... κ. δήμαρχε, όταν δεν έχετε τον τρόπο να περάσετε στους δημότες τα μηνύματα - και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο - της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Θεανθρώπου, αδειάζετε 13.000 ευρώ περεταίρω από τον δημοτικό κορβανά για την καύση βεγγαλικών για την εκδήλωση με το κάψιμο του Γιούδα…
Και όλα αυτά, στην φτηνιάρικη αντίληψη, να παρέχετε στους ανέμελους (!) πολίτες «άρτον και θεάματα»... στο πλαίσιο του δικού σας φαίνεσται και του εντυπωσιασμού…
Οι ευχές μου για
την Ανάσταση του Χριστού μας είναι βασισμένες στη χριστιανική ρήση του ποιητή -
«όποιου του μέλλει
Ανάσταση, το Γολγοθά ανεβαίνει!»
Το αναφέρει και στο πιο
κάτω κείμενο που έχουμε αναρτήσει από το βιβλίο του
ο Γιάννης Σπετσιώτης.
Το blog και ο διαχειριστής του, θα βιώσει και φέτος όπως κάθε
χρόνο τέτοιες μέρες με το πιο δυνατό αίσθημα, το χαρμόσυνο γεγονός της
Ανάστασης του Κυρίου, γιατί όλο το χρόνο ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, επειδή
κάποιοι... ντόπιοι... «Ιουδαίοι», προσπαθούν να μας σπιλώσουν και να μας
συκοφαντήσουν, (πάγια τακτική τους άλλωστε) μάταια όμως, γιατί η αλήθεια και
μάλιστα η αποδεδειγμένη δεν σπιλώνεται... Δεν συκοφαντείται! Απλώς,
διώκεται προσωρινά, ανεβαίνει το δικό της «Γολγοθά», αλλά στη συνέχεια τελικά,
Ανασταίνεται...
Λίγες ώρες απομένουν για να ξημερώσει η καινούργια μέρα που δεν θα θυμίζει
σε τίποτα την προηγούμενη. Χαρμόσυνες πρωινές καμπανοκρουσίες θα αναγγείλουν
την Πρώτη Ανάσταση, όπως ο λαός ονομάζει την κάθοδο του Ιησού στον
Άδη. Το «μέγα σφόδρα λίθο» που μ’ αυτόν σφραγίστηκε ο τάφος του
Ιησού θα τον δούμε «αποκεκυλισμένο». Συντρίμμια θα είναι οι
σιδερένιοι μοχλοί και διαλυμένα τα κλειδιά των χάλκινων πυλών του Άδη, για τα
οποία μίλησε ο προφήτης Ησαΐας και ο Ψαλμωδός. Ο Θεός «θα καταλύσει
την εξουσία του», θα απελευθερώσει τους δεσμώτες του και θα φέρει την
ελπίδα και το φως της ζωής.
Τις μωβ βιολέτες, τις πασχαλιές και την πένθιμη φτέρη θα αντικαταστήσουν οι
ανθοί της νεραντζιάς και της πορτοκαλιάς, τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά. Στις
εισόδους του ναού οι κορδέλες θα έχουν αναστάσιμους χρωματισμούς. Με κόκκινα
και άσπρα χρώματα θα ντυθεί η Αγία Τράπεζα. Στον ιστό του
Ταξιαρχιού θα κυματίζει η ελληνική σημαία και η σημαία της Ανάστασης του
Ιησού, προμήνυμα και της δικής μας ανάστασης…
Στην εκκλησία θα αρχίσει το γιορτινό «επιστέγασμα» των κατανυκτικών
ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.
