Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Κυκλάδες αρχές Οκτωβρίου 2003



Αληθινές  ιστορίες, της θάλασσας και της στεριάς - συνέχεια...

Αυτό το Φθινόπωρο μας ήρθε πολύ νωρίς  με τις ασυνήθιστες  βροχές, κυρίως για τη νότια Ελλάδα και τα νησιά των Κυκλάδων. Αλλά δεν πιστεύω δεν θα κάνει το μικρό καλοκαιράκι. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό του εύκρατου Μεσογειακού κλίματος  και ειδικά, των νότιων περιοχών της Ελλάδας. 


Αυτές τις σκέψεις έκανα όταν μετά το ψάρεμα στα Κυκλαδονήσια  γιαλόσαμε στη νότια αμμουδερή παραλία  της Μυκόνου στη θέση «Ορνός», να τακτοποιήσουμε  τα αλιευτικά μας εργαλεία και να ξεκουραστούμε. Ο «Τσικνιάς», αυτό το κακοτράχαλο βουνό της ανατολικής Τήνου ήταν καπλαντισμένος από γκριζόμαυρα σύννεφα και η τραμουντάνα προς το τέλος του Σεπτέμβρη αρχές Οκτώβρη, στο φόρτε της. (Έτσι λέγονται οι βοριάδες το χειμώνα και μελτέμια το καλοκαίρι στη γλώσσα μας) Το μπουγάζια γύρω – γύρω Μυκόνου – Ικαρίας, Νάξου – Πάρου, Δήλου – Τήνου- Σύρου μελανιασμένα και στον ήλιο που μπαινόβγαινε στα σύννεφα, σαν πρόβατα φαινόντουσαν να περπατούν τα αφρισμένα κύματα. Μισό και πλέον αιώνα στη θάλασσα από πολύ μικρό παιδί και το μυαλό μου θολώνει, η ματιά μου γίνεται υγρή και η καρδία μου πιστεύω δε θα αντέξει και θα σπάσει σα συλλογιέμαι τα παλιά, πότε εδώ και πότε εκεί, στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Πόσες θύμισες και πόσες νοσταλγίες, γλυκές, πικρές, αλλά τελικά μελαγχολικές, γιατί στο πέρασμα του χρόνου πολλά άλλαξαν, τα περισσότερα αρνητικά...

Στο γιαλό...
Σα γιαλόσαμε,   φουντάραμε, (αγκυροβολίσαμε) προσδένοντας  στη στεριά. Στη μεγάλη αμμουδερή παραλία που χιλιάδες ανθρώπους φιλοξενεί το καλοκαίρι απ’ όλες τις  φυλές της γης, επικρατούσε ερημιά και γαλήνη. –Ευτυχώς λέω στον αδερφό μου θα ησυχάσουμε λίγο... Όμως, δεν πρόλαβα να τελειώσω το λόγο μου και μια παρέα από αντρόγυνο και δυο μικρά παιδιά, ακολουθώντας την παραλία κατευθυνόντουσαν προς το μέρος που είχαμε αγκυροβολήσει το τρεχαντήρι μας.  Και ακριβώς στην πλώρη του σταμάτησαν. Άνοιξαν τις ξαπλώστρες τους και ακούμπησαν τα πράγματά τους στη ψιλή άμμο. Τα δυό μικρά παιδιά, δύο πανέμορφα ξανθιά γαλανομάτικα αγοράκια, πήραν τα κουβαδάκια τους και τ’ άλλα παιχνιδάκια τους, φορώντας το μαγιό τους πλατσουρίζανε στη θάλασσα και με τα κουβαδάκια τους μαζεύανε άμμο, την έκαναν σωρό και στη συνέχεια, έφτιαχνα διάφορα κτίσματα.  Η γυναίκα, μια ωραία ξανθομαλλούσα με επίσης γαλανά μάτια, με ένα καλοφτιαγμένο κορμί και λευκή επιδερμίδα, - απ’ τα καλά σκαριά όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι άνθρωποι της θάλασσας, φαινόταν πολύ εύκολα από την όλη παρουσία της πως ήταν ξένη. Έβγαλε το μπλουζάκι της και τη φούστα της, πέταξε με  μια ιδιαίτερη χάρη το περιττό...  στηθόδεσμό της από το μπικίνι της και ξάπλωσε στην ξαπλώστρα της με μεγάλη ικανοποίηση, για να απολαύσει τον κυκλαδίτικο ήλιο, που ήταν ότι έπρεπε για μια αβλαβή ηλιοθεραπεία για τη λευκή επιδερμίδα της. Ο άντρας, άλλαξε κι’ αυτός φορώντας το μαγιό του, ξάπλωσε στη δική του ξαπλώστρα, ανοίγοντας το μικρό ραδιοφωνάκι του, ενώ η γυναίκα άρχιζε να διαβάζει ένα βιβλίο. Τα παιδιά συνέχιζαν απορροφημένα τις δημιουργίες τους, με υλικά, μόνο την άμμο...

Αγναντεύοντας το πέλαγο – η συνάντηση.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στη μοναδική συντροφιά που είχαμε στην άλλοτε κοσμοπολίτική παραλία του «Ορνό» γυρίζοντας τα μάτια μου προς το μπουγάζι Ικαρίας – Μυκόνου συγκεκριμένα στις βραχονησίδες «Χταπόδια» βλέπω ένα σκάφος που λόγω της απόστασης δε μπορούσα να διακρίνω το σκαρί του, θαλασσοδερνόταν με τα κύματα με κατεύθυνση τη θέση που είχαμε εμείς  αγκυροβολήσει.  Η οικογένεια στη στεριά - γιατί τελικά αυτό ήταν- συνέχιζε ο καθένας χωριστά να απολαμβάνει τον ήλιο, την αμμουδερή παραλία και εκείνο το ιδιαίτερο με τα χίλια χρώματα και αρώματα των κυκλαδονήσων, με το μοναδικό βαθυγάλανο της Αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας, που χιλιάδες ανθρώπους έχει μαγέψει και άλλες τόσες ιστορίες έχουν   γραφτεί στο πέρασμα των χρόνων. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του δημοσιογράφου εκφωνητή  να λέει τις ειδήσεις από το ραδιοφωνάκι που είχε ανοιγμένο ο άντρας που ήταν ξαπλωμένος στην ξαπλώστρα του στην παραλία. Στη συνέχεια, ακούστηκε ο δημοσιογράφος Κώστας Κούγιας να ενημερώνει τους ακροατές για την κίνηση των μετοχών στο χρηματιστήριο. – «Κυρίες και κύριοι οι μετοχές στη Σοφοκλέους σε ελεύθερη πτώση. Το ίδιο και στα διεθνή χρηματιστήρια. Οι ειδικόι συνιστούν ψυχραιμία» Ο άντρας που αναπαυόταν στην ξαπλώστρα ανασηκώθηκε, έβγαλε έναν αναστεναγμό και γύρισε   κοιτώντας τη γυναίκα του που έδειχνε να συνεχίζει να διαβάζει, λέγοντάς της. «Το άκουσες  Μαρί. Είναι γραφτό μας να μην πάμε και εφέτος ση Στοκχόλμη να δεις τους γονείς σου και τα παιδιά  τον παππού και τη γιαγιά». Η γυναίκα δεν απάντησε, συνέχιζε να διαβάζει. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε...  Όμως  ποιος να ήξερε τι φουρτουνιασμένα κύματα κτυπούσαν τη ψυχή της.... 
Εν τω μεταξύ, το σκάφος από του μπουγάζι της Ικαρίας ζύγωσε κοντά σε εμάς και μπορούσα να διακρίνω  καλά τις λεπτομέρειες. Ήταν ένα τρεχαντήρι που το είχαμε συναντήσει πολλές φορές στις Κυκλάδες. Το όνομά του ήταν «ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ» Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας παλιός μου  φίλος  ο καπετάν Σκεύος. Ήταν πολύ πιο μικρός από εμένα και όταν πρωτογνωριστήκαμε σε ηλικία 12 ετών αυτός , ήταν πρωτόμπαρκος   στου θείου του το σφουγγαράδικο από την Κάλυμνο. Η θάλασσα τότε ήταν στα πλούτη της, είχε πολλά σφουγγάρια και ψάρια και απ’ όλα τα καλά. Τώρα τα πρώτα έχουν «πεθάνει» εντελώς!  Μαζί με αυτά και τα σφουγγαράδικα και οι βουτηχτές έχουν αλλάξει επάγγελμα.  Αυτή η δουλειά για τους Καλύμνιους και τους Σημειακούς κυρίως δεν ήταν μόνο επάγγελμα, ήταν κάτι παραπάνω.-  Ήταν θρησκεία. Ατέλειωτες συγκινητικές ιστορίες έχουν ακούσει τ’ αυτιά μου με τον ψυχικό δεσμό που είχαν αυτοί οι άνθρωποι με το βυθό της θάλασσας, τα παθήματά τους, τους πνιγμούς και άλλα πολλά. Και καθώς ο «ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ» ζύγωσε πολύ κοντά μας γνώρισε και ο καπετάν  Σκεύος το δικό μας καΐκι και ήρθε και πλεύρισε δίπλα μας. Άρχισαν οι χαρές, τα χαμόγελα, τα ανταμώματα, γιατί και το πλήρωμά του ήσαν όλοι γνωστοί.  Ο Σκεύος, αυτό το κοκαλιάρικο μουτσάκι ( ναυτάκι) που είχα γνωρίσει παλιά πριν πολλά χρόνια, τώρα είχε γίνει ένας λεβέντης άντρας, ψηλός – λιγνός, με μαύρα σγουρά μαλλιά και ο κλασικός τύπος του γυναικά, γι’ αυτό και οι γυναίκες στις Κυκλάδες ξένες και ντόπιες δεν το άφηναν ήσυχο. Μα σαν τέλειωσαν τα καλωσορίσματα, κάτι ξεχώρισα μέσα από τα μάτια του καπ. Σκεύου  ότι τον βασάνιζε και παράλληλα παρατήρησα πως στο σκάφος του δεν υπήρχαν τα αλιευτικά του εργαλεία. Ο Σκεύος χρόνια τώρα αφού η σπογγαλιεία «πέθανε», ψάρευε ξιφίες με ξιφιοπαράγαδα, αλλά και αυτό το ψάρεμα δεν πήγαινε καλά. Ένας λόγος, ήταν και οι γυναίκες... Αυτά τα δύο ψαρέματα... δεν ταυτίστηκαν ποτέ, γιατί το ένα  σε θέλει στη θάλασσα και το άλλο στη στεριά... Τον ρώτησα που είναι τα αλιευτικά σου εργαλεία. Και αυτός μου απαντά – «Μωρέ καπετάνιε κόβει  το μάτι σου». – Η δουλειά μου είναι αυτή Σκεύο του απαντώ. Φέτος κλείνω  περισσότερο από μισό αιώνα στη ψαρωσύνη. Για να δούμε το ρυθμό που τρέχουν οι εξελίξεις στη θάλασσα θα προλάβεις εσύ να τα συμπληρώσεις εάν φυσικά έχεις την υγειά σους;; -Και με εκείνη την καλύμνικη προφορά μου απαντά:  Έχεις δίκιο, αλλά όσο για τα εργαλεία μου είναι στο πέλαος και που θες μαθές να ξέρω που τα αρμενίζουν τα ρέματα από τον «κάβο Πάπα» της Ικαρίας που τα έριξα προς τη Μύκονο που βρίσκονται τώρα.  Προς τα Ψαρά και τη Χίο ή προς τα Δωδεκάνησα.. Γρήγορα όμως η στεναχώρια του Σκεύου  πέρασε μόλις γύρισε την αετίσια ματιά του  πάνω στη γυμνόστηθη ξανθιά καλλονή που συνέχιζε όπως έδειχνε να διαβάζει. Και συνεχίζοντας μου λέει. «Καπ. Σταμάτη για τα ξιφιοπαράγαδα θα σκάσουμε τώρα, κοίτα εκεί μια ρώγα Παναγιά μου και τι φιδίσιο κορμί»!  Και είχε δίκιο. Ήταν 25 χρονών παλικάρι. Το αίμα του έβραζε μέσα του και πάνω απ’ όλα είχε πάθος με τις γυναίκες, γι’ αυτό δεν έκανε και προκοπή! ....

Τα ψάρια για την κακαβιά ήταν έτοιμα- ξυσμένα, προσθέσαμε και άλλα για τους φίλους μας και με τα επιπρόσθετα υλικά και άρχισαν να βράζουν στο καζάνι μας. Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο δικό μας καΐκι να κάνουμε διάφορες δουλειές και να λέμε ψαράδικες ιστορίες από τα παλιά.

Αναπάντεχα - εκπλήξεις
Τελικά στην έρημη και ήσυχη αρχικά παραλία του «Ορνό» μας περίμεναν εκπλήξεις. Κάποια στιγμή, ήταν πλέον περασμένο μεσημέρι και στην παραλία φάνηκε από μακριά μια γυναικεία σιλουέτα με ένα σκύλο για παρέα να έρχεται προς το μέρος μας.  Σα ζύγωσε κοντά μας, είδαμε πως επρόκειτο για μια νέα γυναίκα με ένα πανέμορφο λυκόσκυλο. Το σκυλί φαινόταν εκπαιδευμένο, γιατί υπάκουε σε κάθε εντολή που του έδινε  η αφεντικίνα του. Άλλαξε η γυναίκα φορώντας το μαγιό της και έδωσε εντολή στο πανέξυπνο λυκόσκυλο να μπούνε μαζί στη θάλασσα. Αυτό στην αρχή υπάκουε αλλά στη συνέχεια έκανε κόλπα και μπαινόβγαινε στο νερό. Κατόπιν η κοπέλα βγήκε  στ’ ανοικτά και το χαριτωμένο λυκόσκυλο σα ζηλιάρης εραστής... κολυμπώντας, την ακολούθησε στα βαθιά. Τι έγινε μετά όταν συναντήθηκαν, δεν μπορώ να σας το περιγράψω απόλυτα. –Άρχισε το σκυλί να αγκαλιάζει την κοπέλα με τα μπροστινά του πόδια, να τη φιλάει και να τη γλείφει, το ίδιο έκανε και αυτή!! Ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρων.  Το μάτι του Σκεύου γαρίδα(!) παρακολουθούσε τη σκηνή με ιδιαίτερη περιέργεια και κάποια στιγμή γυρίζει και μας λέει. «Παναγιά μου δε με έκανες λυκόσκυλο» Εν τω μεταξύ η κακαβιά έγινε, έφερε ο Σκεύος από το καΐκι του ένα πεντογάλονο  κρασί και αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε. Να όμως που δεν ήταν γραπτό μας να τελειώσει η μέρα μας με αυτά τα δύο περιστατικά.  Μια άλλη κυρία μόνη της αυτή τη φορά ζύγωσε τα καΐκια μας και τις δυο άλλες συντροφιές.  Ακούμπησε τη τσάντα της και το ψάθινο στρώμα της στην παραλία, έβγαλε το φόρεμά της που έφτανε έως τους; αστραγάλους της και από μέσα φορούσε ένα ολόσωμο κόκκινο μαγιό. Έλυσε τα μαλλιά της από κότσο που τα είχε δεμένα και τα άφησε να πέσουν  στους ώμους της , (έμοιαζε σαν την Μαγδαληνή...) έκανε το Σταυρό της και θέλοντας να νιώσει για λίγο ελεύθερη, βούτηξε μέσα στη θάλασσα αφήνοντας έναν αναστεναγμό ιδιαίτερης ικανοποίησης, όταν το σώμα της ήρθε σε επαφή με το νερό.  