Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Κυκλάδες αρχές Οκτωβρίου 2003



Αληθινές  ιστορίες, της θάλασσας και της στεριάς - συνέχεια...

Αυτό το Φθινόπωρο μας ήρθε πολύ νωρίς  με τις ασυνήθιστες  βροχές, κυρίως για τη νότια Ελλάδα και τα νησιά των Κυκλάδων. Αλλά δεν πιστεύω δεν θα κάνει το μικρό καλοκαιράκι. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό του εύκρατου Μεσογειακού κλίματος  και ειδικά, των νότιων περιοχών της Ελλάδας. 


Αυτές τις σκέψεις έκανα όταν μετά το ψάρεμα στα Κυκλαδονήσια  γιαλόσαμε στη νότια αμμουδερή παραλία  της Μυκόνου στη θέση «Ορνός», να τακτοποιήσουμε  τα αλιευτικά μας εργαλεία και να ξεκουραστούμε. Ο «Τσικνιάς», αυτό το κακοτράχαλο βουνό της ανατολικής Τήνου ήταν καπλαντισμένος από γκριζόμαυρα σύννεφα και η τραμουντάνα προς το τέλος του Σεπτέμβρη αρχές Οκτώβρη, στο φόρτε της. (Έτσι λέγονται οι βοριάδες το χειμώνα και μελτέμια το καλοκαίρι στη γλώσσα μας) Το μπουγάζια γύρω – γύρω Μυκόνου – Ικαρίας, Νάξου – Πάρου, Δήλου – Τήνου- Σύρου μελανιασμένα και στον ήλιο που μπαινόβγαινε στα σύννεφα, σαν πρόβατα φαινόντουσαν να περπατούν τα αφρισμένα κύματα. Μισό και πλέον αιώνα στη θάλασσα από πολύ μικρό παιδί και το μυαλό μου θολώνει, η ματιά μου γίνεται υγρή και η καρδία μου πιστεύω δε θα αντέξει και θα σπάσει σα συλλογιέμαι τα παλιά, πότε εδώ και πότε εκεί, στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Πόσες θύμισες και πόσες νοσταλγίες, γλυκές, πικρές, αλλά τελικά μελαγχολικές, γιατί στο πέρασμα του χρόνου πολλά άλλαξαν, τα περισσότερα αρνητικά...

Στο γιαλό...
Σα γιαλόσαμε,   φουντάραμε, (αγκυροβολίσαμε) προσδένοντας  στη στεριά. Στη μεγάλη αμμουδερή παραλία που χιλιάδες ανθρώπους φιλοξενεί το καλοκαίρι απ’ όλες τις  φυλές της γης, επικρατούσε ερημιά και γαλήνη. –Ευτυχώς λέω στον αδερφό μου θα ησυχάσουμε λίγο... Όμως, δεν πρόλαβα να τελειώσω το λόγο μου και μια παρέα από αντρόγυνο και δυο μικρά παιδιά, ακολουθώντας την παραλία κατευθυνόντουσαν προς το μέρος που είχαμε αγκυροβολήσει το τρεχαντήρι μας.  Και ακριβώς στην πλώρη του σταμάτησαν. Άνοιξαν τις ξαπλώστρες τους και ακούμπησαν τα πράγματά τους στη ψιλή άμμο. Τα δυό μικρά παιδιά, δύο πανέμορφα ξανθιά γαλανομάτικα αγοράκια, πήραν τα κουβαδάκια τους και τ’ άλλα παιχνιδάκια τους, φορώντας το μαγιό τους πλατσουρίζανε στη θάλασσα και με τα κουβαδάκια τους μαζεύανε άμμο, την έκαναν σωρό και στη συνέχεια, έφτιαχνα διάφορα κτίσματα.  Η γυναίκα, μια ωραία ξανθομαλλούσα με επίσης γαλανά μάτια, με ένα καλοφτιαγμένο κορμί και λευκή επιδερμίδα, - απ’ τα καλά σκαριά όπως συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι άνθρωποι της θάλασσας, φαινόταν πολύ εύκολα από την όλη παρουσία της πως ήταν ξένη. Έβγαλε το μπλουζάκι της και τη φούστα της, πέταξε με  μια ιδιαίτερη χάρη το περιττό...  στηθόδεσμό της από το μπικίνι της και ξάπλωσε στην ξαπλώστρα της με μεγάλη ικανοποίηση, για να απολαύσει τον κυκλαδίτικο ήλιο, που ήταν ότι έπρεπε για μια αβλαβή ηλιοθεραπεία για τη λευκή επιδερμίδα της. Ο άντρας, άλλαξε κι’ αυτός φορώντας το μαγιό του, ξάπλωσε στη δική του ξαπλώστρα, ανοίγοντας το μικρό ραδιοφωνάκι του, ενώ η γυναίκα άρχιζε να διαβάζει ένα βιβλίο. Τα παιδιά συνέχιζαν απορροφημένα τις δημιουργίες τους, με υλικά, μόνο την άμμο...

