρναρης», «Ο Καραγκιόζης μάγειρας», «Ο Καραγκιόζης δάσκαλος ή γραμματικός», «Ο Καραγκιόζης νύφη, γαμπρός, λόρδος, δήμαρχος, γιατρός, πλοίαρχος, μπόγιας, τυφλός» και πολλά άλλα. Η υπόθεση των έργων του Καραγκιόζη κυκλοφορούσε σε μικρά δεκαοκτασέλιδα βιβλιαράκια, αριθμημένα, με έγχρωμο εξώφυλλο, όμοια με εκείνα που περιείχαν τις ιστορίες και τα κατορθώματα του «Γκαούρ[1]Ταρζάν» ή του «Μικρού Ήρωα». Κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις Σπ. Δάρεμα ή Α. Ρέκου σε κείμενα, κυρίως, του Νίκου Ρούτσου. Τα αγοράζαμε κι αυτά από τον «κυρ» Αλέκο Γκόγκο, τα διαβάζαμε, μαθαίναμε απ’ έξω «την πλοκή» του έργου και αφού βρίσκαμε τους …πρωταγωνιστές της παράστασης, δηλαδή, τις φιγούρες των καραγκιοζιών που θα χρησιμοποιούσαμε το βράδυ, είμαστε καθ’ όλα έτοιμοι. Στο τέλος του Αυγούστου το ενδιαφέρον των παιδιών για τα καραγκιόζια υποχωρούσε και άλλα παιχνίδια, συνδυασμένα και με την επικαιρότητα της ζωής στην Ερμιόνη (πλύσιμο βαρελιών, τρύγο, κ.λπ.), έπαιρναν τη θέση τους.  Φανατικός αναγνώστης του «Μικρού Ήρωα» ήταν ο φίλος μου και συνομήλικος μου Γιάννης Γκολεμάς, που είχε τότε ολόκληρη τη συλλογή. Με το που ερχόταν στην Ερμιόνη, κάθε Παρασκευή αν θυμάμαι καλά, το καινούργιο τεύχος με νέο επεισόδιο, έτρεχε, πρώτος, να το αγοράσει. «Καραγκιόζη» έβλεπαν και οι μεγάλοι. Όχι, βέβαια, τις παιδικές παραστάσεις. Έρχονταν επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες, έστηναν τη σκηνή τους στο περιώνυμο Καφενείο του Γιάννη Οικονόμου, «στο Τροκαντερό»  κι εκεί έδιναν παραστάσεις που τις παρακολουθούσε αρκετός κόσμος. Μάλιστα «πολλά λόγια» και ατάκες του καραγκιοζοπαίχτη κυκλοφορούσαν την επομένη σε ολόκληρη την Ερμιόνη, ως αστεία. Ο πιο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης στα χρόνια μας ήταν ο ΑΒΡΑΑΜ που ερχόταν στην Ερμιόνη επί σειρά ετών, κυρίως στο τέλος του φθινοπώρου και έφευγε στις αρχές της άνοιξης. Του άρεσε να ξεχειμωνιάζει στην πόλη μας, γιατί είχε ζεστό κλίμα. Η τεράστια φιγούρα του Καραγκιόζη, που δέσποζε αρχικά στον ανατολικό τοίχο στο Τροκαντερό, ήταν δημιούργημα του αείμνηστου ταλαντούχου συμπολίτη μας Κώστα Αδρ. Γκάτσου, εμπνευσμένο από τις προσωπικές του μνήμες… Αφαιρέθηκε με μεγάλη προσοχή από τη Μαρία Γκάτσου, η οποία στη συνέχεια το δώρισε στο Μουσείο Παιχνιδιών Ερμιόνης. Πρόκειται για τον Αβραάμ Αντωνάκο (1921 - 1998), έναν από τους μεγαλύτερους καραγκιοζοπαίχτες μας με καταγωγή από τη Μ. Ασία, που για 40, περίπου, χρόνια περιόδευε στην Ελλάδα και την Ευρώπη φθάνοντας ως την Αμερική και την Αυστραλία, κάνοντας παντού γνωστό το «Θέατρο Σκιών». Τον θυμάμαι ψηλόλιγνο, μελαχρινό, λεβένταρο! Με μακριές παχιές φαβορίτες και χαρακτηριστικό μουστάκι – ποντικοουρά! Με ρεμπούμπλικο και πράσινο σακάκι με μαντήλι στο τσεπάκι! Καλοσιδερωμένο παντελόνι ριγωτό και λουστρινάτο παπούτσι, μυτερό, πάντα καλογυαλισμένο. Με μακρυμάνικο πουκάμισο λευκό, σκούρο γιλέκο με ρολόι - αλυσίδα κι ένα σατινένιο (!) μαύρο φιόγκο – παπιγιόν. Στα μεγάλα μάτια του καθρεφτιζόταν η αγάπη για τις φιγούρες, που στα χέρια του