Άρθρο της Βιβής Σκούρτη που μας ταξιδεύει νοερά, σε τόπους αλαργινούς και σε θάλασσες φουρτουνιασμένες...
Δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του Περιοδικού "Στην Ερμιόνη
άλλοτε και τώρα" το έτος 2009 με αφορμή 2ήμερο εκπαιδευτικό
Πρόγραμμα που υλοποιήθηκε από τις εκπαιδευτικούς Βιβή Σκούρτη και Γκέλη Μανούσου
«Οι
φάροι είναι η παρηγοριά των θαλασσινών,
όπως τα ρημοκκλήσια επάνω στα
βουνά η παρηγοριά των χριστιανών...»
Φώτης
Κόντογλου
===================================================================================================
Οι φάροι επινοήθηκαν από την απελπισία εκείνων που
περίμεναν την επιστροφή των πλοίων που έχαναν τον προσανατολισμό τους μέσα στη
νύχτα. Αρχικά ήταν απλή φωτιά αναμμένη σε σημεία επικίνδυνα για τα πλοία. Αργότερα
οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν τους πρώτους πύργους με φάρους, στους οποίους έκαιγαν
ξύλα και η λάμψη της φωτιάς προσανατόλιζε τους ναυτικούς.
Η σχέση των φάρων με το γαλάζιο ορίζοντα
ήταν πάντα στενή, ενώ αποτελούν μνημεία σπουδαία για τη σύγχρονη
εποχή. Είναι αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα, επιβλητικά, σύμβολα
δύναμης, ελπίδας, περιπέτειας, μυστηρίου, μοναξιάς μα και γαλήνης. Στην πατρίδα
μας υπάρχουν πολλοί, δείγμα ότι η Ελλάδα ήταν και είναι μια μεγάλη
εμπορική χώρα και κατέχει ιδιαίτερα ναυτική θέση στον παγκόσμιο
χάρτη.
Ανυπέρβλητα
γοητευτικοί στη μοναξιά τους, καταδικασμένοι στη σιωπή και … θύματα της
σύγχρονης τεχνολογίας. Όσοι από αυτούς απόμειναν και δεν
αντικαταστάθηκαν, θυμίζουν πόσο πολύ αγάπησαν και αγαπούν τους ναυτικούς του
κόσμου. Κάποιοι από αυτούς παλεύουν στη φθορά του χρόνου, αλλά κυρίως με αυτήν
της εγκατάλειψης.
Φάροι μυθολογικοί, φάροι ιστορικοί όπως ο Κολοσσός
της Ρόδου 290 π.Χ.,έργο του Χάρητα Λίνδιου. Άγαλμα του Θεού Ήλιου
με πόδια ανοιχτά και στο χέρι του κρατούσε δοχείο με αναμμένη φωτιά.
Ο
φάρος της Αλεξάνδρειας 280 π.Χ.,έργο των Πτολεμαίων, κατασκευασμένο
από τον Σώστρατο τον Κνίδιο, όπου έφεγγε καίγοντας ρητινώδη ξυλεία.
Και ο φαροφύλακας! Ένα επάγγελμα γεμάτο πάθος, που
μένει εκεί, να δείχνει το δρόμο στους ναυτικούς και τους θαλασσοπόρους. Ο φάρος
αποτελείται από τον θάλαμο του φάρου, την αίθουσα της βάρδιας, το υπνοδωμάτιο
και την κουζίνα.
Κάθε
φάρος έχει τις δικές του συχνότητες, τις δικές του αναλαμπές, σε μια πορεία
άσπρη.
=======================================================================================================================
Το φανάρι στο Μπίστι της Ερμιόνης (ιστορικά
στοιχεία)
Στην Ερμιόνη υπήρχαν δυο φανάρια, το μεγάλο, εκείνο
του Μπιστιού που σώζεται μέχρι σήμερα και το μικρό του Λιμανιού
που δεν υπάρχει πια .
Αντί
αυτού φωτίζουν δυο σταθεροί φανοί στη μπούκα του λιμανιού. Το ένα δεξιά, καθώς
βγαίνεις από το λιμάνι έχει χρώμα κόκκινο και το άλλο στ’ αριστερά πράσινο.
Η τοπική ερμιονίτικη ονομασία τα θέλει να λέγονται
φανάρια και όχι φάροι. Η λέξη φάρος παραπέμπει σε ολόκληρη την κατασκευή, ενώ η
λέξη φανάρι στο πάνω μέρος του φάρου, δηλαδή στη φωτεινή πηγή, στο φανό που
έμοιαζε με φαναράκι σαν εκείνο που φτιάχνουν και κρατούν τα παιδιά. Τα Φανάρια
μας λειτουργούσαν με πετρέλαιο.