Αγναντεύοντας το πέλαγο – η συνάντηση.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στη μοναδική συντροφιά που είχαμε στην άλλοτε κοσμοπολίτική παραλία του «Ορνό» γυρίζοντας τα μάτια μου προς το μπουγάζι Ικαρίας – Μυκόνου συγκεκριμένα στις βραχονησίδες «Χταπόδια» βλέπω ένα σκάφος που λόγω της απόστασης δε μπορούσα να διακρίνω το σκαρί του, θαλασσοδερνόταν με τα κύματα με κατεύθυνση τη θέση που είχαμε εμείς  αγκυροβολήσει.  Η οικογένεια στη στεριά - γιατί τελικά αυτό ήταν- συνέχιζε ο καθένας χωριστά να απολαμβάνει τον ήλιο, την αμμουδερή παραλία και εκείνο το ιδιαίτερο με τα χίλια χρώματα και αρώματα των κυκλαδονήσων, με το μοναδικό βαθυγάλανο της Αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας, που χιλιάδες ανθρώπους έχει μαγέψει και άλλες τόσες ιστορίες έχουν   γραφτεί στο πέρασμα των χρόνων. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του δημοσιογράφου εκφωνητή  να λέει τις ειδήσεις από το ραδιοφωνάκι που είχε ανοιγμένο ο άντρας που ήταν ξαπλωμένος στην ξαπλώστρα του στην παραλία. Στη συνέχεια, ακούστηκε ο δημοσιογράφος Κώστας Κούγιας να ενημερώνει τους ακροατές για την κίνηση των μετοχών στο χρηματιστήριο. – «Κυρίες και κύριοι οι μετοχές στη Σοφοκλέους σε ελεύθερη πτώση. Το ίδιο και στα διεθνή χρηματιστήρια. Οι ειδικόι συνιστούν ψυχραιμία» Ο άντρας που αναπαυόταν στην ξαπλώστρα ανασηκώθηκε, έβγαλε έναν αναστεναγμό και γύρισε   κοιτώντας τη γυναίκα του που έδειχνε να συνεχίζει να διαβάζει, λέγοντάς της. «Το άκουσες  Μαρί. Είναι γραφτό μας να μην πάμε και εφέτος ση Στοκχόλμη να δεις τους γονείς σου και τα παιδιά  τον παππού και τη γιαγιά». Η γυναίκα δεν απάντησε, συνέχιζε να διαβάζει. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε...  Όμως  ποιος να ήξερε τι φουρτουνιασμένα κύματα κτυπούσαν τη ψυχή της.... 
Εν τω μεταξύ, το σκάφος από του μπουγάζι της Ικαρίας ζύγωσε κοντά σε εμάς και μπορούσα να διακρίνω  καλά τις λεπτομέρειες. Ήταν ένα τρεχαντήρι που το είχαμε συναντήσει πολλές φορές στις Κυκλάδες. Το όνομά του ήταν «ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ» Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας παλιός μου  φίλος  ο καπετάν Σκεύος. Ήταν πολύ πιο μικρός από εμένα και όταν πρωτογνωριστήκαμε σε ηλικία 12 ετών αυτός , ήταν πρωτόμπαρκος   στου θείου του το σφουγγαράδικο από την Κάλυμνο. Η θάλασσα τότε ήταν στα πλούτη της, είχε πολλά σφουγγάρια και ψάρια και απ’ όλα τα καλά. Τώρα τα πρώτα έχουν «πεθάνει» εντελώς!  Μαζί με αυτά και τα σφουγγαράδικα και οι βουτηχτές έχουν αλλάξει επάγγελμα.  Αυτή η δουλειά για τους Καλύμνιους και τους Σημειακούς κυρίως δεν ήταν μόνο επάγγελμα, ήταν κάτι παραπάνω.-  Ήταν θρησκεία. Ατέλειωτες συγκινητικές ιστορίες έχουν ακούσει τ’ αυτιά μου με τον ψυχικό δεσμό που είχαν αυτοί οι άνθρωποι με το βυθό της θάλασσας, τα παθήματά τους, τους πνιγμούς και άλλα πολλά. Και καθώς ο «ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ» ζύγωσε πολύ κοντά μας γνώρισε και ο καπετάν  Σκεύος το δικό μας καΐκι και ήρθε και πλεύρισε δίπλα μας. Άρχισαν οι χαρές, τα χαμόγελα, τα ανταμώματα, γιατί και το πλήρωμά του ήσαν όλοι γνωστοί.  Ο Σκεύος, αυτό το κοκαλιάρικο μουτσάκι ( ναυτάκι) που είχα γνωρίσει παλιά πριν πολλά χρόνια, τώρα είχε γίνει ένας λεβέντης άντρας, ψηλός – λιγνός, με μαύρα σγουρά μαλλιά και ο κλασικός τύπος του γυναικά, γι’ αυτό και οι γυναίκες στις Κυκλάδες ξένες και ντόπιες δεν το άφηναν ήσυχο. Μα σαν τέλειωσαν τα καλωσορίσματα, κάτι ξεχώρισα μέσα από τα μάτια του καπ. Σκεύου  ότι τον βασάνιζε και παράλληλα παρατήρησα πως στο σκάφος του δεν υπήρχαν τα αλιευτικά του εργαλεία. Ο Σκεύος χρόνια τώρα αφού η σπογγαλιεία «πέθανε», ψάρευε ξιφίες με ξιφιοπαράγαδα, αλλά και αυτό το ψάρεμα δεν πήγαινε καλά. Ένας λόγος, ήταν και οι γυναίκες... Αυτά τα δύο ψαρέματα... δεν ταυτίστηκαν ποτέ, γιατί το ένα  σε θέλει στη θάλασσα και το άλλο στη στεριά... Τον ρώτησα που είναι τα αλιευτικά σου εργαλεία. Και αυτός μου απαντά – «Μωρέ καπετάνιε κόβει  το μάτι σου». – Η δουλειά μου είναι αυτή Σκεύο του απαντώ. Φέτος κλείνω  περισσότερο από μισό αιώνα στη ψαρωσύνη. Για να δούμε το ρυθμό που τρέχουν οι εξελίξεις στη θάλασσα θα προλάβεις εσύ να τα συμπληρώσεις εάν φυσικά έχεις την υγειά σους;; -Και με εκείνη την καλύμνικη προφορά μου απαντά:  Έχεις δίκιο, αλλά όσο για τα εργαλεία μου είναι στο πέλαος και που θες μαθές να ξέρω που τα αρμενίζουν τα ρέματα από τον «κάβο Πάπα» της Ικαρίας που τα έριξα προς τη Μύκονο που βρίσκονται τώρα.  Προς τα Ψαρά και τη Χίο ή προς τα Δωδεκάνησα.. Γρήγορα όμως η στεναχώρια του Σκεύου  πέρασε μόλις γύρισε την αετίσια ματιά του  πάνω στη γυμνόστηθη ξανθιά καλλονή που συνέχιζε όπως έδειχνε να διαβάζει. Και συνεχίζοντας μου λέει. «Καπ. Σταμάτη για τα ξιφιοπαράγαδα θα σκάσουμε τώρα, κοίτα εκεί μια ρώγα Παναγιά μου και τι φιδίσιο κορμί»!  Και είχε δίκιο. Ήταν 25 χρονών παλικάρι. Το αίμα του έβραζε μέσα του και πάνω απ’ όλα είχε πάθος με τις γυναίκες, γι’ αυτό δεν έκανε και προκοπή! ....

Τα ψάρια για την κακαβιά ήταν έτοιμα- ξυσμένα, προσθέσαμε και άλλα για τους φίλους μας και με τα επιπρόσθετα υλικά και άρχισαν να βράζουν στο καζάνι μας. Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο δικό μας καΐκι να κάνουμε διάφορες δουλειές και να λέμε ψαράδικες ιστορίες από τα παλιά.

Αναπάντεχα - εκπλήξεις
Τελικά στην έρημη και ήσυχη αρχικά παραλία του «Ορνό» μας περίμεναν εκπλήξεις. Κάποια στιγμή, ήταν πλέον περασμένο μεσημέρι και στην παραλία φάνηκε από μακριά μια γυναικεία σιλουέτα με ένα σκύλο για παρέα να έρχεται προς το μέρος μας.  Σα ζύγωσε κοντά μας, είδαμε πως επρόκειτο για μια νέα γυναίκα με ένα πανέμορφο λυκόσκυλο. Το σκυλί φαινόταν εκπαιδευμένο, γιατί υπάκουε σε κάθε εντολή που του έδινε  η αφεντικίνα του. Άλλαξε η γυναίκα φορώντας το μαγιό της και έδωσε εντολή στο πανέξυπνο λυκόσκυλο να μπούνε μαζί στη θάλασσα. Αυτό στην αρχή υπάκουε αλλά στη συνέχεια έκανε κόλπα και μπαινόβγαινε στο νερό. Κατόπιν η κοπέλα βγήκε  στ’ ανοικτά και το χαριτωμένο λυκόσκυλο σα ζηλιάρης εραστής... κολυμπώντας, την ακολούθησε στα βαθιά. Τι έγινε μετά όταν συναντήθηκαν, δεν μπορώ να σας το περιγράψω απόλυτα. –Άρχισε το σκυλί να αγκαλιάζει την κοπέλα με τα μπροστινά του πόδια, να τη φιλάει και να τη γλείφει, το ίδιο έκανε και αυτή!! Ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρων.  Το μάτι του Σκεύου γαρίδα(!) παρακολουθούσε τη σκηνή με ιδιαίτερη περιέργεια και κάποια στιγμή γυρίζει και μας λέει. «Παναγιά μου δε με έκανες λυκόσκυλο» Εν τω μεταξύ η κακαβιά έγινε, έφερε ο Σκεύος από το καΐκι του ένα πεντογάλονο  κρασί και αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε. Να όμως που δεν ήταν γραπτό μας να τελειώσει η μέρα μας με αυτά τα δύο περιστατικά.  Μια άλλη κυρία μόνη της αυτή τη φορά ζύγωσε τα καΐκια μας και τις δυο άλλες συντροφιές.  Ακούμπησε τη τσάντα της και το ψάθινο στρώμα της στην παραλία, έβγαλε το φόρεμά της που έφτανε έως τους; αστραγάλους της και από μέσα φορούσε ένα ολόσωμο κόκκινο μαγιό. Έλυσε τα μαλλιά της από κότσο που τα είχε δεμένα και τα άφησε να πέσουν  στους ώμους της , (έμοιαζε σαν την Μαγδαληνή...) έκανε το Σταυρό της και θέλοντας να νιώσει για λίγο ελεύθερη, βούτηξε μέσα στη θάλασσα αφήνοντας έναν αναστεναγμό ιδιαίτερης ικανοποίησης, όταν το σώμα της ήρθε σε επαφή με το νερό.  Ζύγωσε κολυμπώντας τα καΐκια μας, ενώ εμείς συνεχίζαμε να τρώμε και να πίνουμε και το πεντογάλονο με το κρασί είχε πιάσει πάτο! Η κυρία κολυμπούσε σοβαρή και σεμνή, με γυρισμένη την πλάτη της προς εμάς, αλλά τα πυρωμένα μάτια της, είχαν ρίξει τις εξεταστικές  ματιές  της προηγουμένως. Λίγο πιο μακριά τα παιχνίδια με την κοπέλα και το λυκόσκυλο συνεχίζονταν και ο Σκεύος καθώς ήταν στο τσακίρ κέφι που είχε δημιουργήσει η ρετσίνα, τα νιάτα, αλλά και οι ορμές αυτής της ηλικίας κάθε τόσο μας έλεγε:«Παναγιά μου δε με έκανες λυκόσκυλο ή τι ρώγα είναι αυτή και τι φιδίσιο κορμί...» Και η σεμνή κυρία κολυμπώντας πάντα με γυρισμένη την πλάτη προς εμάς κρυφάκουγε όλα αυτά και άρχισε να λέει δυνατά για να ακούμε εμείς, - «θα ρίξει φωτιά ο θεός να μας κάψει!» Το σκηνικό συνεχιζόταν γύρω μας έτσι επί ώρα, με όλους τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους της ιστορία μας, ώσπου το φαΐ και το κρασί μας τελείωσε. Η σουηδέζα με το σύζυγό της και τα δύο ξανθά αγοράκια άρχιζαν να ντύνονται  και να μαζεύουν τα πράγματά τους. Η κοπέλα με το λυκόσκυλο είχαν τελειώσει τα παιχνίδια τους και είχαν βγει στη στεριά και ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Και τελευταία η κυρία με το κόκκινο μαγιό και  τα ξέπλεκα μαλλιά αφού είχε στεγνώσει από το αλμυρό νερό, είχε ντυθεί και ήταν έτοιμη να φύγει και αυτή, όταν την άκουσα να με φωνάζει και να μου λέει. –«Καπετάνιε έλα να σου δώσω ένα βιβλιαράκι γιατί δεν έχω άλλο, να το δώσεις στο παλικάρι που ήθελε η Παναγία να τον κάνει λυκόσκυλο!» Πηγαίνω κοντά της, παίρνω το βιβλιαράκι που έγραφε στο εμπροσθόφυλλο «Ιησούς Χρηστός Νικά» Η κυρία με ευχαρίστησε σοβαρή όπως ήρθε και έφυγε. Δίνω το βιβλιαράκι στον Σκεύο που μόλις το είδε, μου λέει – κατάλαβα... Όμως, ο Σκεύος δεν είχε καταλάβει, γιατί η έκπληξη ήταν μέσα στο βιβλιαράκι.  Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί ήταν γραμμένη η φράση. «‘Εάν δεν έρθεις να με βρεις, θα ρίξει ο Θεός φωτιά να σε κάψει» Από κάτω η διεύθυνσή της, το τηλέφωνό της και το όνομα της - Πελαγία Κ. Το ερωτικό ένστικτο του γυναικοκατακτητή, αυτή τη φορά είχε λαθέψει και πολύ μάλιστα... Και ο Σκεύος έκπληκτος για την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα μου είπε: «Καπετάνιε της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος»Από τότε μέχρι σήμερα δεν ξανασυναντήθηκα με το Σκεύο για να μάθω τη συνέχεια αυτού του γεγονότος. Εάν υπήρξε και την πληροφορηθώ και έχει κάποιο ενδιαφέρον, ίσως τη γράψω.

Κυκλάδες 13 Οκτωβρίου 2003
ΣΤΑΜΑΤΗΣ  ΔΑΜΑΛΙΤΗΣ
Δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» στις   2 Μαρτίου 2004 ημέρα Τρίτη.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

ΤΑ ΨΕΥΤΙΚΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ...

Henry-A.-Wallace-Townsend.jpeg

"Οι καρδιές μας είναι μαζί με τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά της Ελλάδας. Ποτέ δεν θα λησμονήσουμε τις αδικίες που έχουν διαπραχθεί σε βάρος της Ελλάδας, όταν έρθει η ημέρα της κρίσης..."
Χένρυ Ουάλας, Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, 1944


Sir Winston S Churchill.jpg


"Ας μείνει ήσυχη η Ελλάδα: θα πάρει όλα όσα της ανήκουν. Θ' αποκτήσει τα εδάφη της στο ακέραιο και θα ζήσει περήφανη και ηρωική μέσα στους νικητές..."
Ουίνστον Τσώρτσιλ, Πρωθυπουργός της Αγγλίας



"Όταν νικήσουμε, θα μπούμε στη Βουλγαρία ως τιμωροί, στη Γιουγκοσλαβια ως ελευθερωτές και στην Ελλάδα ως προσκυνητές ..."
Ιωσήφ Στάλην




«Η πιο ωραία εικόνα στην Έκθεση Φωτογραφίας στην Ερμιόνη»...

Τη δανειστήκαμε  από το blog των "Ενεργών Πολιτών Ερμιόνης "...



Χωρίς άλλα σχόλια – η εικόνα μιλάει από μόνη της …




Η 6η εθελοντική δράση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ερμιόνης "Απόστολος Θ. Γκάτσος "


Σαν Σήμερα τα εγκλήματα στο Μπλόκο της Κοκκινιάς - Τη μικρή Μόσχα όπως την αποκαλούσαν αυτή την εποχή...




Η επιχείρηση είχε προπαρασκευαστεί με λεπτομέρειες και το μυστικό είχε διαφυλαχτεί καλά. Πήραν μέρος γύρω στους 2.500 άνδρες - Γερμανοί, μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας[1] και το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων[2] υπό τον περιβόητο αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μπουραντά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχείρηση είχε ο αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.
Η ισχυρή αυτή δύναμη, που ήταν οπλισμένη με βαριά πολυβόλα, όλμους και ελαφρά άρματα, έφθασε στην Κοκκινιά τα ξημερώματα της Παρασκευής 17 Αυγούστου. Αμέσως κύκλωσε την περιοχή και στη συνέχεια διέταξε να συγκεντρωθεί όλος ο ανδρικός πληθυσμός, ηλικίας από 14 ως 60 ετών, στην πλατεία της Οσίας Ξένης (σημερινή Πλατεία 17ης Αυγούστου 1944).
Γύρω στις 9 το πρωί, η πλατεία είναι γεμάτη από κόσμο. Οι Γερμανοί δίνουν εντολή στους συγκεντρωμένους να γονατίσουν. Αμέσως, αρχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, έλληνες προδότες, που φορούν κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται και υποδεικνύουν στους Γερμανούς τους αγωνιστές και τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ. Όσους συλλαμβάνουν, τους σέρνουν σ’ ένα γειτονικό οικόπεδο και στα υπόγεια διπλανών σπιτιών και τους βασανίζουν φριχτά.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 76 στελέχη του ΕΑΜ εκτελούνται, όπως και 46 πατριώτες στη συνοικία «Αρμένικα». 30 ακόμη Κοκκινιώτες σκοτώνονται σε μεμονωμένα επεισόδια, ενώ 4 άλλοι καίγονται από την πυρπόληση τουλάχιστον 100 σπιτιών από τους επιδρομείς. Συνολικά, τα θύματα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» ανέρχονται σε 315. Την ίδια ώρα, γύρω στους 6.000 άνδρες οδηγούνται με ισχυρή συνοδεία στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ύστερα από λίγες μέρες θα μεταφερθούν σε γερμανικά στρατόπεδα περίπου 1.200, αρκετοί από τους οποίους θα εκτελεστούν ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες.

Σχετικά

  • Τα γεγονότα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» αναπαριστά η ταινία «Το Μπλόκο», που γύρισε το 1964 ο Άδωνις Κύρου (1923-1985), με πρωταγωνιστές τους Κώστα Καζάκο, Μάνο Κατράκη, Αλεξάνδρα Λαδικού, Γιάννη Φέρτη και Ξένια Καλογεροπούλου. Το σενάριο της ταινίας είναι του Γεράσιμου Σταύρου, η διεύθυνση φωτογραφίας του Γιώργου Πανουσόπουλου και του Γρηγόρη Δανάλη και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους στις 7 Δεκεμβρίου 1965 κι έκοψε 165.426 εισιτήρια.
  • Το 1982, o σκηνοθέτης Διονύσης Γρηγοράτος γύρισε για λογαριασμό της ΕΡΤ το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς»
1. Τα Τάγματα Ασφαλείας δημιουργήθηκαν από τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη το καλοκαίρι του 1943 με τη σύμφωνη γνώμη σημαντικής μερίδας του αστικού πολιτικού κόσμου, προκειμένου να αναχαιτισθεί η διαρκώς αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜ, στο οποίο κυριαρχούσε το ΚΚΕ. Ο Ράλλης εκτιμούσε ότι η τελική έκβαση του Πολέμου θα έβρισκε νικητές του Συμμάχους, οπότε θα έπρεπε άμεσα να αντιμετωπισθεί ο κομουνιστικός κίνδυνος. Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν γνωστοί με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «γερμανοτσολιάδες». Ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος μετά την απελευθέρωση προήχθη σε υποστράτηγο, ενώ o ανηψιός του Νικόλαος Πλυτζανόπουλος διετέλεσε δήμαρχος Νικαίας την περίοδο της χούντας.
2. Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων, με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μπουραντά (1900-1981), συνεργάστηκε με τους κατακτητές και πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε φόβητρο των πολιτών. Η Αριστερά αποκαλούσε του άνδρες του «μπουραντάδες». Ήταν γνωστοί για τα αντικομουνιστικά τους φρονήματα, όπως και ο επικεφαλής τους. Ο Νίκος Μπουραντάς δικάσθηκε ως δοσίλογος, αλλά απηλλάγη στις 26 Νοεμβρίου1945.

Εθελοντισμός στο Δήμο Ερμιονιδας - ήμαστε και εμείς εκεί...

...τότε αυτά τα ρεμάλια του Εικονοσκοπίου, μας αποκαλούσαν στο βρομομπλόγκ τους,  σκαφτιάδες και σκουπιδιάρηδες...
Τώρα, μήπως τους είδατε;; τους απαντήσατε;; ...
----------------------------------------------------------------------------------------- 

 Επιλογές από το προσωπικό μας αρχείο – αυτό που δεν διέγραψε ο χάκερ με τους γνωστούς εντολείς του …

Σεπτέμβριος 2011



.
Οι εθελοντές της ομάδας «Φροντίδα Οικισμών» του Δήμου Ερμιονίδας αλλά και προσωπικό επιχειρηματιών – των φυτώριων της περιοχής έδωσαν ευγενικά το εθελοντικό παρών τους!!!

Σήμερα το πρωί οι εθελοντές της Ερμιονίδας γεμάτη αγωνία για την εξέλιξη του καιρού με τα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα (καταιγίδες κτλ) που εξέδιδαν τα μετεωρολογικά δελτία της ΕΜΥ προσήλθαν στο χώρο που είχαν αναγγελθεί οι εργασίες.
Ωστόσο ο καιρός συμμάχησε μαζί μας και παρά την βραδινή κακοκαιρία με βροχή είχαμε μια μικρή προσωρινή βελτίωση του καιρού.
  
«Τα ευλογημένα χέρια…»μακριά από «τα καταραμένα στόματα...» 
και αυτή τη φορά άρχισαν το έργο και σε λίγες ώρες το τοπίο άλλαξε εικόνα!



Αυτή βέβαια είναι η πρώτη φάση του έργου στη συνέχεια σας έχουμε και άλλες εκπλήξεις.
Χιλιάδες φυτά φυτεύτηκαν και θα φυτευθούν και όλα αυτά προσφορά επιχειρηματιών που διατηρούν φυτώρια στην περιοχή και επιδίδονται στον καλλωπισμό διαφόρων χώρων.


Στην πρόσκληση της πιο πάνω εθελοντικής ομάδας από τους πολλούς που προσκλήθηκαν – συλλογικούς φορείς, μαθητιώσα νεολαία, αιρετοί και άλλοι πολίτες, προσήλθαν οι ίδιοι οι γνωστοί… Παρήγορη ήταν η συμμετοχή μικρών παιδιών, ικανοποιητική συγκριτικά με τους μεγάλους τα οποία παιδιά εργάστηκαν με κέφι και μεράκι.






Από τους αιρετούς παραβρέθηκαν ο δήμαρχος που ήταν έκδηλη η υπερηφάνεια του για τους εθελοντές δημότες του, οι αντιδήμαρχοι Σταύρος Κούστας και Παντελής Κολυμπάδης, οι πρόεδροι των Κοινοτήτων Κρανιδίου και Πορτοχελίου κα Δ. Μονά και Κ. Κόκκαλης και  o κ.σ. Κοινότητας  Ερμιόνης Μιχάλης Δρουγκάνης.

Τα ονόματα των εθελοντών δεν τα αναφέρουμε κατόπιν επιθυμία τους.
Αρκετά έχουν ακούσει από τα «καταραμένα στόματα...» δεν θέλουνε άλλα σχόλια μας είπαν...
Φώτο - ρεπορτάζ 
ΣΤΑΜΑΤΗΣ  ΔΑΜΑΛΙΤΗΣ  

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Κείμενα - Οι εραστές της γαλάζιας θεάς… στην Ερμιόνη.


«Σκέψεις και συναισθήματα, κάθε πρωί στην αγκαλιά της!»


Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα των λιγοστών, αλλά κυρίως τα δικά μας, που συνεχίζουμε και το φθινόπωρο, κάθε πρωί ανελλιπώς στην νοτιοανατολική πλευρά της Ερμιόνης, να βουτάμε στην απέραντη αγκαλιά, της «γαλάζιας θεάς».
 

Κάθε μέρα, την ίδια ώρα που ο ήλιος ανατέλλει, προσθέτει το δικό του χρυσόχρωμα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας του ερμιονικού κόλπου,- δημιουργώντας μια ασυναγώνιστη τρίπτυχη παραλλαγή-, με αυτό του γαλάζιου και του πράσινου που δημιουργεί το σμαραγδένιο!! 


Τότε, καθημερινώς, "κάποιες ψυχές" πιστές στο ραντεβού τους, βρίσκονται εκεί, στο ίδιο μέρος, στα ίδια βράχια...

Άλλοι από εσωτερικές εντολές… και άλλοι ίσως από λόγους άγνωστους για εμάς, έρχονται εδώ, «για μια - ιερή θα λέγαμε- συνάντηση με το θεοποιημένο στοιχειό, να κάνουν τη δική τους προσευχή,  το δικό τους τάμα, να αναπολήσουν!»
Έρχονται εδώ, πιστεύουμε, από την ενστικτώδη παρόρμηση και την έλξη της καταγωγής τους…
Το σώμα τους με μια αέναη κίνηση «μέσα στο κόλπο της» σε συνδυασμό με το πνεύμα και τη ψυχή τους, «ένα αρμονικό τρίγωνο, - έρμαια των στοχασμών, της πλημμυρίδας των συναισθημάτων τους και της αλμύρας της».
Η σκέψη και η φαντασία τους γεφυρωμένη, με ένα ατελείωτο πήγαινε έλα απ’ το παρόν στο παρελθόν, χιλιάδες χρόνια πριν και ξανά στο σήμερα...


Διασχίζοντας «το κορμί της», φέρνουν στη φαντασία τους και νοερά ζωγραφίζουν με το χρωστήρα τους, τις σκέψεις τους: «Τις αρχαίες τριήρεις των Ερμιονέων, να σέρνουν τα πανιά τους στον άνεμο κωπηλατώντας με την άπνοια, στη ρώτα τους για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας».


Πότε με απλωτές και πότε ύπτια κολυμπώντας, νομίζουν ότι συναγωνίζονται τους πρωτοπόρους Ερμιονείς στους αρχαίους κολυμβητικούς αγώνες στο ίδιο μέρος το γνωστό… Και εκεί, αφημένοι τρισευτυχισμένοι - στην αγκαλιά της, γυρίζοντας τη ματιά τους πότε στο βαθύ γαλάζιο του ερμιονικού κόλπου και πότε στα απομεινάρια του αρχαίου κάστρου, βλέπουν με τα μάτια της φαντασίας τους, εχθρούς, της ίδιας φυλής… να έρχονται με φουσκωμένα τα πανιά τους και τους αρχαίους Ερμιονείς πίσω από τις πολεμίστρες του κάστρου, έτοιμους να υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια της πατρίδας τους...
Βάζουν το χέρι αντήλιο και αγναντεύουν … Φράγκους και Βενετσιάνους κατακτητές, να κατακτούν το κάστρο της Θερμησίας και της Ερμιόνης...

Φέρνουν νοητά στη μνήμη τους κυνηγημένους εγκληματίες φυγόδικους κουρσάρους πειρατές, να φτιάχνουν τον αρχαίο οικισμό και το κάστρο τους, στις απόκρημνες πλαγιές απέναντι στην ερημόνησο σήμερα «Δοκό»

Ακολουθούν τη γραφίδα του ιστορικού και φανταστικά φέρνουν στη σκέψη τους τις υδραίικες μπρατσέρες και γολέτες να περνούν το στενό «Μουζάκι», για να κολλήσουν τα μπουρλότα τους στον τουρκικό στόλο...

Θυμούνται διηγήσεις των γονέων τους και των παππούδων τους από τον «πόλεμο του 40» με τα γερμανικά αεροπλάνα να προσπαθούν και τελικά να βυθίζουν το φορτηγό πλοίο «ΟΛΑΝΔΙΑ» στην απέναντι ακτή, με όλα τα πολεμικά και άλλα εφόδια με προορισμό, τη μάχη της Κρήτης...

Έρχονται στη μνήμη τους γλυκές αναμνήσεις… από τις δεκαετίες του (50) και του (60) με το φωτογράφο της Ερμιονίδας Στέφο Αλεξανδρίδη, να απαθανατίζει αξέχαστες σκηνές από τον περίπατο του «νυφοπάζαρου» στον πευκώνα του «Μπίστι»...
Βλέπουν αναπολώντας χορταριασμένο τώρα, το άλλοτε χιλιοπατημένο «μονοπάτι της αγάπης» στο κέντρο του πευκώνα, από τα ζευγαράκια των ερωτευμένων στο νυκτερινό ραντεβού τους στην «πλατεία» (δάπεδο του αρχαίου ναού της θεάς Αθηνάς...
Σκέπτονται με αγωνία τα νέα βλαστάρια του Ν.Ο.ΕΡ. αν θα συνεχίσουν την αρχαία παράδοση και να μην είναι αυτό το ξεκίνημα ένας παροδικός ρομαντισμός, με ό,τι αυτό σημαίνει για την κοινωνία μας...

Ονειρεύονται αυτό τον τόπο, να ξαναζήσει ημέρες δόξας και πολιτισμού, όπως αυτές των αρχαίων χρόνων και να βγει από το τέλμα, που νοσηροί φιλόδοξοι εξουσιαστές τον οδήγησαν και τον βούλιαξαν στον «πυθμένα» του, με την ανοχή των περισσοτέρων αδιαφορούντων και σκοπίμως εθελοτυφλούντων…

Παρακαλούν το θεό να τους έχει καλά,  «να ερωτοτροπούν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν, στα νερά της γαλανομάτας μάγισσας, της αιώνιας Κίρκης»…

Τέλος, πιστεύουν, πως μέσα στο γαλάζιο της αγκαλιάζουν όλη τη ζωή, τους έρωτες και τις χαρές της και το μόνο που ζητούν τώρα από τις ανώτερες δυνάμεις είναι, κάθε φορά που ξημερώνει και ο ήλιος φωτίζει τη Γη, να μπορούν να ελπίζουν, ατενίζοντας την απεραντοσύνη και την ομορφιά της...

Σ.Σ. Αγαπητοί αναγνώστες συγχωρήστε μου τον υπερβολικό λυρισμό. 
Όμως, όταν έχεις γεννηθεί και γαλουχηθεί μέσα στη θάλασσα και γνωρίζεις την ιστορία του τόπου σου, δεν είναι δυνατόν να αισθάνεσαι διαφορετικά. Ανεξάρτητα αν κάποιοι άνθρωποι για λόγους δικούς τους, αυτό δεν μπορούν να το εκφράσουν.

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» την Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2005
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΔΑΜΑΛΙΤΗΣ

Ως μνημόσυνο στον Ερμιονίτη φίλο μας και καλλιτέχνη Κώστα Γκάτσο.


«Ταλέντο: το φυσικό χάρισμα, η εξαιρετική ικανότητα σε κάτι που διαθέτει κανείς εκ γενετής».






Αυτή τη σκέψη κάνουμε όταν το μάτι μας πέφτει καθημερινώς πάνω σε μια παράσταση φτιαγμένη με την τεχνοτροπία του ψηφιδωτού «ηρώων» του Θεάτρου Σκιών που έχουμε στο σπίτι μας, έργο του φίλου μας και συμπατριώτη Κώστα Αντριανού Γκάτσου.


Ο αυτοδίδακτος, ταλαντούχος καλλιτέχνης, έχει δημιουργήσει πολλά τέτοια έργα.
Έργα φτιαγμένα με την πιο πάνω τεχνική. Ειδικότερα προσωπογραφίες, που κατά την άποψή μας μπορούν να αποδοθούν με δυσκολία πιστά, ακολουθώντας τη συγκεκριμένη τεχνική.

Θεωρούμε, ότι η ιστορία του τόπου μας αλλά και το ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον έχουν ωθήσει πολλούς συμπατριώτες μας Ερμιονίτες στο να εκφράσουν αυτό το χάρισμα με το οποίο η φύση απλόχερα τους προίκισε.
Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει ασυγκίνητο και τον Κώστα στο να εκφράσει το έμφυτο ταλέντο που έχει στη ζωγραφική, το οποίο εκδηλώθηκε από την παιδική του κιόλας ηλικία.
 ΣΤΑΜ.  ΔΑΜ.


Ένας ύμνος για το Κρανίδι και την Ερμιονίδα που γράφτηκε με την ευκαιρία της κηδείας του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗ.

Απόσπασμα από το βιβλίο  "ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΕΠΟΥΛΗΣ" 
που εξέδωσε ο Δήμος Κρανιδίου το 2000.

Αποτέλεσμα εικόνας για Κώστας Αθάνατος δημοσιογράφος

Ένας  ύμνος για το Κρανίδι και την Ερμιονίδα από τον δημοσιογράφο 
Κώστα Αθάνατο πρίν από 95 χρόνια!!!

[…]"Εις τήν κορνίζα τού Κρανιδιού, τό κάδρο δεν αντέχει πολλά χρώματα• 
κρατεί μόνον τήν πρασινάδα της χλόης, τό γαλάζιο της θάλασσας 
καί τό κίτρινο των τσεμπεριών: ιδού ή τριχρωμία της αρετής."…


Υ.Γ. Κάθε παράγραφος βέβαια αυτού του κειμένου είναι για υπογράμμιση... 
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------



ΕΙΣ ΤΟ ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟΝ ΠΑΤΡΙΚΟΝ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΚΡΑΝΙΔΙ,

Πέμπτη 15 Μαΐου 1924.