έπαιρναν ζωή! Οι κουβέντες του μακρόσυρτες και σταράτες, με τονισμό στο σίγμα σαν έκανε το μπάρμπα-Γιώργο. Κι ύστερα, με εντυπωσιακή ευκολία, η φωνή του άλλαζε στο λεπτό, τόσες φορές όσες κι οι πρωταγωνιστές του κι εμείς, με αφέλεια παιδική, αναζητούσαμε, μάταια, στο μπερντέ τους άλλους, τους …κρυμμένους! Μεγαλώνοντας ανακαλύψαμε το …μυστικό, καθώς οι «τυχεροί» γινόμαστε βοηθοί του και ταυτίσαμε τον Καραγκιόζη με τη φωνή του Αβραάμ! Οι Ερμιονίτες μάθαιναν την άφιξή του από τους ντελάληδες αλλά και από τις χειροποίητες ζωγραφιστές «ταμπέλες», που έστηνε στο Λιμάνι και στα Μαντράκια, όπου δέσποζε η επιγραφή «…ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ…». Οι φιγούρες που χρησιμοποιούσε ο ΑΒΡΑΑΜ ήταν πανέμορφες, ζωγραφισμένες πάνω σε δέρμα ή σε χοντρό χαρτόνι ή ξυλόγλυπτες (ξυλογραφίες), έργα όλα, δικά του, που έφεραν κάτω δεξιά την υπογραφή του.24 24 «Ήταν άριστος λαϊκός ζωγράφος με ανεπανάληπτη προσφορά στα εικαστικά του Καραγκιόζη! Με μια μοναδική προσωπική γραμμή και αισθητική χρωμάτων επηρέασε πάρα 96 Εκτός από πρόγραμμα Καραγκιόζη, έκανε και τον ταχυδακτυλουργό, με το ψευδώνυμο Mr Adams. Τον θυμάμαι στο Καφενείο που περνούσε τα πρωινά του, παρέα με τον θείο μου Ανδρέα Βρεττό και τον μπαρμπα-Κώστα Κουβαρά, μακαρίτες κι οι δυο σήμερα, να προκαλεί δυνατά γέλια με τα αστεία του και να εκπλήσσει με τα «μαγικά» του, ενώ εκείνοι, μάταια, προσπαθούσαν να λύσουν το …μυστήριο! Ήταν και οι δυο τους φανατικοί καραγκιοζόφιλοι και καθημερινά θαμώνες των παραστάσεων που έδινε ο Αβραάμ. Αυτοί που έγραψαν …ιστορία! Ο δάσκαλος Μιχαήλ Παπαβασιλείου στο βιβλίο του «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης αναφέρει κάποιον καραγκιοζοπαίχτη ονόματι Περικλέτο, που έδινε παραστάσεις στην Ερμιόνη τις δύο πρώτες 10/ετίες του περασμένου αιώνα. Μας λέει μάλιστα πως η πρεμιέρα που έγινε με το πασίγνωστο έργο «Ο Μέγα[1]Αλέξανδρος και ο καταραμένος όφις» γοήτευσε μικρούς και μεγάλους. Ο Περικλέτος είχε μια ιδιόρρυθμη, χαρακτηριστική φωνή, που εύκολα την άλλαζε μιμούμενος τις φωνές των «καραγκιοζιών». Λίγο πριν από το 1940 στην Ερμιόνη ερχόταν ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου Σπαθάρη. Όπως μας είχε πει ο άλλος μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης της εποχής μας Χαρίδημος, τον Σωτήρη Σπαθάρη τον έλεγαν Προφήτη Ηλία, γιατί δεν είχε ποτέ δικό του στέκι και έπαιζε γυρίζοντας από τόπο σε τόπο. Στην Ερμιόνη ο Σωτήρης έστηνε τη σκηνή του, όπως και ο Αβραάμ, στο περιώνυμο καφενείο του «Τροκαντερού». Εκεί μαζευόντουσαν και τα παιδιά που έφερναν από το σπίτι τους σκαμνάκια, ενώ οι μεγαλύτεροι κάθονταν στις καρέκλες του καφενείου. Τα πρώτα χρόνια, λόγω έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος, η σκηνή φωτιζόταν με μια λάμπα ασετιλίνης και οι φιγούρες φαίνονταν ολοκάθαρες. Στην έναρξη της παράστασης έβγαινε ο Καραγκιόζης, που καλωσορίζοντας τους θεατές από το κέντρο της σκηνής έλεγε: πολλούς σύγχρονους καραγκιοζοπαίκτες στον τομέα της κατασκευής φιγούρας», σύμφωνα με την άποψη του καραγκιοζοπαίκτη Γιάννη Χατζή (Περιοδικό «Ο Καραγκιόζης», τεύχος 11, Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών, 1998). «Αξιότιμοι Κυρίες και Κύριοι, Καλησπέρα σας πέρα για πέρα!» Και συνέχιζε σηκώνοντας το μακρύ του χέρι: «Από εδώ μέχρις εδώ!», κάνοντας ταυτόχρονα βήματα μπρος-πίσω και επανερχόμενος στο σημείο από το οποίο είχε ξεκινήσει: «Σήμερα θα παρακολουθήσετε το υπέροχο έργο η αφεντομουτσουνάρα μου φούρναρης», αλλάζοντας κάθε φορά τα λόγια ανάλογα με την παράσταση της ημέρας. «Αλήθεια σας λέω και αν σας λέω ψέματα κακιά μπόμπα να πέσει να με κάψει. Η μπόμπα να είναι από φελό (μερικοί τον έλεγαν θελό) κι εγώ από πίσω το βουνό… αχ τι καιρό εδιάλεξε ο διάλος να με πάρει τώρα π’ ανθίζει η θάλασσα και βόσκουν τα γαϊδούρια!» Επίσης, καθώς μας πληροφόρησε ο αείμνηστος Μάκης Νάκος, «η μανία του Σωτήρη ήταν να κατηγοριοποιεί τις πορδιές και να βάζει λόγια στο στόμα του Καραγκιόζη», ενώ μικροί και μεγάλοι ξελιγώνονταν στα γέλια. «Έχουμε, έλεγε, πολλά είδη πορδιών. Τα πιο γνωστά είδη είναι: Οι βουβές, οι ονομαζόμενες και φέντες. Οι αριστοκρατικές, όπου ακούγονται με όλο το ηχητικό τους μεγαλείο! Οι συνεχιζόμενες που μοιάζουν με ριπές πυροβόλου και οι αιμοβόρες με ήχο δυνατό αλλά κοφτό σα μαχαίρι». Στον Σωτήρη άρεσε ιδιαίτερα το κρασί και πριν από την παράσταση «τα έτσουζε για καλά». Μια ημέρα που έπαιζε το έργο «Η μάχη της Αλαμάνας και ο θάνατος του Αθανασίου Διάκου», ο Σωτήρης ήταν και πάλι πιωμένος. Το κατάλαβε αυτό ο μακαρίτης συμπολίτης μας Βαγγέλης Σκουρλάς, ο γεροδεμένος φορτοεκφορτωτής του λιμανιού, και φώναξε: − Βρε ο κερατάς και σήμερα που παίζει πατριωτικό έργο πάλι τα έχει κοπανίσει! Σήμερα, μέσα απ’ αυτό το παραδοσιακό «Θέατρο Σκιών», παρουσιάζονται νέες παραστάσεις με καινούρια θεματολογία. Σημαντικά πράγματα λέγονται με τους ίδιους ήρωες απολαυστικά, επίκαιρα, επιτυχημένα. Οι παραδοσιακές συνταγές, στα χέρια σωστών μαστόρων με σύγχρονα καλά υλικά, κάνουν θαύματα. Με αυτόν τον τρόπο «ο Καραγκιόζης παραμένει ζωντανός, ανανεωμένος, σύντροφος καλός για πολύ ακόμα». Τα παιδιά συνεχίζουν να τον παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον. Ωστόσο δεν φτιάχνουν πια φιγούρες, ούτε «παίζουν» καραγκιόζη με τους φίλους τους. Και αυτή είναι η διαφορά… Σήμερα στη «Γωνιά του Καραγκιόζη» του Μουσείου Παιχνιδιών Ερμιόνης εκτίθενται η σκηνή, η ταμπέλα, φιγούρες καθώς και εργαλεία της τέχνης δωρεά του διακεκριμένου καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου.

Σημειώσεις

17 Στην Ελλάδα, η πρώτη παράσταση Καραγκιόζη καταγράφεται από τον περιηγητή Χομπχάουζ το 1809 στην περιοχή των Ιωαννίνων από Τσιγγάνους ή Εβραίους στην τουρκική γλώσσα. Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον Καραγκιόζη στον ελληνικό χώρο έχουμε στις 18 Αυγούστου 1841, όταν η αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» αναγγέλλει: «Την 21 του παρόντος, θα παρουσιαστεί εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζη – Αββάτην και Κουσζούκ – Μεϊμέτην».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου