[...]Κάποτε, σε κάθε ελληνικό χωριό ήταν φανερή η καύχηση για τη χαρά και το σφρίγος της συλλογικότητας. «Φτιάξαμε πλατεία, χτίσαμε σχολειό, φέραμε νερό» – αρχοντική καύχηση, στην κυριολεξία. Τώρα, ρίχνει χαλάζι και ο Έλληνας διαμαρτύρεται: «πού είναι το κράτος»!...
===========================================================
«Πού είναι το κράτος;»
Christos
Yiannaras | 19 Jun 2022
Το βιβλίο του Στέλιου Ράμφου
«Διακόσια χρόνια γέννα» (Εκδόσεις «Αρμός» 2022) θα τολμούσα να πω ότι είναι το
γονιμότερο αποκύημα των «εορτασμών» για τους δύο αιώνες από την εθνεγερσία μας
των Ελλήνων, στην περυσινή χρονιά. Δυστυχώς, οι κρατικές εκδηλώσεις για την
επέτειο ήταν όλες (ας συχωρεθεί η γενίκευση) νεκροφόρες: Υπηρετούσαν τη λογική
και τα τεχνάσματα του επιδερμικού εντυπωσιασμού – κραύγαζαν ότι ήσαν
«αναθέσεις» με στόχο αποκλειστικό να ικανοποιηθούν, με το κρατικό μπαξίσι, οι
κομματικοί αετονύχηδες της ετοιμοπαράδοτης φτήνιας, της κονσερβοποιημένης
εντυπωσιοθηρίας.
Το βιβλίο του Ράμφου επαναθέτει το
δραματικό ερώτημα: Γιατί οι συνεχιστές μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας υψηλού
ελληνικού πολιτισμού (του χλευαστικά λεγόμενου στη Δύση «βυζαντινού») δεν κατάφεραν,
με την εξέγερσή τους, αν όχι να επανασυνδεθούν με την αυτοκρατορική τους
παράδοση, να ξαναστήσουν τουλάχιστον ένα κρατικό σχήμα με άξονα την
ιδιαιτερότητα πολιτισμού των Ελλήνων. Να μείνουν ανυπότακτοι στην παθητική
μίμηση του ευρωπαϊκού «δικαιώματος», δηλαδή της ωμής χρησιμοθηρίας.
Με ποικίλους τρόπους και αφορμές ο
Ράμφος επιμένει σε μια θεμελιακή απορία: Γιατί οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας
ανέδειξαν υπόδειγμα συνύπαρξης την κοινότητα και απέτυχαν παταγωδώς (με
μαζοχιστική καταστροφικότητα) να συγκροτήσουν τις κοινότητες σε ενιαίο κράτος;
Υπάρχει απάντηση στο ερώτημα, την παραθέτει όμως χωρίς να εμπιστεύεται την
ερμηνευτική της ισχύ. Λέει: «Η ερμηνεία που θέλει τους εμφυλίους του Εικοσιένα
προϊόν αντιδράσεως του κοινοτικού πνεύματος στη δημιουργία εθνικού κράτους,
δύσκολα μπορεί να επικαλεσθή το στερεοελλαδιτικό παράδειγμα υπέρ της».
Θα μπορούσε ίσως μια άλλη εκδοχή να
φωτίσει πληρέστερα τα αρνητικά γεννήματα του φατριασμού και της ασυνεννοησίας:
Ρέπουν στους διχασμούς οι Ρωμιοί Έλληνες, αλλά αποδείχτηκαν και εντελώς
ανυποψίαστοι για την πανουργία στην «πολιτική», πεδίο στο οποίο τα
«λελαμπρυσμένα της Εσπερίας έθνη» είχαν εκπληκτικά εκπαιδευτεί στους ζοφερούς
αιώνες του σκοτεινού τους μεσαίωνα. Και μόνο η εμπλοκή της αγγλικής και
γαλλικής πρεσβείας στην υπονόμευση και τελικά στη δολοφονία του Καποδίστρια,
προσφέρει προφανέστατο υλικό για αξιολόγηση του ρόλου που έπαιζαν οι Ευρωπαϊκές
Πρεσβείες στο ελάχιστο ελλαδικό προτεκτοράτο τους.
Δεν πρέπει να είναι τυχαίο που,
ακόμα μέχρι σήμερα, ο ασφυκτικός δυτικός έλεγχος του ελλαδικού κρατιδίου
συντηρεί, σχεδόν με πείσμα, τη διάλυση και κατασυκοφάντηση του θεσμού των
αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων. Οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες σάρκωναν τη
συνέχεια της «πόλεως» και του «πολιτικού» βίου των Ελλήνων, δηλαδή το «κοινόν
άθλημα της αληθείας», που δεν ήταν κάποια ιδεολογική, προαποφασισμένη
«ορθότητα», αλλά κατόρθωμα έλλογου βίου, κοινοτικού.
Κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι
οι Ευρωπαίοι υπονόμευαν ή απαγόρευσαν στους επαναστατημένους Έλληνες να
θεμελιώσουν την ελεύθερη συλλογική τους υπόσταση σε ό,τι ήξεραν και πίστευαν:
στο πρότυπο της «πόλεως» και της «εκκλησίας» του δήμου. Αξίζει να μελετηθούν οι
συνθήκες, οι προϋποθέσεις και οι σκοπιμότητες που επέβαλαν να θεμελιωθεί η
κρατική υπόσταση του νεκραναστημένου Ελληνισμού στον πιθηκισμό του δυτικού
μοντέλου: στο Δίκαιο και στους εξουσιαστικούς θεσμούς που είχε γεννήσει η
νεωτερική Δύση.
Πολύ αργότερα, στον 20ό πια αιώνα,
οι μαχητικές συγγραφές και τα οράματα των Κωνσταντίνου Καραβίδα, Νίκου
Πανταζόπουλου, Νικ. Μοσχοβάκη, ξαναθύμισαν στην ελληνική κοινωνία, ως οργανική
συνέχεια της αρχαιοελληνικής «πόλεως» και δημοκρατίας, τον κοινοτισμό: Την κατά
δήμο, κατά περιφέρεια, κατά κράτος καθολική λήψη αποφάσεων από τους πολίτες,
μέσα από θεσμούς που οι ίδιοι δημιουργούν – δομές κοινοτικές
πολιτικο-οικονομικές, δημοψηφίσματα, συνελεύσεις, τοπικά κοινοβούλια. Ο
κοινοτισμός ήταν το μόνο όραμα εφαρμοσμένης άμεσης δημοκρατίας που εμφανίστηκε
ως πρόταση, για ελάχιστες δεκαετίες στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, θυμίζοντας
την αγεφύρωτη διαφορά Ελληνισμού και μεταρωμαϊκής Δύσης.
Κάποτε, σε κάθε ελληνικό χωριό ήταν
φανερή η καύχηση για τη χαρά και το σφρίγος της συλλογικότητας. «Φτιάξαμε
πλατεία, χτίσαμε σχολειό, φέραμε νερό» – αρχοντική καύχηση, στην κυριολεξία.
Τώρα, ρίχνει χαλάζι και ο Έλληνας διαμαρτύρεται: «πού είναι το κράτος»!