Ιδού ότι άπό πρωίας σήμερον ευρισκόμεθα εις τό Κρανίδι. Τί είναι τό Κρανίδι; Μήπως είναι ή Θεσσαλονίκη, ό Βόλος, ή Πάτρα, ή Κρήτη — ένα, τέλος πάντων, άπό τά μεγάλα κέντρα μας όπου θά ήτο πολύ φυσικόν νά βρεθή αίφνης κανείς; "Η μήπως είναι ή Σμύρνη, ή Πόλι, τα Δωδεκάνησα — άντικείμενον των εθνικών μας διεκδικήσεων, όπου βέβαια δέν θά παρεξενεύετο κανείς νά ίδή τόν στόλον, τόν στρατόν, τήν δημοσιογραφίαν, τήν Κυβέρνησην, τούς λόγους καί τάς σάλπιγγας; Καί όμως είς τό ταπεινόν καί δύσβατον Κρανίδι συνεκεντρώθη τό σύμπαν σήμερον. Οί υπουργοί καί οι πρωθυπουργοί, οί πρώην πρωθυπουργοί, οί έπίδοξοι πρωθυπουργοί, οί στρατηγοί, οι ρεδιγκότες, τά ψηλά καί τά ήμίψηλα, τά μονόκλ, τά γυαλιά τά γαντζωμένα άπό τ' αύτιά, οι έλληνικούρες, τά γαλλικά, οί μεγαλόσταυροι στά μαξιλαράκια, οι στολές, τά χρυσά, τά σπαθιά, τά πλοία, ό Τσούρτσος μέ τά στέφανα, ή σφριγώσα νεότης καί τά σκουριασμένα γηρατειά, ή άγρυπνία, ή περιπέτεια, τά δάκρυα...
Είς τό Κρανίδι! Ιδού ή έκδίκησις του Ρέπουλη. Έδώ, σου λέει, θά τσαλακωθήτε μασκαράδες, θά πιαστήτε άπό τ' άγκάθια στό δρόμο, θά σας δείρει ή βροχή, θά πεινάσετε, θά διψάσετε, θά λυώσετε στά πόδια σας, θά ξελαρυγγιστήτε, θά πονέσετε, θά υποφέρετε, θά ταλαιπωρηθήτε, θά τ' άφήσετε όλα σύξυλα καί θάρθητε όλοι νά μέ κηδεύσετε μαζί μέ τά κοντοβράκια καί τίς μαντηλούσες του χωριού. οι έλληνικούρες καί τά γαλλικά σας θ' άνακατωθούν καί θά υποχωρήσουν μέσα στ' άρβανίτικα, οι στολές σας καί τά παράσημα θά είναι τίποτα μέσα στό πλήθος μέ τά κίτρινα τσεμπέρια, καί οί επικήδειοι τού χειρογράφου σας θά πνιγούν στά χωριάτικα μοιρολόγια. Έδώ, στό Κρανίδι. Γιατί, εγώ ήμουν ένας φτωχός καί τίμιος άνθρωπος, κι' αυτό είναι ό μεγαλύτερος τίτλος τής τιμής. Γιατί εγώ, ήμουνα ό καλός, κι' αύτό είναι στόν κόσμο τό σπουδαιότερο. Τήν ώρα πού πεθαίνω, λοιπόν, άδικημένος καί άνυπεράσπιστος, οί όροι μεταστρέφονται καί θά έξιλασθήτε σεις, καί όχι έγώ, άπάνω άπό τό σκαμμένο λάκκο του τάφου μου!...
Εις τό Κρανίδι, λοιπόν. 'Άν ό νεκρός μετεφέρετο στήν Αθήνα, δεν θά εύρισκεν ούτε μέ τόν θάνατον τήν εύκαιρίαν νά δικαιωθή όσον τού άξιζεν ή μνήμη του. Γι' αύτό, άλλως τε, τού έκαμε κι' ό χάρος τό χατήρι του καί δεν τόν πήρεν ούτε στό πολυθόρυβο Παρίσι νά κηδευθή σαν αριθμός, ούτε καί στήν πρωτεύουσα νά πεθάνη σαν επίσημος. Τόν ειδοποίησε νάρθη στό χωριό του, καί νά τελειώση τη ζωή, καθώς τήν είχεν άρχίση κάποτε, σεμνός καί ώραίος καί άνεπιτήδευτος.
Νά μάθουμε άλλοτε νά μήν περιφρονούμε τά Κρανίδια μας, οί μάταιοι άνθρωποι. Νά καταλάβουμε ότι τά Κρανίδια τού καθενός μας είναι τό πάν. Τά Κρανίδια, πού μας έβγαλαν δικαιούνται καί νά μας παίρνουν. Τά Κρανίδια, πού αύτά μόνον θά ξαναβγάλουν καί άλλους μιά μέρα σάν κι' εμάς. Εις τήν κορνίζα τού Κρανιδιού, τό κάδρο δεν αντέχει πολλά χρώματα• κρατεί μόνον τήν πρασινάδα της χλόης, τό γαλάζιο της θάλασσας καί τό κίτρινο των τσεμπεριών: ιδού ή τριχρωμία της άρετής. Τ' άλλα όλα, τά χρυσάφια των παρασήμων καί των στολών, τά διαμάντια τών τελετών, τά φωσφορίσματα τοϋ ήλεκτρισμού είναι μηδέν. "Εχουν άξία πολύ πρόσκαιρη, καί ό θάνατος δέν τά καταδέχεται. Τ' άφήνει σέ 'μάς, μαζί μέ τό σαρκασμό του. Θέλετε εύθανασίαν; Φιλοδοξήσατε νά ταφήτε στό Κρανίδι σας. Έκεί θά μετρηθη καί ή ούσία της άξίας σας. Μ' ενα ζύγι χωρίς ψέματα. Όσο δουλέψατε πραγματικά, τόσο θά σάς άποδοθούν καί αί τιμαί. Μέ τήν εύκολίαν τών αύτοκινήτων εις τόν μητροπολιτικόν ναόν τών Αθηνών, τό ξέρω κι' εγώ. Θά σάς γελάσουν καί στό θάνατο οί άνθρωποι, όπως σάς γελούσαν καί στή ζωή, καί πεθαίνοντας θά πιστέψετε άλλη μιά φορά, κακόμοιροι, ότι υπήρξατε κάτι τί, όπως τό πιστεύατε καί όταν ζούσατε... Γιά , ελάτε όμως καί στό Κρανίδι, μιά στιγμή. Νά ιδούμε, πόσοι σάς άκολουθούν. Αύτό θά πή Ρέπουλης — τό λέω γιά σάς όσοι δέν τόν ήξέρατε καί όσοι τόν κατεδικάζατε, ένώ άπλούστατα κατεδικάζατε τόν εαυτόν σας νά μή μάθη ποτέ τήν άλήθεια.
Ή «Πέργαμος» είναι το ταχύτερον πολεμικόν τού στόλου μας. Καί ό κυβερνήτης του ό κ. Τριανταφυλλίδης, εις τό ναυτικόν μας — λεβεντόπαιδο. Τό άπέδειξαν καί οί δύο σήμερον. Σαϊτα ήταν καί διέσχισε τήν κεντητή κορδέλλα άπό τόν Σαρωνικό έως τόν Αργολικό. Ταξείδι όνειρο. Σαρανταεπτά μίλια μέσα σέ δύο ώρες καί δέκα λεπτά! Ξέρετε τί θά πη αύτό; Νά είναι Μάης, καί οί άπαλοί μαστοί της Τροιζηνίας νά έχουν στρωθή μέ βελούδο, καί ή θάλασσα νά είναι φρεσκοβαμμένη βαθυγάλαζη, καί πίσω στόν έλικα τού τορπιλλικοϋ ό άφρός νά σηκώνη μανιασμένα βουνά, καί νά είναι όλο ξέρες έρημόνησα, καί νά περνούμε όλο άπό υδάτινα στενά, μέ στροφές γοργές, σάν κάτι που φαντάζεται κανείς σέ παραμύθια. Καί τή γραμμή νά μή τήν ξέρη από τους έπιβάτες σχεδόν άλλος κανείς από τόν ύπουργόν των Εσωτερικών, τόν κ. Π. Άραβαντινόν, καί νά μας άποκαλύπτη σέ κάθε πέρασμα κομμάτια σπάνια από τήν Αίγινα, τόν Πόρο, τήν "Υδρα, άπ' όλο έκείνο τό σύμπλεγμα των νεράιδων του κύματος, πού είναι γεμάτο άπό κλέη στήν παληά καί στή νεώτερη ιστορία μας, πού είναι γεμάτο άπό βράχους άπότομους καί άπό άμμουδιές γαλήνιες, άπό τοπία όλοφώτεινα καί γελαστά, άπό λογής- λογής ομορφιές, πού εναλλάσσονται πολυποίκιλα σέ κάθε στροφή. Καί νά φθάνουμε κάποτε στήν Ερμιόνη ολοταχώς. Καί νά καμαρώνουν στίς κορυφές, φρέσκοι σά νά χτίστηκαν χθές, γραμμή οί άνεμόμυλοι οί ολοστρόγγυλοι μέ τά φτερά τους. Καί τά σπιτάκια νάναι στή σειρά, καί ή χωριατοπούλες σκαρφαλωμένες στά ψηλά νά μας άγναντεύουν μέ τήν παλάμη γείσο στά μάτια τους, καί νά βασιλεύη γύρω ή σιωπή βαθειά όπως ό θάνατος, γιά τόν όποίον έθυμηθήκαμε ότι πηγαίναμε... Τό Κρανίδι είναι χτισμένο στόν ψηλότερο λόφο, στήν κορφή, καταμεσίς στή χερσόνησο. Άπό τήν Ερμιόνη, μπροστά στό λιμανάκι της είνε χαραγμένος δρόμος καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα. Περνάει μέσ' άπό άμπέλια βλαστημένα, μέ κάτι κούρβουλα ψηλά, μέ άνάστημα περήφανο πού θά γύρη μεθαύριο άπό τά γλυκά σταφύλια, περνάει άπό χωράφια καί ελαιόδεντρα, άπό νταμάρια, άπό ξεροπόταμα, άπό πλαγιές καί είναι όλο πρασινάδα, γαλήνη καί δροσιά. Τό χωριό τό Κρανίδι είναι καλοχτισμένο καί άπέραντο. Σκαρφαλωμένο στά πέτρινα υψώματα, κι' άπό δεξιά κι' άπό άριστερά, κι' άπό παντού τριγυρισμένο μέ θάλασσα, πού ξεπροβάλλει τούς ορμίσκους της, σέ κάθε βήμα, σέ κάθε μεριά, σάν ζωγραφικό πολύπτυχο, σάν διήγησις εαρινού ονείρου. Οί άντρες του είνε ψηλοί καί μέ χαρακτηριστικά άδρά, όπως κι' εκείνος. "Ενας αδελφός του μάλιστα πού τόν βρίσκουμε συντετριμμένον άπάνω στήν κάσσα —όχι ό Κοσμάς Ρέπουλης, ό δικηγόρος τών Αθηνών, πού ξέρετε— είναι σάν τόν μακαρίτη άπαράλλακτος, μέ τό πλατύ του μέτωπο, μέ τήν κοντυλένια μύτη, μέ τούς άσπρισμένους κροτάφους του. Άπό σπίτι σέ σπίτι, ή μπασιές τών δρόμων έχουν γίνη άψίδες μέ πένθιμα πανιά. Γκλάν-γκλάν άντηχούν τά σήμαντρα. Τά πεζούλια, οί άνηφοριές, ή προεξοχές, καθώς τά σπίτια είναι άταχτα στημένα στίς πετρώδεις πτυχώσεις, είναι γεμάτα άπό μυρμηκιές γυναικόπαιδων, πού έχουν στολιστή μέ τά άρβανίτικά τους φορέματα. Χρειάζεται ώρα πολλή ώς πού νά φθάσωμε στό σπίτι, γιατί τό σπίτι τού Ρέπουλη δέν ήτο άρχοντικό, καί ούτε είχε γίνη πρόβλεψις, ότι θά γινότανε προσκύνημα,κι' ειναι χωσμένο μακρυά κι' απόμερα. Λιέβρ-γαλλικά θά πή λαγός. Λιέπουρης, αρβανίτικα - τό 'ιδιο. Λιέπουρης, λοιπόν ήταν ό πρόγονος, καί Ρέπουλης έγινε σιγά-σιγά μόνο του τό όνομα μέ τήν συνειθισμένην φθογγολογικήν έξέλιξιν. Εις τό πατρογονικόν τού Λιέπουρη είσήλθομεν, διά νά κλαύσωμεν τήν σύγχρονον δόξαν μας που έσυμβόλιζε κάτι άπ' όλους μας μαζί, από τήν προσπάθειάν μας, άπό τό παράπονόν μας, από τήν φιλοδοξίαν μας... Τό σπίτι είναι δίπατο, άπλό. Τό ξύλινο μπαλκόνι του, φαγωμένο, σκεβρωμένο, κατάμαυρο,, έτοιμόρροπο. Δέν βλέπει σέ δρόμο. Δέν υπάρχει στό Κρανίδι ρυμοτομία, ούτε αρχιτεκτονική διάταξις. Ειν' ένα πράγμα παραπολύ περίεργο. Είναι χωριό, αδερφέ. Μπαίνοντας άπό τήν αυλή, δεξιά είναι τό κελάρι. Ανεβαίνουμε καμπόσα σκαλιά. Αριστερά ή «σάλα». Μέ σεντούκια. Τό ταβάνι βαστάζεται μέ καδρόνια προσθετά. Ή εσωτερική σκάλα μάς φέρνει στήν κάμαρά του. Στήν κάμαρα πού γεννήθηκε. Στήν κάμαρα πού άπεσύρετο κυβερνήτης μέ τήν Ελλάδα των πέντε θαλασσών, κάποτε. Στήν κάμαρα πού έκλεισε τά όνειρά του άπό τίνων ήμερων. Στήν κάμαρα πού περιετοίχισε τό βαρύ του παρά- πονον. Στήν κάμαρα πού έκλεισε τά μάτια του. Στήν κάμαρα πού τόν κατησπάσθημεν νεκρόν. Στόν τοίχο ή φωτογραφία μιας χωρικής, σεμνής καί γλυκειάς καί θλιμένης — τό πορτραίτο της μητέρας του. Καί σεντούκια. Στή μέση τό φέρετρον. 'Άλλο, τίποτε. "Ιδε ό Εμμανουήλ Ρέπουλης. Άπό τό άνοιχτό παράθυρο, άπλώνεται κάτω ό κάμπος γαλήνιος όπως καί ή διπλανή του θάλασσα. Μέσ' άπό χτήματα καί περιβόλια καί βραγιές, λουφάζει ενα μικρούλι πάλλευκο χωριό. Όταν ξανακατέβηκα στήν αυλή, κι' έφθανεν ή παπαδαριά μέ τά ξεφτέρια καί οί δεσποτάδες μέ τά άμφια, είδα ενα μικρούλι άνθοστέφανο καμωμένο όλο άπό άγρια λουλούδια τού άγρού. Μιά χάρτινη κορδέλλα έγραφε: «Ή κοινότης Κοιλάδος». Ήσαν άπό έκείνο τό μέρος, πού ειχα ίδη άπό τό παράθυρο. Μπήκα πρός τό χαμώγειο, τό ξεπάτωτο κελάρι δεξιά στήν αύλή. Μιά χωρική έδερνότανε μέ ξέπλεχτα μαλλιά καί έσκουζε, κι' έμοιρολογούσεν άρβανίτικα. Ό κ. Γ. Σταμάτης, ό φίλος μου άπό τά Βίλλια, πρώην βουλευτής, μού εξηγούσε λέξι πρός λέξι τά λόγια της, τή ρίμα της, καθώς ό τόνος ό ρυθμισμένος άπάνω σέ χορικά άρχαίας τραγωδίας σούκανε νά ραγίζη τήν ψυχή άπό σπαραγμό: Κι' άπό τούς χρόνους τούς παληούς, θά βρης Μανώλη έκεί πού πας άνθρώπους πονεμένους πού κάμανε στόν τόπο τους καλό... Τό νεκροταφείο τού Κρανιδιού είναι μακριά καί τριγυρισμένο με κυπαρίσσια. Πολύ τού άρεσε νά πηγαίνη εως έκεί περίπατο. Είχε πάει καί πρό πέντε-εξη ημερών. Κάποια γρηούλα, βουτηγμένη στά μαύρα, τόν συναπάντησε. Κι' έπιάσανε κουβέντα: — Αι, κύρ' Μανωλάκη —τού είπεν— έδώ όλοι μας θά κονέψουμε... Πρίν τόν σφίξη πολύ ή καρδιά του, καί πρίν τούρθη τό αίμα, είδε στόν ύπνο του κάποιο τρομερό όνειρο, καί ξεπετάχτηκε τά μεσάνυχτα: —Καπνούς πολλούς —είπε στούς δικούς του— είδα, καί φοβούμαι, ότι έτελείωσε• δέν πειράζει πού θά πεθάνω, άλλά ήθελα άκόμη κανά- δυό χρόνια γιά κάτι πού λέω νά γράψω• ούτε αύτό... "Ενας κάποιος γνωστός του είχε παντρευτή, κατά την άπουσίαν τού Ρέπουλη στό Παρίσι, κι' ό γάμος δέν πήγε καλά καί ό άνθρωπος έχώρισεν. Όταν ό Ρέπουλης έγύρισε, μεταξύ άλλων του τό διηγήθηκαν κι' αύτό. Εκείνος, πρώτα 'ρώτησε: — Γιατί έχώρισε; Τού είπαν τό καί τό. "Υστερα ξαναρώτησε: — Λοιπόν, γιατί νά παντρευτή; "Ενας τότε του λέει: — Μά, τόν είχατε συμβουλεύση καί σείς νά τό κάμη, μιά φορά όταν σας 'ρώτησε. Καί ό Ρέπουλης, μέ τό πικρό του χαμόγελο: — Ώστε, καί γιά τό διαζύγιον τού Κ... είμαι ύπεύθυνος έγώ!...

Κώστας Αθάνατος

Σημείωση: Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», αρ. 801, 17 Μαίου 1924.


Πρόσκληση Τελετής Ορκωμοσίας Δημάρχου Ερμιονίδας Γιάννη Γεωργόπουλου