Λίγα λόγια για τον Κλήδονα
Γράφει η Βιβή Σκούρτη
«Μήλο
έβαλα στον κλήδονα, είναι και μυρωδάτο
κι αν δε σε πάρω θα γενεί ο κόσμος άνω-κάτω»
«Παραμονή του Αϊ Γιαννιού ανάβανε φωτιές για
της χρονιάς το έθιμο. Ανυπόμονα κορίτσια ηβάζανε δαχτυλιδάκια και ό,τι λάχαινε,
για να ακούσουνε στιχάκια. Ανίδεος αυτός που τα ψαχούλευε ποιανής το κάθε πράμα
ήτανε.» (απόσπασμα από το βιβλίο της Συριανής συγγραφέα Λουκριτίας Δούναβη
με τίτλο: (ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΗ ΦΟΥΣΤΑΝΙ)
Το νέο έτος στην αρχαία Αθήνα
ξεκινά με την είσοδο του θερινού ηλιοστάσιου, γεμάτο δοξασίες εμπνέοντας από τον Σαίξπηρ μέχρι και τον
Καραγάτση. Πολλές επίσης οι αναφορές στο
Ομηρικό Έπος της Οδύσσειας για τους κληδόνιους Θεούς Δία και Ερμή, αλλά και τον
Προμηθέα Δεσμώτη. Η Χριστιανική εκκλησία οικειοποιήθηκε τη γιορτή και την
τοποθέτησε την ίδια μέρα γιορτάζοντας τον Αη Γιάννη τον Φανιστή, Αφανιστή,
Ριζικάρη και στον τόπο μας τον Σιντιανιψώριζα.
Το θερινό ηλιοστάσιο ξεκινά το καλοκαίρι καθώς ο ήλιος
επιβραδύνει την τροχιά του με αποτέλεσμα η μέρα αυτή να έχει μεγαλύτερη
διάρκεια. Ήλιος ο λαμπρός, ήλιος ο
ζωογόνος φίλος σταθερός των ανθρώπων. Με τον κύκλο του ρυθμίζουν οι άνθρωποι
την επιβίωσή τους μέσα από τις ασχολίες τους, αλιευτικές, γεωργικές,
κτηνοτροφικές.
Η λέξη Κλήδονας προέρχεται από το
ρήμα κλέω (αγγέλω) και τη λέξη κληδών. Αλλά τον συναντάμε και ως Λαμπροφόρο,
Λαμπαδάρη, Φανιστή στη Χίο, ενώ στο νησί της Νάξου το γεμάτο από συκιές τον
ονομάζουν Απορνιαστή, καθώς ολοκλήρωναν το όρνιασμα των σύκων που εξασφάλιζε
την άκρως θρεπτική και γλυκαντική τροφή στους πληθυσμούς του νησιού. Οι κοπέλες
τη μέρα εκείνη μάζευαν το χώμα κάτω από τη συκιά και έκαναν μαγικές τελετές.
Χαρακτηριστικό έθιμο της γιορτής
είναι το άναμμα της φωτιάς. Οι κοπέλες θα φτιάξουν την αλμυρή κουλούρα και αφού
την φάνε και διψάσουν, θα τρέξουν στο πηγάδι για νερό.
Την παραμονή της γιορτής
στους ανοιχτούς χώρους θ’ ανάψουνε οι φωτιές που θα πηδήσουν μικροί και
μεγάλοι. Εκεί θα ρίξουν και το περσινό στεφάνι της πρωτομαγιάς.
Το έθιμο δεν παραλήφθηκε να τραγουδηθεί: «Μέσα
στα μάτια σου γλυκιές τ’ Αη Γιάννη ανάβουν οι φωτιές» (Τάσος Λειβαδίτης), «Στην πύλη του Ανδριανού κοντά στου
Μακρυγιάννη μες τις φωτιές μας ρίξανε μια νύχτα τ’ Αη Γιάννη» (Μάνος
Χατζηδάκις- Μιχάλης Μπουρμπούλης), «…και
φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους τ’ Αη Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ» (Λευτέρης
Παπαδόπουλος-Γιάννης Σπανός).
Δεν πραγματοποιήθηκε φέτος κεντρικά το έθιμο του Κλήδονα, μιας
ευχάριστης ψυχαγωγικής πτυχής της ζωής μας των παλαιότερων χρόνων, για
ευνόητους λόγους και ευτυχώς, όμως άναψαν οι φανοί σε δυο όμορφες γειτονιές
όπως παλιά.
Οι φωτιές του Αϊ Γιάννη του Φανιστή που φεγγοβολούσαν στις
γειτονιές της Ερμιόνης, δεν ήταν μαζική εκδήλωση με ανθρώπους να κάθονται στις
πλαστικές καρέκλες. Ήταν γιορτή από τους ίδιους για τους ίδιους, διαδραστική
και συμμετοχική, έτσι όπως διοργανώθηκε εφέτος στις δυο γειτονιές που
προαναφέραμε και εύγε τους.
Στόχος μιας τέτοιας εκδήλωσης θα
ήταν να πάρουν οι νεότεροι γεύσεις από το παρελθόν και οι παλαιότεροι να θυμηθούν τα χρόνια που
πρωταγωνιστές στη ζωή τους ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Τότε που η γειτονιά ήταν μια οικογένεια και ο ρυθμός της ζωής
ήταν πιο ήρεμος και ανθρώπινος. Τότε που
κάθε ανθρώπινη εκδήλωση δεν ήταν εξαρτημένη από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση,
τις ηλεκτρονικές εφευρέσεις.
Όπως σχεδιαζόταν και
διαδραματιζόταν για χρόνια δεν προσέφερε ούτε λαογραφικά, μα ούτε και
παιδαγωγικά οφέλη, αντιθέτως κυριαρχούσε το εύπεπτο θέαμα και τα άστοχα
σκηνοθετικά εφέ.
Ως παιδιά μαζεύαμε κλαδιά και
καραμπούσια από το Μπίστι και στήναμε τους φανούς με προσανάματα τα περσινά
μαγιάτικα στεφάνια που έφερναν για κάψιμο οι γυναίκες. Στις γειτονιές των
Μαντρακιών και του λιμανιού πηδώντας τη φωτιά, έφηβοι με «αρπαγμένα» μαλλιά και
τσίνορα άρχιζαν οι βουτιές. Συνέχεια το έθιμο ήθελε το κλέψιμο της στάμνας από
τα ανοιχτά παράθυρα, με το κουκουνάρι στο λαιμό τους ως σκέπασμα.
Έχουμε κάνει την
κριτική μας επανειλημμένα για τον τρόπο που παρουσιαζόταν το έθιμο από αδαείς
εθελοντές, όπως και για το υπέρογκο κόστος του, ας μην τα επαναλαμβάνω γιατί
και βαρέθηκα. Από ότι φαίνεται και από τις φωτογραφίες, ούτε μακριές φούστες
φορούσαν οι κοπέλες, ούτε με σχισίματα.
Ευτυχώς λοιπόν και πάλι το ξαναλέω, μήπως και
… ξεχάσουμε κι αρχίσουμε αυθεντικά από την αρχή.