Ο φαναριέρης–φαροφύλακας αναντικατάστατος και
απαραίτητος για τη λειτουργία και συντήρηση του φάρου, φορούσε μπλε χαρακτηριστική
φόρμα. Τα άναβε κάθε βράδυ στις 6 μέχρι τις 6 το πρωί της άλλης μέρας, όπου και
τα έσβηνε για οικονομία. Για να ανάψει το φανό, έμπαινε
μέσα στο φάρο από την πόρτα του, τον κατέβαζε, και στη συνέχεια τον ανέβαζε
αναμμένο ψηλά.
Η συντήρηση και λειτουργεία του ελληνικού φαρικού
συστήματος ανήκαν και εξακολουθούν να ανήκουν στο Γενικό Επιτελείο
Ναυτικού (ΓΕΝ ).
Οι
φαναριέρηδες ανήκαν στην υπηρεσία εκείνη απ’ όπου και πληρώνονταν.
Διευθυντής
στο Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε διατελέσει και ο κ. Ευάγγελος Ψαρούδας,
πατέρας της πατριώτισσάς μας, βουλευτού και Προέδρου κ. Άννας Ψαρούδα –
Μπενάκη.
Πριν από το πόλεμο του 1940 φαναριέρης ήταν ο
μπάρμπα-Γιάννης Σπετσιώτης, παππούς του δάσκαλου Γιάννη Σπετσιώτη.
Ήταν τυφλός (αόματος) όπως συνηθιζόταν να λέγεται ως τοπική έκφραση. Το
γαϊδουράκι του εκπαιδευμένο τον μετέφερε στο φανάρι, ξεπέζευε, άναβε και όταν
εκείνο άκουγε το κλείσιμο της πόρτας ζύγωνε, εκείνος ανέβαινε επάνω του και
επέστρεφε στο σπίτι του.
Μετά από αυτόν υπηρέτησε ως φαναριέρης ο
Κωσταντής Ταρούσης παππούς του Κώστα Ταρούση και στη συνέχεια
κάποιος με το επίθετο Παπακυριακού.
Αργότερα
(από το 1945 μέχρι το 1960 περίπου), ανέλαβε ο
Σταμάτης Σταμέλος σιδηρουργός στο επάγγελμα.
Κατόπιν ο Ανδρέας Παπαβασιλείου και στη
συνέχεια ο αδελφός του Φώτης και οι δυο τους κωφάλαλοι (εδώ τους
αποκαλούσαν μουγγούς).
Σήμερα
ο φάρος του Μπιστιού που απόμεινε, λειτουργεί όπως και οι περισσότεροι φάροι με
φωτοβολταϊκά (εναλλακτική μορφή ενέργειας).
Μια
πολύ ωραία άποψη του φαναριού τυπώθηκε από τον Ερμιονικό Σύνδεσμο, ως
χριστουγεννιάτικη κάρτα το έτος 2007.
Εκτός όμως από το φανάρι του Μπιστιού, αξίζει να
αναφερθούμε ενδεικτικά στους κοντινούς μας ονομαστούς φάρους:
· τα Τσελεβίνια (ακρωτήριο Σκύλαιον) από το αρβανίτικο
τσελεβιέν, δηλαδή αναψέτο γιατί έρχονται, που η ονομασία του δόθηκε επί
Τουρκοκρατίας,
· τη Σπίθα ανάμεσα Μουζάκι και Δοκού,
· το φάρο της Ύδρας ( Ζούρβα)
· το φάρο ανάμεσα Ύδρας και Δοκού και
· το φάρο των Σπετσών που κατασκευάστηκε το 1830.
Εκείνοι
που μπορούν να απολαμβάνουν την εμπειρία των συγκινήσεων, βλέπουν τους φάρους
σαν ιστορίες που διηγούνται ζωές πραγματικές, ναυάγια ή ιστορίες μυστηριώδεις
με φαντάσματα. Ενώ για τους συγγραφείς αποτελούν πηγή
έμπνευσης με τον άνεμο που φυσάει πάνω στις φιδίσιες σκάλες, το
θόρυβο της φουρτουνιασμένης θάλασσας, τη βροχή που χτυπάει με μανία στα
παράθυρα.
Και
φυσικά ένα τέτοιο θέμα δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους ποιητές μας.
Τα
στυφά στο σκοτάδι κι όμως θαύμα
τα
γραμμένα στο φως κι όμως μαυρίλα
τα
στραμμένα επάνω τους κι όμως οι φάροι
τα
ηλιοβόρα και τα σελινοβάμονα...
Οδυσσέας Ελύτης
======================================================================================================
Φώτο με το πολυθρύλητο φανάρι
του Μπιστιού που μάγευε στην κυριολεξία τους Ερμιονίτες των παλιών χρόνων
|
Αυτό στη φώτο είναι το φανάρι της μεγάλης προβλήτας του λιμανιού |