Ζύγωσε κολυμπώντας τα καΐκια μας, ενώ εμείς συνεχίζαμε να τρώμε και να πίνουμε και το πεντογάλονο με το κρασί είχε πιάσει πάτο! Η κυρία κολυμπούσε σοβαρή και σεμνή, με γυρισμένη την πλάτη της προς εμάς, αλλά τα πυρωμένα μάτια της, είχαν ρίξει τις εξεταστικές  ματιές  της προηγουμένως. Λίγο πιο μακριά τα παιχνίδια με την κοπέλα και το λυκόσκυλο συνεχίζονταν και ο Σκεύος καθώς ήταν στο τσακίρ κέφι που είχε δημιουργήσει η ρετσίνα, τα νιάτα, αλλά και οι ορμές αυτής της ηλικίας κάθε τόσο μας έλεγε:«Παναγιά μου δε με έκανες λυκόσκυλο ή τι ρώγα είναι αυτή και τι φιδίσιο κορμί...» Και η σεμνή κυρία κολυμπώντας πάντα με γυρισμένη την πλάτη προς εμάς κρυφάκουγε όλα αυτά και άρχισε να λέει δυνατά για να ακούμε εμείς, - «θα ρίξει φωτιά ο θεός να μας κάψει!» Το σκηνικό συνεχιζόταν γύρω μας έτσι επί ώρα, με όλους τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους της ιστορία μας, ώσπου το φαΐ και το κρασί μας τελείωσε. Η σουηδέζα με το σύζυγό της και τα δύο ξανθά αγοράκια άρχιζαν να ντύνονται  και να μαζεύουν τα πράγματά τους. Η κοπέλα με το λυκόσκυλο είχαν τελειώσει τα παιχνίδια τους και είχαν βγει στη στεριά και ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Και τελευταία η κυρία με το κόκκινο μαγιό και  τα ξέπλεκα μαλλιά αφού είχε στεγνώσει από το αλμυρό νερό, είχε ντυθεί και ήταν έτοιμη να φύγει και αυτή, όταν την άκουσα να με φωνάζει και να μου λέει. –«Καπετάνιε έλα να σου δώσω ένα βιβλιαράκι γιατί δεν έχω άλλο, να το δώσεις στο παλικάρι που ήθελε η Παναγία να τον κάνει λυκόσκυλο!» Πηγαίνω κοντά της, παίρνω το βιβλιαράκι που έγραφε στο εμπροσθόφυλλο «Ιησούς Χρηστός Νικά» Η κυρία με ευχαρίστησε σοβαρή όπως ήρθε και έφυγε. Δίνω το βιβλιαράκι στον Σκεύο που μόλις το είδε, μου λέει – κατάλαβα... Όμως, ο Σκεύος δεν είχε καταλάβει, γιατί η έκπληξη ήταν μέσα στο βιβλιαράκι.  Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί ήταν γραμμένη η φράση. «‘Εάν δεν έρθεις να με βρεις, θα ρίξει ο Θεός φωτιά να σε κάψει» Από κάτω η διεύθυνσή της, το τηλέφωνό της και το όνομα της - Πελαγία Κ. Το ερωτικό ένστικτο του γυναικοκατακτητή, αυτή τη φορά είχε λαθέψει και πολύ μάλιστα... Και ο Σκεύος έκπληκτος για την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα μου είπε: «Καπετάνιε της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος»Από τότε μέχρι σήμερα δεν ξανασυναντήθηκα με το Σκεύο για να μάθω τη συνέχεια αυτού του γεγονότος. Εάν υπήρξε και την πληροφορηθώ και έχει κάποιο ενδιαφέρον, ίσως τη γράψω.

Κυκλάδες 13 Οκτωβρίου 2003
ΣΤΑΜΑΤΗΣ  ΔΑΜΑΛΙΤΗΣ
Δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» στις   2 Μαρτίου 2004 ημέρα Τρίτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου