Γράφει η Βιβή Σκούρτη
Η εκπαιδευτική νομοθεσία μεριμνά και ρυθμίζει τη λειτουργία και την οργάνωση του σχολείου• σύμφωνα λοιπόν με το νόμο το Νηπιαγωγείο του Ηλιοκάστρου αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία του για το έτος 2019-2020 ανάμεσα σε άλλα 28 Νηπιαγωγεία, λόγω έλλειψης ικανού αριθμού εγγραφών, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης. Το διάβασα και με λύπησε βαθύτατα. Το Νηπιαγωγείου Ηλιοκάστρου ήμουν η πρώτη νηπιαγωγός με την οποία ξεκίνησε τη λειτουργία του μόλις ιδρύθηκε. Διορισμένη στην Ερμιόνη και αποσπασμένη εκεί προς όφελος της υπηρεσίας το σχολικό έτος 1979.
Δεν υπήρχε
μέριμνα από την πολιτεία ούτε για το κτίριο, μα ούτε και για τον εξοπλισμό. Επίσης
δεν επαρκούσε ο χώρος στο Δημοτικό σχολείο για τη στέγασή μας, καθώς
είχε αναβαθμιστεί σε 3/Θέσιο.
Η όλη προσφορά του δύο ξύλινα θρανία και μάθημα
με τα παιδιά για μερικές ημέρες κάτω από μία ελιά. Βρέθηκε το εγκαταλειμμένο
γραφείο του Σωματείου λιθοξόων-μαρμαράδων που διαμορφώθηκε με ευθύνη των γονέων
και δική μου και που στεγαζόταν το Νηπιαγωγείο μέχρι πρότινος.
Έγιναν πολλές εργασίες υποδομής και
ευπρεπισμού με τη βοήθεια των γονέων, της αρωγής χρηματικής και προσωπικής
εργασίας των μελών του τότε Πολιτιστικού συλλόγου Γιώργου Σαλογιάννη, Γιώργου
Μίζη και τεσσάρων-πέντε ανθρώπων που καθημερινά βοηθούσαν μέχρι να στεγαστούμε
και αξίζει να μνημονεύσω: Νίκο Καλλίνη, Αργύρη Μπαλαμπάνη, Λευτέρη Μίζη,
Θύμιο Σαράντο, Αντώνη Γιάννου και ίσως ακόμα κάποιων που
ξεχνώ εξαιτίας των χρόνων.
Οι άξιες μανάδες πήραν τις βούρτσες
τους και το άσπρισαν, έδωσαν χρήματα και αγοράσαμε μοκέτα,
καρεκλάκια, τραπέζια ροτόντες κι έγινε ένα σχολείο κόσμημα που θα το ζήλευε την
εποχή εκείνη και ιδιωτικό. Ο Γιώργος με τις καλλιτεχνικές του δεξιότητες
φιλοτέχνησε την επιγραφή και σχεδίασε με μεράκι την είσοδό του, προκειμένου να
είναι ελκυστικό στα παιδιά.
Ένα σχολείο με 40 χρόνια ζωής κλείνει! Δεν
θα ακουστούν φέτος παιδικές φωνές και γέλια από τα παιχνίδια
τους. Θα μείνει ένα κτίριο αδειανό από ζωή, από δράση, από τραγούδια
και μάτια γεμάτα φως ιλαρό, άγνωστο για πόσο.
Είναι πράγματι πολύ λυπηρό!
Εκεί που υπάρχουν παιδιά η καρδιά του
τόπου χτυπά, ελπίζει, σχεδιάζει, ονειρεύεται. Τόπος χωρίς παιδιά είναι
καταδικασμένος.
Η εκπαίδευση αποτελεί μια σοβαρότατη
ενέργεια με την οποία η πνευματική, ηθική, υλική και πολιτιστική
κληρονομιά μιας κοινωνίας μεταβιβάζεται στην άλλη.
Η εκπαίδευση στοχεύει στο να μεταδοθούν οι
γνώσεις, ικανότητες θεωρητικές και πρακτικές σημαντικά εφόδια για τη ζωή του
ανθρώπου.
Κι εδώ κοιτάζοντας τις φωτογραφίες,
νοσταλγικά αντικείμενα του παρελθόντος, ενθυμήματα των τριών χρόνων που
υπηρέτησα, θυμάμαι.
Θυμάμαι παιδιά ζωηρά, πρόσχαρα, αυθόρμητα,
ατρόμητα, εκφραστικά. Θυμάμαι γονείς δοτικούς, πρόθυμους, φιλόξενους,
καλοσυνάτους, υπερήφανους, εργατικούς.
Άψογη συνεργασία, καθημερινή με τους
συναδέλφους δασκάλους (ζεύγος Δημάνη και Γκέλη Δρούγκα), γιατί από 2/θέσιο στις
μέρες μας αναβαθμίστηκε σε 3/θέσιο. Μαζί στις εκδρομές, μαζί στις εκδηλώσεις.
Στο Ηλιόκαστρο οι γονείς μού προσέφεραν με
συστολή δώρα της γης και της παραγωγής τους: χόρτα, βολβούς, φρέσκα αυγά,
υπέροχο κρασί και φρεσκοψημένο ψωμί με έντονη τη μυρωδιά του ιδρώτα τους και
φυσικά τριαντάφυλλα, πολλά τριαντάφυλλα.
Τον τόπο τους με την απείραχτη τότε ομορφιά
του βαθύτατα αγάπησα, αλλά και μου την ανταπέδωσαν στο ακέραιο. Όταν το σχολείο
τελείωνε έπαιρνα το δρόμο για την επιστροφή, περιμένοντας
στο πηγάδι για οτοστόπ τον ταχυδρόμο, το γαλατά ή το λεωφορείο που ανέβαζε τους
μαθητές, γιατί τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά.
Αρκετές φορές με καλούσαν στα σπίτια τους
για να μού περάσει η ώρα και πάντα με συντρόφευαν μέχρι να φύγω οι μαθητές μου
Θανάσης Μπαλαμπάνης και Χρήστος Μεϊντάνης.
Τα παιδιά μού έμαθαν τα χόρτα. Με μια
τσάντα κι ένα μαχαίρι στο χέρι μάζευα καθημερινά για να περάσει η ώρα. Έκτοτε
μου έμεινε αγαπητή συνήθεια.
Τις ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα τους
οδηγούσα για περίπατο στο Λόγγο, στο γήπεδο, στον Αϊ Γιάννη, στο κάστρο, που
τελικά δεν ήταν περίπατοι αλλά αληθινό ποίημα, γιατί εκεί κατάχαμα στους
βράχους συνεχιζόταν η «διδασκαλία» με τις αισθήσεις. Στιγμές που έλεγες να μην
τελειώσουν. Μορφές αλλά και τοπία των ήχων και των χρωμάτων που διατηρώ βαθιά
στη μνήμη μου.
Η γιαγιά Θωμαή ανάμεσα στις μνήμες μου.
Δεν μιλούσε, είχε όμως δυο τεράστια μάτια που σου ξεκλείδωναν ότι είχε κρυμμένο
ή παραπονεμένο μέσα της. Με κοιτούσαν και περίμεναν την καλημέρα μου. Κι αφού
την έπαιρνε, έσπευδε για τα καθημερινά ψώνια της στου Φράγκου. Και η γειτόνισσα
κυρα-Ματίνα Σαλογιάννη, μας χώριζε το ποτάμι, με τη βραχνή φωνή της
με καλούσε να με κεράσει κάθε φορά κι από κάτι, εκτός από τη ζεστή της αγκαλιά.
Από τα χέρια της έχω φάει από το μαυρισμένο της τηγάνι τις ωραιότερες τηγανιτές
πατάτες στη φωτιά, με λάδι φρέσκο παραγωγής τους.
Αλησμόνητα, βιωμένα χρόνια ζωής, αληθινής
επικοινωνίας, συντροφικότητας, ομογνωμίας, αλληλεγγύης και δράσης.