Πραγματικότητα και εντυπώσεις
Christos
Yiannaras | 30 Jan 2023
Η ηγετική ικανότητα μπορεί να είναι
άσχετη με τον δείκτη ευφυΐας;
Το ερώτημα είναι θεωρητικό, κάθε συνειρμός που το
συνδέει με πρόσωπα της ελλαδικής πολιτικής επικαιρότητας πρέπει να θεωρηθεί
τυχαίος.
Για να φτάσει ο πολιτικός σε υψηλούς
θώκους, πέρασε από καίριες δοκιμασίες: Κέρδισε την ψήφο του λαού, διακρίθηκε
στις εσωκομματικές διεργασίες, σε συνέδρια κομματικά, κατόρθωσε να τον
εκτιμήσουν οι ομότεχνοί του. Μπορεί να συμβούν αυτά σε κάποιον ατάλαντο;
Ασφαλώς και δεν αποτελεί αναγκαίο προσόν να είναι ρήτορας ο ηγέτης – θα
μπορούσε να υποστηρίξει κανείς και το αντίθετο: ότι το ρητορικό χάρισμα
παγιδεύει τον φορέα του στην ψευδαισθητική αυτάρκεια της ωραιολογίας. Κυρίως,
παραπλανά τον πολίτη. Ο ικανός στη ρητορεία πολιτικός κάνει πειστικό το
ψευδολόγημα, δίνει την εντύπωση ότι απαντάει σε ερωτήματα που απλώς τα
παρακάμπτει με επιδεξιότητα. Ανεπαισθήτως διολισθαίνει σε φασιστική
συμπεριφορά, αγορεύει καταιγιστικά, στερώντας σκόπιμα από τον συνομιλητή του
κάθε δυνατότητα ένστασης, διαφωνίας, διαμαρτυρίας. Και την αθλιότερη χυδαιότητα
μπορεί να την εξωραΐσει ο ταλαντούχος ρήτορας, να την εξυμνήσει σαν κατόρθωμα,
να αυτοηδονίζεται με την αστραφτεράδα της σκέψης του.
Η εικόνα του αντι-ρήτορα ηγέτη, ποια
θα μπορούσε να είναι; Μάλλον του ανθρώπου που εκφράζεται με ανεπιτήδευτη
προσοχή, προσπαθεί να κυριολεκτεί, να πείθει με τον πραγματισμό και τη λιτότητα
των λεγομένων του. Μεταγγίζει με τον λόγο του την άνεση να τον εμπιστευθείς,
εμπνέει σιγουριά, τον νιώθεις ειλικρινή, αξιόπιστο, συνετό. Έχει νηφάλια
λεκτική ευθυβολία, περίσκεψη, σοβαρότητα. Το ρητορικό του «υστέρημα» το
αναπληρώνει με την ήρεμη λεκτική ευθυβολία, περίσκεψη και σοβαρότητα. Δεν
ενθουσιάζει, δεν είναι δημαγωγός, είναι ηγέτης επειδή πείθει.
Από τον αντι-ρήτορα διαφέρει ο απλώς
ατάλαντος. Στην εικόνα του ατάλαντου κυριαρχεί η αδεξιότητα, η εγγενής
αμηχανία. Είναι φανερά ανασφαλής: Παίρνει πόζες, σφίγγεται, χαμογελάει
βεβιασμένα, υπεροπτικά, δεν μπορεί να συμπεριφερθεί απλά, φυσικά. Τα χάνει
μπροστά σε ανθρώπους έστω και ελάχιστα ευφυέστερους – άλλα τον ρωτούν και σε
άλλα απαντάει. Δεν έχει την ευελιξία να ξεγλιστρήσει, ούτε την αυτοβεβαιότητα
να ομολογήσει ότι δεν έχει απάντηση. Θλιβερή φιγούρα ο ατάλαντος, περισσότερο
τον λυπάσαι για τις ηγετικές του προνομίες, παρά τον καλοτυχίζεις.
Συγκεκριμένες συγκυρίες οδηγούν,
κατά καιρούς, στην κεφαλή της ηγεσίας λαών, που πρωταγωνιστούν στον διεθνή
στίβο, ανθρώπους με τους οποίους οι ψηφοφόροι τους γελούσαν αρχικά για την
αδεξιότητα, τις γκάφες τους, την κραυγαλέα ανεπάρκειά τους.
Γελούσαν αρχικά. Διότι, άπαξ και κάποιος
αναρριχηθεί σε ηγετική θέση, μπορεί, από εκεί και πέρα, με οξυμένο ένστικτο
αυτοσυντήρησης και τις απαραίτητες «εκκαθαρίσεις», να εξασφαλίσει μακρόχρονη
θητεία στην κορυφή. Στην «αποδομημένη» σήμερα Νεωτερικότητα έχει τέτοια
λειτουργική λογική επιβολής το καθεστώς της κομματοκρατίας, ώστε, ακόμα και μια
έκδηλη μετριότητα που συγκυριακά θα βρεθεί στην κορυφή, μπορεί να μείνει, για
πολλά χρόνια, εδραία και αμετακίνητη.
Το τραγικότερο είναι ότι η
κομματοκρατία, έμμεσα ή άμεσα, θελημένα ή αθέλητα, φιμώνει την κοινωνική
κριτική, εδραιώνει συνθήκες που καθιστούν ανώφελη ή επικίνδυνη την αμφισβήτηση
των τα πρώτα φερόντων. Στο καθεστώς της κομματοκρατίας οι διώξεις των
αντιφρονούντων είναι εξοντωτικές αλλά νομιμοφανείς, διακριτικές, άψογα
μεθοδευμένες. Οι πολιτικοί στην κομματοκρατία ψευδολογούν, επειδή την
ψευδολογία την επιβάλλουν ως αυτονόητη οι σύγχρονοι κανόνες «επικοινωνίας». Και
όσο πιο ατάλαντοι οι πολιτικοί τόσο πιο χυδαία η ψευδολογία τους.
Η κοινωνική «συμφιλίωση» με τη
μετριότητα, τη μικρόνοια και την «επικοινωνιακή» ψευδολογία υποχρεώνει και
δημοσιογράφους εξαιρετικής ευφυΐας και κριτικής οξυδέρκειας να αποφεύγουν
καταγγελία ή χλευασμό της πολιτικής ηγεσίας, για να μη δυσαρεστήσουν την
«αγορά». Ακόμα και φύλλα με χρόνιο εθισμό στην εξωραϊσμένη ψευδολογία, την
έντεχνη λογοκρισία και την αφειδώλευτη προσφορά λιβανωτού στην εξουσία, έχουν
πια επιβληθεί στην αγορά ως απαραίτητο «αξεσουάρ» κάθε ημιεγγράμματου που θέλει
να φιγουράρει σαν «προοδευτικός».
Αυτή η περιπτωσιολογία θα μπορούσε
ίσως να φωτίσει το χρόνιο κενό «νοήματος» που αδρανοποιεί και αχρηστεύει τη
λειτουργία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.