Όταν μπουσουλούσα στη δημοσιογραφία αρχές αυτού του αιώνα, (2000) ήθελα να παρουσιάσω στην εφημερίδα που έγραφα έναν μικρό έφηβο με μεγάλο φυσικό
ταλέντο στη ζωγραφική, που ήταν και μέσα στο DNA του από την οικογένεια του πατέρα του. Θυμάμαι
τότε, άρχιζα τη δημοσιογραφική παρουσίαση, ως εξής: Το ταλέντο, είναι σαν το άγριο άλογο,
σαν το σολομό που ταξιδεύει κόντρα στο ρεύμα του Μέξικο, καταπάνω σε ποτάμια και καταρράκτες, για να πάει να αφήσει τ’ αυγά του εκεί, που η φύση του έχει ορίσει!!!....
Διαβάζοντας το κείμενο του γνωστού σε όλη την Ερμιονίδα Γιώργου Μουσταΐρα, ανακλήθηκε από τη μνήμη μου
η πιο πάνω αναφορά μου και την αφιερώνω και στις δικές του συγγραφικές ανησυχίες!
Φυσικά και το δημοσίευμα για τον μικρό τότε Ερμιονίτη
καλλιτέχνη μας, υπάρχει στο έντυπο δημοσιογραφικό μου αρχείο!
STAM.DAM.D.
ΤΟΠΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
7.10.2021
Γιώργος Μουσταΐρας
Πεζογραφία
Είχε
νυχτώσει από ώρα καθώς γέμιζε το στενό ψηλό ποτήρι ως επάνω, με το χρυσοκίτρινο
υγρό. Τσίπουρο παλαιωμένο σε δρύινο βαρέλι, το αγαπημένο του ποτό, εδώ και
πολλά χρόνια. Τον βοηθούσε να σκεφτεί και να ταξιδέψει, μόνος όπως έκανε πάντα,
μιας και δεν έμαθε ποτέ τον τρόπο να επικοινωνεί. Κι ας ήταν η δουλειά του,
πάνω από τριάντα χρόνια, η επικοινωνία…
Μεγαλωμένος
στην απομόνωση της αγροικίας, με μόνη συντροφιά του τα βιβλία, χωρίς γειτονιά
και χωρίς φίλους της καθημερινότητας, είχε φυγή του και λύτρωση την
ονειροπόληση, που την έτρεφε η αχαλίνωτη φαντασία του, θεριεμένη απ’ τις
υπαρξιακές του ανάγκες και τα διαβάσματά του. Και το παράδοξο με αυτόν ήταν πως
όσο αχαλίνωτη ήταν φαντασία του τόσο συνεσταλμένος ήταν στην έκφραση των «θέλω
του» στην πραγματική ζωή.
Ο
πρώτος του σχολικός έρωτας, από το φροντιστήριο των Αγγλικών, δεν έμαθε ποτέ
την λαχτάρα του γι’ αυτήν γιατί ποτέ δεν τόλμησε να την εκφράσει, έστω και
έμμεσα. Δεν βρήκε ποτέ το θάρρος. Στο λεωφορείο, μόνο μέσα, όταν γυρνούσε από
το μάθημα, σιγοτραγουδούσε: «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο, καθόσουνα στο διπλανό
θρανίο κι όταν μου έδινες το βιβλίο μου ‘λεγες σ’ αγαπώ». Ένα «σ’ αγαπώ» που ποτέ
δεν είπε. Και κάπου – κάπου, όταν δεν τον έβλεπαν, έκλαιγε. Πάντα από τότε, ένα
τραγούδι τον συντρόφευε…
Το
τσίπουρο του ζέσταινε το λαρύγγι κι αυτός προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομά της.
Ήταν καλοκαίρι του ’87, τότε που βρήκε το θάρρος να ζητήσει από την ψιλόλιγνη
Ισλανδέζα, που έκανε διακοπές στο Ναύπλιο, να πάνε για μπάνιο στο Τολό. Μόνο
που το θάρρος του εξαντλήθηκε ως εκεί. Καθώς η βόλτα συνεχίστηκε, με το πέσιμο
της νύχτας, μέχρι την παραλία της Κάντιας, αυτός, παρά τον πόθο του,
περιορίστηκε να αγναντεύει, ξαπλωμένος στην άμμο, άβουλος, το ολόγιομο φεγγάρι,
ώσπου αυτή έσκυψε επάνω του. Όταν το όνειρο τελείωσε, όπως τελειώνουν όλα τα
όνειρα, συνήθιζε, τις νύχτες με φεγγάρι να ανεβαίνει στην ταράτσα του σπιτιού
του, στο χωριό, και να το αναζητά, προσπαθώντας, ατελέσφορα, κοιτώντας την
ολόφωτη σφαίρα, να ανακαλέσει τη μορφή της στη μνήμη του.
Ήταν
μια από εκείνες τις νύχτες, που, χρόνια μετά, κάθισε και χάραξε κάποια στιχάκια
σε μια κόλλα χαρτί:
Ένα
φεγγάρι κόκκινο, καθώς το βράδυ πέφτει,
κάνει
τη νύχτα ολόφωτη και το νερό καθρέφτη.
Να
καθρεφτίζεσαι εσύ, να πλένεσαι στο φως του,
να
λούζεσαι στα μάγια του, να νοιώθεις τον καημό του.
Γιατί
είν’ καημός που δεν μπορεί να σκύψει να σ’ αγγίξει,
καθώς
σε άλλη αγκαλιά το σώμα σου έχεις ρίξει.
Κι αυτό
στέκεται απόμακρο, μόνο και πικραμένο,
από
αγάπη ορφανό και καταφρονεμένο…
Αυτή η
αίσθηση των ανεκπλήρωτων ονείρων είναι που τον κυνηγά και θα τον κυνηγά εφ’
όρου ζωής και γιατρεμό δεν πρόκειται να βρει. Και παρόλο που η ζωή δεν του έχει
φερθεί τσιγγούνικα, αυτός συνεχίζει να ονειροφαντάζεται ταξίδια και φυγές και
προσπαθεί μέσα απ’ τα τραγούδια και τους στίχους να δραπετεύσει, έστω για λίγο,
από την καθημερινότητα και να ζήσει σε φαντασιακούς κόσμους, παράλληλους:
Καράβι
πάρε με μαζί να ταξιδέψω
και να
πιστέψω πως αν φύγω θα σωθώ,
από το
τίποτα του τώρα αν μισέψω.
Στο
γκαράζ ακόμα περιμένει κατασκονισμένη, από τα μέσα της δεκαετίας του 90, η
μοτοσυκλέτα τσόπερ, για ένα ταξίδι χωρίς πρόγραμμα και χωρίς συγκεκριμένο
προορισμό. Που, όπως φαίνεται, ποτέ δεν θα το κάνει…
Μ’
αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις απόσωσε την τελευταία γουλιά απ’ το ποτήρι,
έριξε μια ματιά έξω από την τζαμαρία – είχε φεγγαράδα – και άνοιξε το λάπτοπ να
γράψει…
_
γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας