Παιχνίδια στην αυλή του σχολείου
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Μέχρι το 1970, αν θυμάμαι καλά, τα δημοτικά σχολεία
στην περιφέρεια λειτουργούσαν πρωί και απόγευμα. Το πρωινό μάθημα ξεκινούσε
στις 8:00 και τελείωνε στις 12:00, ενώ το απογευματινό πρόγραμμα διαρκούσε από
τις 2:00 έως τις 4:00 τον χειμώνα και από τις 3:00 έως τις 5:00 το καλοκαίρι.
Τετάρτη και Σάββατο απογευματινό μάθημα δεν κάναμε. Προτού, λοιπόν, χτυπήσει το
κουδούνι «για μέσα» αλλά και στα διαλείμματα παίζαμε διάφορα παιχνίδια που δεν
χρειάζονταν ιδιαίτερη προετοιμασία, καθώς ο χρόνος μας ήταν …περιορισμένος.
Παιχνίδια διασκεδαστικά, «κερδοφόρα» ορισμένες φορές, που έδιναν αφορμή για
πειράγματα και ζαβολιές, ενώ ταυτόχρονα η πλεονάζουσα ενέργειά μας διοχετευόταν
με τον καλύτερο δυνατό τρόπο! Θα περιγράψουμε ορισμένα απ’ αυτά!
1. Λάδι – Ξίδι
Παιδιά, κυρίως της ίδιας τάξης, χωρίς «αριθμητικό
περιορισμό», συγκεντρωνόμαστε στον τοίχο του σχολείου. Κολλάγαμε το ένα πάνω
στο άλλο σε ευθεία γραμμή και αρχίζαμε να πιέζουμε πότε από τη μια μεριά και
πότε από την άλλη, ξεφωνίζοντας «ξίδι», όταν πιέζαμε και «λάδι», όταν
χαλαρώναμε. Κάποιες φορές λέγαμε και «λαδόξιδο» και τότε η πίεση μεταφερόταν
γρήγορα από τη μια πλευρά στην άλλη και το αντίθετο. Ιδανικό παιχνίδι για τις
κρύες μέρες του χειμώνα που μας χάριζε διασκέδαση και …ζεστασιά. Αργότερα σε
κάποια σχολεία είχα δει το ίδιο παιχνίδι με την ονομασία «ζουμί».
2. Τα χαρτάκια από τις καραμέλες
Αγόρια και κορίτσια, μαζεύαμε τα χαρτάκια που ήσαν διπλωμένες οι καραμέλες. «Οι παίχτες» στεκόμαστε στην ίδια ευθεία και σε απόσταση περίπου δυο μέτρων από τον τοίχο του σχολείου. Ρίχναμε, άλλοτε ταυτόχρονα και άλλοτε ένας-ένας από το ίδιο πάντα σημείο, με δύναμη και προσοχή, τα χαρτάκια, αρχικά τα συνηθισμένα και τελευταία τα δυσεύρετα, προς τον τοίχο. Κέρδιζε το παιδί που το χαρτάκι του έφθανε πλησιέστερα στον τοίχο και μάζευε ξεφωνίζοντας τα χαρτάκια των υπολοίπων. Αργότερα τα «καραμελόχαρτα» αντικαταστάθηκαν από φωτογραφίες ηθοποιών, ποδοσφαιριστών και άλλες εικόνες εποχής, που τα παιδιά «κέρδιζαν» στις τσίχλες και τις «τύχες».
3. Οι σακκακιές
Χειμωνιάτικο παιχνίδι αποκλειστικά για αγόρια. Ένα από
τα 5-6 παιδιά της ομάδας «τα φύλαγε» είτε οικιοθελώς είτε -απουσία …εθελοντή-
γιατί του έπεφτε ο κλήρος, καθώς τα παιδιά «τα έβγαζαν». Έσκυβε, λοιπόν,
ακουμπώντας τα χέρια στα λυγισμένα γόνατα και με το κεφάλι προφυλαγμένο ανάμεσα
στα πόδια, για μη συμβεί «κατά λάθος και ξεπίτηδες» κάποιο …ατύχημα.
Αν το κεφάλι ξεπρόβαλε δειλά φωνάζαμε: «Το κεφάλι μες
τη γούρνα, μη στο φάει καμιά γουρούνα»! Στη συνέχεια με γρήγορες κινήσεις
χτυπούσαμε με τα σακάκια την καμπουριασμένη πλάτη του. Αυτός, χωρίς να
σηκώνεται, κουνώντας τα χέρια του δεξιά, αριστερά στα τυφλά, προσπαθούσε να
πιάσει κάποιο από τα σακάκια που …αιωρούνταν πάνω απ΄ το κεφάλι του. Όταν το
κατάφερνε, ο κάτοχος του σακακιού έπαιρνε τη θέση του και τα φύλαγε. Οι
«σακακιές» στην πλάτη δεν πονούσαν. Αν, όμως, τα κουμπιά του ρούχου έβρισκαν
ευαίσθητα σημεία, όπως τ’ αυτιά, ο πόνος ήταν οξύς και αβάσταχτος. Θυμάμαι,
τότε, πως για να περάσει τα τρίβαμε τόσο δυνατά που κοκκίνιζαν και γίνονταν
«σαν …λαγάνες»!
4. Το «ακούσιο» χτύπημα της μύτης
Την ώρα που ένα παιδί καθόταν ξέγνοιαστο
παρακολουθώντας κάτι ή μιλούσε και ήταν απασχολημένο ή διάβαζε συγκεντρωμένο
πλησίαζε κάποιο άλλο, αθόρυβα, κοντά του. Τέντωνε το δάκτυλό του (δείκτη)
ακριβώς στο ύψος της μύτης του «αμέριμνου» παιδιού και χωρίς να γίνει αντιληπτό
φώναζε το όνομά του. Εκείνο, καθώς γύριζε απότομα και …απρόσεχτα χτυπούσε, τις
περισσότερες φορές, τη μύτη του πάνω στο τεντωμένο δάχτυλο. Το «συμβάν» έφερνε
πολλά γέλια στην παρέα, αλλά κάποιες φορές δημιουργούσε έντονες παρεξηγήσεις
και ψυχρότητα στις σχέσεις των παιδιών.
5. Το Κουτσαλώνι
Ένα πολύ διαδεδομένο παιχνίδι, διασκεδαστικό και
δυναμικό, που κυριαρχούσε στα διαλείμματα του σχολείου. Παιζόταν, από αγόρια
και κορίτσια, όπως το γνωστό «κυνηγητό», με τη διαφορά πως τα
παιδιά ισορροπούσαν στο ένα πόδι (κουτσό) και τρέχανε με μικρά και
γρήγορα πηδηματάκια. Η εναλλαγή των ποδιών επιτρεπόταν, όχι όμως και το
«κλασικό» τρέξιμο με τα δυο πόδια. Όποιος παραβίαζε τον βασικό κανόνα του
παιχνιδιού έχανε και τα φύλαγε. Επίσης, επειδή στο «κουτσαλώνι», ο χώρος που
«τρέχαμε», πάντα με κουτσό, ήταν οριοθετημένος, έπαιρνε τιμωρία όποιος έβγαινε
έξω απ΄ αυτόν. Το παιδί, λοιπόν, που κυνηγούσε προσπαθούσε ν’ αγγίξει (να
πιάσει) κάποιο από τα παιδιά της ομάδας, για να πάρει τη θέση του. Ιδανικός
χώρος για το «κουτσαλώνι» ήταν ο δρόμος μπροστά στην ανατολική είσοδο του Ταξιάρχη
μέχρι την είσοδο του Ι.Λ.Μ.Ε.
Σημ. «Εμνήσθην ημερών αρχαίων» αλλά ήταν όμορφα, νοσταλγικά και συγκινητικά… Γι’ αυτό θα επανέλθουμε...