Παραθέτουμε το
σχετικό κείμενο από το βιβλίο του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη & Τζένης Δ. Ντεστάκου
-> 31 και 1 Παραδοσιακά Παιχνίδια της Ερμιόνης.
Μια φοβερή περιγραφή και αφήγηση με εικόνες και παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών στην Ερμιόνη από επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες, αλλά εξίσου σημαντικούς ταλαντούχους ντόπιους ερασιτέχνες…
Μορφές του Θεάτρου Σκιών -> Έργο από ψηφιδωτό του αείμνηστου καλλιτέχνη Κώστα Γκάτσου.
– > Βρίσκεται σε συλλογή ιδιώτη…
Θύμισες νοσταλγικές εκείνων των ανέμελων χρόνων, που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…
Σ.Δ.
==========================================================================================================================================================================
Καραγκιόζια (τα)
«…και καλησπέρα πέρα ως πέρα, ωσότου σηκωθήκαν τα μελτέμια
της μελένιας εφηβείας». Χρήστος Μπουλώτης
==========================================
«Απόψε το βράδυ στις 8 η ώρα θα παίξουμε Καραγκιόζια στου
Μπούλη του παπά το σπίτι! Δυο δεκάρες το εισιτήριο! Ο Μεγα-Αλέξανδρος και το
καταραμένο φίδι!» Λακωνικά, με σαφήνεια, πειστικότητα και ζωντάνια διαφήμιζε το
παιδί/ντελάλης στη γειτονιά την παράσταση που αφορούσε μικρούς αλλά και
μεγάλους. Η αμοιβή του δελεαστική, δωρεάν η είσοδος για την παρακολούθησή της!
Πολλές φορές, μάλιστα, για να μαζευτεί περισσότερος κόσμος, έλεγε και το όνομα
του καραγκιοζοπαίχτη! − Απόψε θα παίξει «καραγκιόζια» ο Ανάργυρος Φοίβας! Ήταν,
πράγματι, ο Ανάργυρος, «δεινός επαγγελματίας» της εποχής μας, με φοβερές ατάκες
που προκαλούσαν άφθονο γέλιο στα παιδιά.
Γι’ αυτό, όπως και κάποιοι άλλοι, πληρώνονταν «έξτρα» για
«τις υπηρεσίες τους». Έπαιρναν 1 ή 2 δραχμές και έτσι, για να καλυφθούν τα
επιπλέον έξοδα της παράστασης, το εισιτήριο ήταν πιο ακριβό.
Με τα χρήματα που «έπιανε» από τις παραστάσεις η ομάδα των παιδιών που είχε την ευθύνη, αγόραζε «κόλλες καραγκιοζιού» από το μαγαζί του Αλ. Γκόγκου, για να εμπλουτίζει τη συλλογή και το υλικό της. Όσα τους έμεναν, τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Χρήματα για τις κόλλες έβρισκαν και από σίδερα, αλουμίνια και χάλκινα αντικείμενα, μαζεμένα από τις γκουλούμες των σκουπιδιών, που τα πουλούσαν στον Μιμίκο Προβελεγγάτο! Σας θυμίζει κάτι σημερινό αυτό; Κάποια παιδιά πουλούσαν, στα κρυφά, τα χαλκωματένια ταψιά και τα καζάνια των σπιτιών τους! Βέβαια, όταν οι μανάδες το παίρνανε χαμπάρι, τρέχανε, πανικόβλητες, στον Μιμίκο, να τα πάρουν πίσω! Οι κόλλες του Καραγκιόζη, καμιά εκατοστή, αν θυμάμαι καλά, ήσαν προϊόντα των εκδοτικών καταστημάτων «ΑΓΚΥΡΑ» και «ΑΣΤΗΡ». 18 Ήταν ένα δίφυλλο από λεπτό χαρτί, με τον αριθμό του, ευδιάκριτο, σε κόκκινο κύκλο, που έμοιαζε με λαδόκολλα. Είχε ζωγραφισμένες, συνήθως, τέσσερις φιγούρες «καραγκιοζιών», δύο στην πρώτη σελίδα και δύο στην τέταρτη. Στις ίδιες κόλλες βρίσκαμε και τα άλλα «εξαρτήματα» της παράστασης, την καλύβα του Καραγκιόζη, το σαράι του πασά, φίδια, σπαθιά κ.λπ. Την επομένη της παράστασης με πολλή χαρά και αγωνία και τα χρήματα καλά σφιγμένα στη φούχτα, τρέχαμε να αγοράσουμε τις κόλλες. Τις διαλέγαμε με προσοχή, γιατί αν παίρναμε κάποια από αυτές που ήδη είχαμε, ο κυρ-Αλέκος δεν μας την άλλαζε. Βλέπετε, είχε το μονοπώλιο! − Με σας θα ασχολιόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι; έλεγε. Θυμάμαι, την απογοήτευση που νιώθαμε, αν χρειαζόμαστε, άμεσα, κάποια συγκεκριμένη φιγούρα και δεν τη βρίσκαμε. − Θα τη φέρω αύριο! απαντούσε κοφτά. Έτσι μας ξεφορτωνόταν και μας καθησύχαζε. Γιατί πιθανώς να μην την έφερνε και ποτέ! Μήπως είχε εμάς, μόνο, στο μυαλό του! Στην επόμενη παραγγελία ένα πακέτο κόλλες καραγκιοζιών θα ζητούσε ο άνθρωπος! Έτσι κι αλλιώς κάποια άλλα παιδιά θα τις αγόραζαν! Εμείς, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, είχαμε μάθει το κόλπο! Επιστρατεύαμε κάποιον μικρό ή μεγάλο που ζωγράφιζε καλά, κυρίως πρόσωπα, και του ζητούσαμε να σχεδιάσει τη σχετική φιγούρα. Του λέγαμε πώς την φανταζόμαστε και όταν την τελείωνε, βάζαμε το όνομά της και όλα ήσαν υπό έλεγχο. Φτιάχνοντας Καραγκιόζια! Με τις κόλλες στα χέρια μας, άρχιζε η πολύ ενδιαφέρουσα εργασία της κατασκευής των καραγκιοζιών. Κόβαμε, πρώτα, με προσοχή, το περίγραμμα κάθε φιγούρας που απαρτιζόταν, αν ήταν άνδρας, από τέσσερα μέρη (κεφάλι και σώμα μαζί, μέση και δύο πόδια) και, αν ήταν γυναίκα, από δύο (κεφάλι και σώμα μαζί, μέση και πόδια το ίδιο). Προσέχαμε πολύ μη μας ξεφύγει το ψαλίδι και κόψουμε «του ανθρώπου» καμιά μύτη, κανένα χέρι, κάτι τέλος πάντων που εξείχε και αχρηστέψουμε τη φιγούρα. Γι’ αυτό οι βιαστικοί και ανεπιτήδειοι αποκλείονταν απ’ αυτή την εργασία ή έκοβαν τα πιο εύκολα μέρη. Στη συνέχεια κολλούσαμε τα κομμάτια της φιγούρας που κόψαμε πάνω σε χαρτόνια, με κόλλα, φτιαγμένη από αλεύρι και νερό, τη γνωστή μας αλευρόκολλα. Ύστερα ξανακόβαμε το περίγραμμα της ολοκληρωμένης πια φιγούρας με το χαρτόνι μαζί. Τα καλύτερα χαρτόνια γι’ αυτή τη δουλειά, ήταν τα χαρτόνια των μπαχαρικών. Στο σωστό πάχος και μέγεθος είχαν κολλημένες τις μικρές σακουλίτσες με τα αρωματικά καρυκεύματα και τα πουλούσαν σε όλα τα μπακάλικα της Ερμιόνης. − Καλέ, μήπως έχετε κανένα χαρτόνι, για να φτιάξουμε τα καραγκιόζια; − Ου βρε Γιάννη μου, μόλις τα ’δωσα! Πέρασε ο Γιώργος ο Πασχάλης και τα πήρε! Όταν τελειώσουν ετούτα, και μας έδειχνε τα «γεμάτα» χαρτόνια, θα σου τα φυλάξω! Άλλες φορές, πάλι, είμαστε τυχεροί και τα βρίσκαμε αμέσως. Ο Γιώργος, καλός «συνάδελφος» - καραγκιοζοπαίχτης, έβγαζε τις φιγούρες του με την αυτοσχέδια ρυθμική φράση: «Είναι ζαχτ/είναι ζουχτ/είναι ζά-χαρη/μπουζούχτ!», που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και συχνά τη χρησιμοποιούσαμε σαν «λάχνισμα». Μια φορά πήγαμε με τον Τάκη στον κυρ-Παναγιώτη Σπετσιώτη (Σκουλιούφα), να ζητήσουμε χαρτόνια. >>>>>
Το κείμενο είναι λαχταριστή ιστορία! -> Διαβάστε το μέχρι το τέλος...