Αναδημοσίευση ως μνημόσυνο από το προσωπικό αρχείο μας
που δεν διέγραψε ο Χάκερ ...
που δεν διέγραψε ο Χάκερ ...
Ιστορίες της θάλασσας και της στεριάς…
Κείμενα για Λαογραφικό Μουσείο!!!
Δημοσιεύτηκε στο Ερμιονίτικο
περιοδικό
«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα»
Η ζωή στους βράχους και στις ερημιές...
Πρόσωπα της αλλοτινής Ερμιόνης
- για να
θυμόμαστε και να μαθαίνουμε...
Γράφει ο Λάμπης Π. Παυλίδης
Όταν λοιπόν μέσιαζε ο Φλεβάρης οι ταξιδιάρηδες έλυναν τα παλαμάρια για ταξίδι, άλλοι μόνοι τους, άλλοι παρέα δυό-τρεις μαζί. Έλυναν τα παλαμάρια τους δυό-τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, γιατί τις ώρες αυτές πάντοτε φυσούσε νυχτερινός Μαΐστρος. Από την Ερμιόνη άνοιγαν πανί και πήγαιναν ξεκούραστοι μέχρι τα Τσελεβίνια. Η Παναγίτσα της Τσελεβίνας, ήταν πάντα σταθμός για τους ψαράδες. Φαίνεται ακόμα ο τοίχος της από την πλευρά της θάλασσας. Εκεί σταματούσαν οπωσδήποτε, έβγαιναν, άναβαν το καντήλι της, άφηναν και λάδι σ’ ένα μικρό κιούπι, ξανάμπαιναν στη βάρκα και ο καθένας τραβούσε στον προορισμό του.
Όταν λοιπόν μέσιαζε ο Φλεβάρης οι ταξιδιάρηδες έλυναν τα παλαμάρια για ταξίδι, άλλοι μόνοι τους, άλλοι παρέα δυό-τρεις μαζί. Έλυναν τα παλαμάρια τους δυό-τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, γιατί τις ώρες αυτές πάντοτε φυσούσε νυχτερινός Μαΐστρος. Από την Ερμιόνη άνοιγαν πανί και πήγαιναν ξεκούραστοι μέχρι τα Τσελεβίνια. Η Παναγίτσα της Τσελεβίνας, ήταν πάντα σταθμός για τους ψαράδες. Φαίνεται ακόμα ο τοίχος της από την πλευρά της θάλασσας. Εκεί σταματούσαν οπωσδήποτε, έβγαιναν, άναβαν το καντήλι της, άφηναν και λάδι σ’ ένα μικρό κιούπι, ξανάμπαιναν στη βάρκα και ο καθένας τραβούσε στον προορισμό του.
Άλλοι για Περαία – Βουλιαγμένη, άλλοι για Ανάβυσσο, άλλοι για Λαύριο-Ραφήνα-Χαλκίδα. Σ’ αυτά τα μέρη για ορισμένους το ταξίδι διαρκούσε ένα ή ενάμισι μήνα περίπου. Μόλις ζύγωνε η μεγάλη βδομάδα και ο καιρός άρχιζε να μαλακώνει λόγω εποχής (είχε μπει πια η Άνοιξη ), άδειαζαν και οι περιοχές αυτές από τους περισσότερους. Άλλοι τραβούσαν για Χαλκιδική, για σουγγάρια και χταπόδια που τα στέγνωναν, τα ξέραιναν. Το ξερό χταπόδι όπως το ‘λεγαν που το μάζευαν μπάλες 2-4 οκάδες την κάθε μια μπάλα.
Οι ταχτικοί ήταν ο πατέρας μου
Παύλος (Παυλάκης), ο μπάρμπα Τάσος ο Σκούρτης (Καρακώτσας), οι Γκολεμάδες
μπάρμπα Νάργος και Μιχάλης με τα παιδιά τους Τάσο (Μουράλιος ) και Τάσος (
Καραμουνάκης), ο μπάρμπα Μιχάλης ο Καραλής (Κοντήλης ή Κοντήλθης), ο μπάρμπα
Μιχάλης ο Κομμάς (Φουρίκης) και ο Μανώλης Λακούτσης (Μουτάρης) και ο μπάρμπα
Νάργος ο Πασχάλης (Πάτσικας). Οι δύο τελευταίοι δεν ήσαν τακτικοί στη
Χαλκιδική, καθώς και 4-5 άλλοι.
Άλλοι τραβούσαν για τα Κυκλαδονήσια,
όπως οι Κοκονιτσαίοι, ο μπάρμπα Γιάννης Σκούρτης με τα παιδιά του Μίμη (Μούκα),
Κοσμά (Βλαχαγγέλο), Τζώρτζη (Κατούση). Είχαν πάντοτε παρέα τους και κουσέρβα
τον Νίκο Νόνη (Κολινέκα), γιό του μπάρμπα Μανώλη. Στις Κυκλάδες πήγαινε και
<<το παιδί της Παναγίας>>, που είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας.
Αυτός ήταν ο Αντρέας Μπενάρδος (έτσι τον έλεγαν οι συνάδελφοί του, γιατί αυτοί
πήγαιναν μπροστά, ας πούμε ψάχνοντας για ψάρια, μελανούρια συνήθως, δε βλέπανε
ούτε λέπι στην πλώρη τους και ο Αντρέας που ακολουθούσε πίσω τους, έλεγε στο
σύντροφό του: -Μη χτυπάς τα κουπιά, μη βήχεις, μην αναπνέεις, σωρό τα
μελανούρια επάνω μας.
Γι αυτούς όμως που πήγαιναν στη
Χαλκιδική, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα ωσότου φτάσουν. Δεν ήταν όπως τα
Κυκλαδονήσια που ήταν δίπλα στο Λαύριο ή στο Σούνιο. Αυτοί ξεκινώντας από
Ανάβυσσο ή Λαύριο με τα κουπιά, αν δεν είχε βολικό καιρό να ανοίξουν λατίνι,
έφταναν στη Χαλκίδα μετά από 20-30 ώρες κωπηλασίας συνεχόμενες, δίχως αναπνοή,
ούτε φαΐ, μόνο τσιγάρο. Εκεί ήταν η πρώτη στάση τους στον Καράμπαμπα. Έβγαιναν
έξω περιμένοντας να γυρίσουν τα νερά του καναλιού πρίμα, για να περάσουν από την
άλλη μεριά της γέφυρας.
Στη συνέχεια φουντάριζαν δίπλα σε μια
σκάλα που ήταν αραγμένη η βάρκα του Διαμαντή Σπετσιώτη (του Ρόλο). Τους
φιλοξενούσε σαν αδέλφια του, ενώ έβλεπε πρώτος τις βάρκες, γιατί το σπίτι του
ήταν δίπλα στη θάλασσα. Στην ξενιτιά ο πατριώτης είναι πιο κοντινός κι από τον
αδελφό. Θυμόταν κι αυτός τα περασμένα στην πατρίδα την Ερμιόνη, κρασί μπόλικο
και κάνα σκουπιδάκι στο μάτι, έφερνε μπόλικα δάκρυα σε όλους. Παραπατώντας
έμπαιναν στις βάρκες, τραγουδώντας έλυναν παλαμάρι και πάλι μεθυσμένοι-ξεμέθυστοι
έπιαναν τα κουπιά και με νέο κουράγιο έφερναν βόλτα τη νοτιοδυτική πλευρά της
Εύβοιας και έπαιρναν ανάσα στους Ωριούς, βόρεια πλευρά. Κωπηλασία εικοσάωρη
περίπου. Ένα κομμάτι ψωμί, ένα χέρι ελιές για φαΐ, ύπνος λίγες ώρες και πάλι
κωπηλασία, αν δεν είχε αέρα για πανί.
Πιάναμε Σποράδες , Σκιάθο, Σκόπελο,
Λιδρόμια, κυρά Παναγιά. Εκεί καθόμαστε 2-3 μέρες ψαρεύοντας. Τα ψάρια και οι
αστακοί με το πυροφάνι περπατάγανε μέχρι μια οργιά βάθος. Μ’ ένα σουγιά,
θυμάμαι ο πατέρας μου και ο θείος μου Νίκος Μητρώκας, τρύπαγαν τους κάλους που
τους είχαν κάνει τα κουπιά στα χέρια, να φύγει το νερό που είχαν μαζέψει οι
κάλοι, τα βούταγαν στη θάλασσα να ψήσουν και τη δεύτερη-τρίτη μέρα ήταν και
πάλι έτοιμοι για την τελική κωπηλασία.
Τώρα όμως μπροστά τους είχαν πέλαγος, το
Βόρειο Αιγαίο δεν έπαιζε. Η στεριά μπροστά τους (Χαλκιδική) δεν φαινόταν και
αυτό ήταν καλό σημάδι για να αμολήσουν για κει. Απόσταση 45 μίλια το πιο
κοντινό ποδάρι της, το Πόρτο Κουφό από κυρά Παναγιά. Όταν ο ορίζοντας ήταν
καθαρός και η ορατότητα μεγάλη και φαινόταν η στεριά, περιμένανε κακοκαιρία,
Βαρδάρη από Θεσσαλονίκη και ακόμα κι αν ήταν καλοσύνη δεν αμολιόντουσαν για
Χαλκιδική. Ο Γραίγος ( βόρειο-ανατολικός άνεμος), όσο αφήναμε την κυρά Παναγιά
φρεσκάριζε και μετά από κάνα-δυό ώρες στην πλώρη μας μια σκούρα σκιά άρχισε να
δημιουργείται. Ήταν η Χαλκιδική μπροστά μας, που είχε αρχίσει να φαίνεται πια.
Η αναπνοή άρχισε να γίνεται πιο εύκολη.
Τα σκαμπίλια στη δεξιά μάσκα της βάρκας
άρχιζαν να μας ενοχλούν, ενώ πριν μας έβγαζαν τα μάτια, γιατί το αλάτι της
θάλασσας έπηζε πάνω μας και τα ρούχα κολλούσαν και πάγωναν από το νερό και τον
αέρα.
Η πλώρη της βάρκας
καρφωμένη στο βοριά, η δεξιά πλευρά της έξω από τη θάλασσα και η αριστερή
πατημένη μέσα. Το μαντάρι στο ένα χέρι του συντρόφου και η σκότα στο ένα χέρι
του καραβοκύρη και στο άλλο χέρι η λαγουδέρα, έδειχναν τη σοβαρότητα πλέον και
τα ζόρια της αρμενισιάς. Δηλαδή ο κίνδυνος πια για τη ζωή ήταν ορατός, αλλά
πέρα βρέχει... γι αυτούς!
Το πρόσταγμα του
καραβοκύρη <<το μαντάρι στο χέρι>> ήταν μια ανατριχίλα ενός ή δύο
λεπτών, στη συνέχεια η στεριά που όλο και καθάριζε μπροστά μας δείγμα ότι όλο
και ζυγώνουμε και προσπαθούσαμε πια να διακρίνουμε το Πόρτο Κουέλο ή την
Καλογριά, πού ακριβώς δηλαδή είχαμε την πλώρη (ήταν πια η πορεία μας). Το ποδάρι
του Αγίου Όρους είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πανύψηλη η άκρη του και η κορυφή
του Όρους μυτερή και πάντα χιονισμένη δεν άφηνε αμφιβολίες. Η αντοχή της βάρκας
στα όριά της πια , γιατί όσο ζυγώνεις στη στεριά ο αέρας είναι πάντοτε πιο
δυνατός και τα κύματα πιο μεγάλα. Γιατί οι κάβοι πάντα κάνουν ρέματα δυνατά και
πάνε κόντρα στον αέρα, δηλαδή η ίδια η θάλασσα κινείται τις περισσότερες φορές
κόντρα στον καιρό και τα κύματα είναι πολύ δυνατά και επικίνδυνα. Η παραμικρή
απροσεξία μπορεί να στοιχήσει τη ζωή σ’ αυτούς που έπαιξαν μαζί της....
Όταν πια πιάναμε Μαραθιά στον πρώτο κάβο
του Πόρτο Κουφό, πηδάγαμε έξω, ανάβαμε φωτιά να στεγνώσουμε ό,τι ρούχα
μπορούσαν να στεγνώσουν, τα πλάφια να στραγγίξουν από τα νερά, για να
μπορέσουμε να κοιμηθούμε. Το πλάφι ήταν ένα είδος κουβέρτας, ας πούμε πολύ
χοντρής, σαν αυτό που στρώνουν οι γυναίκες το Χειμώνα στο πάτωμα του σπιτιού.
Όπως κι αν είχε πάντως, ωσότου στεγνώσουμε περνούσαν δυό-τρεις μέρες. Η δουλειά
με τα σημερινά μάτια απάνθρωπη και για εξωγήινους ή τέρατα αντοχής. Τότε τίποτα
το ιδιαίτερο. Ο κουπάς από την Ανατολή έως τη Δύση σχεδόν του ήλιου, όρθιος στο
ένα πόδι, να στηρίζεται και το άλλο, να ακολουθεί τις κινήσεις του κορμιού μια
μπρος, μια προσοχή και δώστου να φτύνει μες τις παλάμες του ή να τα βουτά στη
θάλασσα για να μαλακώνουν και να μη γλιστράνε τα κουπιά από τα χέρια. Ο γυαλάς
μέχρι την κοιλιά χωμένος στο κοστάκι και το υπόλοιπο κορμί να κρέμεται από αυτό
έξω, οι ώμοι και το κεφάλι χωμένα μες το γυαλί, βρεγμένος όλη μέρα στήθος και
χέρια. Με κρύο το Χειμώνα, ακίνητος, να βλέπει και να ψάχνει το βυθό για
χταπόδια ή σουγγάρια. Για να μπει όμως το χταπόδι ή το σουγγάρι στη βάρκα
χρειαζόταν μαστοριά και κόπος, ειδικά το σουγγάρι. Από φαΐ ο κουπάς, έτρωγε και
καμιά μπουκιά ψωμί, μπορούσε. Ο γυαλάς όμως, κρεμασμένος όλη μέρα στο γυαλί,
κοιλιά και στήθος πατημένα στο κουστάκι; Φαΐ και νερό γι αυτόν ήταν το τσιγάρο.
Θυμάμαι τον πατέρα μου κάθε πρωί που ξύπναγε, έβαζε τα χέρια του στη θάλασσα,
έπιανε νερό και έπλενε τη μούρη του. Σκούπιζε αμέσως τα χέρια σε μια πετσέτα
και άνοιγε την κούτα με τα τσιγάρα. Φούκα ή Ματσάγγου η μάρκα 88 τσιγάρα η
κούτα είχε μέσα και το βράδυ ή το πρωί της άλλης ημέρας άνοιγε την επόμενη.
Αυτό ήταν το φαΐ του όλη μέρα. Το βράδυ που αράζαμε στον κάβο έπρεπε να
χτυπήσουμε τα χταπόδια όσα κι αν είχαμε 50-70 οκάδες, να τα παρουλήσουμε, να
ανοίξουμε τις κατσούλες τους, να τα απλώσουμε στις αντένες. Και μερικά
σουγγάρια να τα περάσουμε στο σκοινί και να τα φτιάξουμε.
Μαζεύαμε τα ξύλα για τη φωτιά για
μαγείρεμα. Δυό πέτρες, μέγεθος τούβλου περίπου, στη γη δίπλα-δίπλα, το καζάνι
πάνω τους κι από κάτω τα ξύλα ανάβουν φωτιά και το φαΐ το ίδιο κάθε μέρα μέχρι
και το τέλος του ταξιδιού Αγίων Αναργύρων, τέλη Ιουνίου ή τέλη Αυγούστου.
Χταπόδι με μανέστρα σήμερα, με μακαρονάκι αύριο, με σπαγέτο μεθαύριο, με ρύζι
αντί μεθαύριο, με πατάτες την άλλη μέρα. Ύπνος στο αμπάρι της βάρκας, μια τρύπα
μήκος δύο μέτρων περίπου, φάρδος ενάμισι μέτρο, ύψος μισό μέτρο περίπου. Εκεί
μέσα κοιμόντουσαν 2-3 άντρες στην Ελλάδα και τέσσερεις στην Αφρική. Τα γόνατα
στο στήθος, ακινησία μέχρι πρωίας και η τέντα, τα κεραμίδια της βάρκας, να
στάζουν όλη νύχτα νερό βρόχινο ή αγιάζι.
Αυτές οι συνθήκες ζωής ήταν ίδιες για
όλους τους ταξιδιάρηδες ψαράδες. Οι ίδιες φουρτούνες, η ίδια ξενιτιά και τα
βάσανά της. Το μόνο που άλλαζε ήταν ότι οι μεν έτρωγαν χταπόδι σε όλο το
ταξίδι, οι δε έτρωγαν ψάρια (οι εκτός Χαλκιδικής). Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις.
Όταν ερχόταν η μεγάλη Πέμπτη, οι βάρκες
βγαίνανε στην ξηρά και ξανάπεφταν στη θάλασσα τη Δευτέρα της Αναστάσεως. Κάναμε
Πάσχα συνήθως στα Μαρμαρά.
Θυμάμαι ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη σημαία, πιο μεγάλη και από τη βάρκα. Έπαρση σημαίας μεσίστια όμως γινότανε από Μεγάλη Πέμπτη , έως μεγάλο Σάββατο μεσημέρι. Η έπαρση γινόταν κανονικά. Και η υποστολή Δευτέρα, που έπεφταν και όλες οι βάρκες στη θάλασσα. Όλες αυτές τις μέρες όλοι ήταν μεθυσμένοι και τη μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι σ’ ένα παραλιακό μαγαζάκι δίπλα στις βάρκες, άκουγες τραγούδια μπερδεμένα με τη << Ζωή εν τάφω ..>>, το << Αι Γενεαί αι πάσαι..>>, το << Χριστός Ανέστη>> και στη << θάλασσα θα πέσω καλέ, να πιάσω την ποδιά σου, με τα κεντήματα>>. Πρωτοτραγουδιστής ο πατέρας μου και οι άλλοι ακολουθούσαν. Ο μπάρμπα Μιχάλης ο Κοντίλης του έλεγε:
Θυμάμαι ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη σημαία, πιο μεγάλη και από τη βάρκα. Έπαρση σημαίας μεσίστια όμως γινότανε από Μεγάλη Πέμπτη , έως μεγάλο Σάββατο μεσημέρι. Η έπαρση γινόταν κανονικά. Και η υποστολή Δευτέρα, που έπεφταν και όλες οι βάρκες στη θάλασσα. Όλες αυτές τις μέρες όλοι ήταν μεθυσμένοι και τη μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι σ’ ένα παραλιακό μαγαζάκι δίπλα στις βάρκες, άκουγες τραγούδια μπερδεμένα με τη << Ζωή εν τάφω ..>>, το << Αι Γενεαί αι πάσαι..>>, το << Χριστός Ανέστη>> και στη << θάλασσα θα πέσω καλέ, να πιάσω την ποδιά σου, με τα κεντήματα>>. Πρωτοτραγουδιστής ο πατέρας μου και οι άλλοι ακολουθούσαν. Ο μπάρμπα Μιχάλης ο Κοντίλης του έλεγε:
- Ρε μπαζανάκη, μέθυσες και δεν ξέρεις
τι λες. Άκου το Γενεαί πάσαι μαζί με το Χριστός Ανέστη!
- Ου τεχίτε, δεν είμαστε καλά.
Λάζαρεεεε, βάλε το γραμμόφωνο.
Εκεί γινόταν το έλα να δεις. Με το ζόρι,
με το καλό, όλοι όρθιοι για χορό. Ο Λάζαρος ο ταβερνιάρης με μια κανάτα ρακί
και ένα δίσκο για τα ποτήρια κέρναγε κάνα δυο τρεις φορές. Στη συνέχεια το
δίσκο τον έπαιρνε ο Κοντίλης, καθόταν καθιστός στη μέση του χορού και χτυπούσε
το δίσκο κάτω στο τσιμέντο, μέχρι που τσάκιζε.
Εμείς τα παιδαρέλια κάναμε τη βόλτα με
φίλους της ηλικίας μας, με τις αδελφές των φίλων, όλοι μαζί μια οικογένεια. Εγώ
εκεί πάνω είχα περισσότερους φίλους από ότι είχα εδώ στην Ερμιόνη. Τα σπίτια
τους ανοιχτά για όλους. Το Πάσχα μας γέμιζαν τις βάρκες κουλούρια, γλυκά κ.λ.π.
το χταπόδι το ξερό, τα τσουβάλια τα σουγγάρια, όλα σε όποιο σπίτι μας βόλευε.
Περνώντας το Πάσχα και ρίχνοντας τις βάρκες στη θάλασσα, ο κάθε καραβοκύρης
είχε τα δικά του μέρη για δουλειά. Ο πατέρας μου δούλευε στο Άγιο Όρος ,
Αμολιανή, Βορβορού. Μαζί μας είχαμε και τον μπάρμπα Τάσο τον Καρακώτσα,
κουσέρβα πάντοτε. Οι άλλοι καραβοκύρηδες δούλευαν από Πόρτο Κουφό έως και τη
Μηχανιώνα, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτά τα μέρη πηγαίναμε κι εμείς μετά των
Αγίων Αναργύρων (30 Ιουνίου) για σουγγάρια πια στα φύκια, όταν κρατούσαμε το
ταξίδι μέχρι Σεπτέμβρη. Στην Αμολιανή που ήταν και η έδρα της δουλειάς μας, ας
πούμε, τα σπίτια της παραλίας που αράζαμε ήταν όλα δικά μας. Οι άνθρωποι αυτοί
πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία , πολύ φιλόξενοι. <<Καπτάν Παύλο, καπτάν
Τάσο, ότι θέλετε να βγάλετε έξω, ελάτε σπίτι μου, ο ένας στο δικό μου, όχι στο
δικό μου, ο άλλος>>. Κάθε Κυριακή στην πλατεία του νησιού που είχε και
δυό καφενεία κι ένα μεγάλο αλώνι με τσιμέντο για πίστα χορού, γινόταν το έλα να
δεις μόλις νύχτωνε. Πρώτος και καλύτερος εγώ και ο Κώστας ο Καρακώτσας. Είχαμε
και τον μεζέ εμείς, τα χταπόδια τα μελίχλωρα που ήταν τρεις ή τέσσερες μέρες
απλωμένα, ούτε ξερά, ούτε χλωρά, η μυρωδιά τους σε τρέλαινε και το ρακί το
πίναμε σα νεράκι( στη Χαλκιδική πίνουν το ρακί, όπως εμείς το κρασί). Η παρέα
μας πάντοτε όλα τα παιδαρέλια του νησιού.
Όταν μέσιαζε ο Ιούνιος, πιάναμε το Άγιο
Όρος για να πουλήσουμε ξερό χταπόδι. Το φέρναμε βόλτα μέχρι Στρατόνι και
Ιερισσό. Εάν πουλάγαμε και τα λεφτά έφθαναν για να βγάλουμε ταξίδι μέχρι
Σεπτέμβρη, μέναμε για σουγγάρια, αν όχι σχολάγαμε. Μαζεύαμε τα συμπράγκαλα και
ξεκινάγαμε επιστρέφοντας για Ερμιόνη.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πιο
εύκολο, γιατί τα μελτέμια μόλις άρχιζαν, ήταν καλοσυνάτα και το ταξίδι
ξεκούραστο και γρήγορο, δυό-τρεις μέρες από Χαλκιδική – Ερμιόνη, ερχόμαστε
πρίμα πια. Φτάνοντας στα Τσελεβίνια, μάϊνα τα πανιά. Ζυγώναμε με τα κουπιά και
πάλι ανάβαμε το καντήλι στην Παναγίτσα και συνεχίζαμε για τα Μαντράκια. Το ξερό
χταπόδι 400-500 οκάδες οι δυό βάρκες, το αγόραζε σχεδόν πάντα ο μπάρμπα
Σαράντος Δημαράκης.
Αδειάζαμε τις βάρκες από όλα τα
πράγματα, όλοι όσοι είχαμε σχολάσει το ταξίδι και είμαστε εδώ, τις βουλιάζαμε
και τις φέρναμε τούμπες συνέχεια μέσα στη θάλασσα, για να πλυθούν. Τις αφήναμε
αναποδογυρισμένες μια μέρα για να ψοφήσουν οι κατσαρίδες. Την άλλη μέρα πάλι
βουτιές, τουμπάρισμα της βάρκας, ξεβούλιαγμα, βγάλσιμο στην ξηρά για βάψιμο.
Το άσπρο και μπλε χρώμα ήταν αυτό που
προτιμούσαν οι θαλασσινοί για τις βάρκες τους. Το μπλε ζουναράκι με λάδι το
πρόσεχαν πολύ οι μερακλήδες. Το όνομα της βάρκας μπροστά στη μάσκα δεν το
‘γραφε όποιος-όποιος, είχε <<ειδικό>>. Οι πιο μερακλήδες και
λεβέντες ήσαν ο Νίκος Κολινέκας και ο Μανόλης Μουτάρης. Αυτοί και τις ώρες του
ψαρέματος το σουγγάρι το ‘χαν στα δόντια. Δεν έπρεπε στη βάρκα να υπήρχε
πουθενά, ούτε τρίχα. Υπήρχαν βέβαια και οι ρέμπελοι. Θυμάμαι μια φορά τον
<< ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ>>, φρεσκοβαμμένο στο Μπογάζι του Δοκού και Μουζάκι
με Γραίγο δυνατό. Το σκαμπίλι έφτανε έως την τσούντα του λατινιού, ερχόμαστε
στα Μαντράκια για άραγμα. Όταν πήδησα έξω, η βάρκα μου φαινόταν σαν στραβή.
Ήμουν και μικρός:
- Καλέ πατέρα, πώς είναι έτσι η βάρκα;
- Πώς είναι ρε παιδί μου;
- Δεν είναι η βάρκα μας.
- Τι έπαθες ρε παιδάκι μου;
Ο πατέρας μου τα γράμματα (το όνομα), τα
‘ χε γράψει με μελάνι του χταποδιού και το δυνατό σκαμπίλι τα ‘χε σβήσει.
-Ο! τεχίτε Παύλο, ρεζίλι γίναμε, του ‘πε
ο θείος Νίκος.
Για τον πατέρα μου πέρα βρέχει. Έβγαλε
κάνα δυό μελάνια από τα χταπόδια, τα ξανάγραψε εκεί επί τόπου και μετά από κάνα
δυο μέρες που τραβήξαμε έξω τη βάρκα, ήταν Γαρμπής ο καιρός και στα Μαντράκια
δε στεκόσουν, πλύναμε την πλώρη, τη μάσκα δυό-τρία γράμματα ήταν ανάποδα
γραμμένα, γιατί ανάποδα τα έγραψε ο πατέρας μου σκυμμένος από πάνω προς τα
κάτω. Από τότε το ‘γραφα εγώ με το όνομα το ψιλό πινελάκι...