Θυμάμαι τον παπα-Μιχάλη το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, όταν «έμπαινα» στο
ιερό, ντυμένο στα ολόλευκα, τ΄ανοιξιάτικα άμφιά του, που θα φορούσε στο εξής
κάθε Κυριακή και μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη. Φάνταζαν όμορφα κι εντυπωσιακά
στα παιδικά μου μάτια! Ήταν στολισμένα με τετράγωνα σε τρία διαφορετικά μεγέθη
που διακρίνονταν πάνω στο ύφασμα, όπως ακριβώς τα υδατογραφήματα πάνω στο
χαρτί. Στεκόταν ορθός, στ’ αριστερά, δίπλα από την αγία Πρόθεση, τυλίγοντας
«επιμελώς» σε ολόλευκα, παραλληλόγραμμα χαρτάκια τα υψώματα, που είχε βγάλει με
«χειρουργική ακρίβεια» από τα πρόσφορα, «τα προσκόμιδα», όπως τα λέμε. Τα είχαν
φέρει οι πιστοί πρωί πρωί, πριν ακόμα χτυπήσουν οι καμπάνες, τυλιγμένα σε
λινές, κεντητές πετσέτες για να τα «διαβάσει» και να τους δώσει στη συνέχεια,
μετά τη θεία κοινωνία, το ύψωμα μαζί και το αντίδωρο.
Αξεπέραστος στην οργάνωση της λειτουργικής ζωής, ο αλησμόνητος ιερέας!
Έδινε με την ψαλμωδία του, τα άμφια που φορούσε, ακόμα και με τον ιδιαίτερο
τρόπο που χτυπούσε τις καμπάνες, το βαθύ νόημα και τη… βαρύτητα της Ημέρας!
Οι ψάλτες με «ταλαιπωρημένους λαιμούς» από τις καθημερινές πολύωρες
ακολουθίες έψελναν τους πρώτους αναστάσιμους ύμνους σε χαμηλές βάσεις. Η φωνή
τους κουρασμένη, κάποιες φορές βραχνή. Προσπαθούσαν να τη μαλακώσουν με
καραμέλες ευκάλυπτου ή τις πράσινες, του λαιμού, όπως τις
λέγαμε στην Ερμιόνη.
«Ανάστα ο Θεός κρίνον την γην!», αναφωνούσε ο ιερέας διατρέχοντας με
γρήγορο βηματισμό το κεντρικό κλίτος του ναού και σκορπίζοντας δεξιά και
αριστερά κλωνάρια με λεμονανθούς που ευωδίαζαν. Οι πιστοί, σε κλίμα χαράς και
συγκίνησης, με υψωμένα χέρια τ’ άρπαζαν στον αέρα, ενώ οι ψάλτες επαναλάμβαναν
πανηγυρικά το νικητήριο παιάνα!
Κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έπαιρναν την αγία μετάδοση πολλά
παιδιά που συνοδεύονταν από τους γονείς τους φορώντας καμαρωτά τα λευκά,
ολοκαίνουργια παπούτσια, δώρο της «νουνάς». Ακόμα μεταλάμβαναν ασθενείς και
ηλικιωμένα άτομα, που αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν τη μεταμεσονύχτια
ακολουθία της Λαμπρής.
Μετά την εκκλησία, οι Ερμιονίτες κατέβαιναν στα μαγαζιά στο Λιμάνι και στις
μικρές πλατείες του Ταξιάρχη και της Παναγίας, για να κάνουν τα τελευταία ψώνια
τους, κυρίως φαγώσιμα.
O χρόνος
που απέμενε για το χαροποιό γεγονός φάνταζε ατελείωτος σε μικρούς και μεγάλους.
Οι ώρες κυλούσαν αργά, βασανιστικά, γεμίζοντάς τους με ανυπομονησία και λαχτάρα. τις
δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο οι έντονες και γαργαλιστικές μυρουδιές από τις
κουζίνες «που είχαν πάρει φωτιά» κι «έσπαζαν τις μύτες». Oι περισσότεροι αντιστέκονταν στους «γευστικούς πειρασμούς», όσο
προ-κλητικοί κι αν ήταν, γιατί αυτή η μέρα «απαιτεί να περιμένουν...».
Επιθυμούσαν να ακούσουν πρώτα το ελπιδοφόρο σάλπισμα του ουρανού που σε
λίγο θα ηχούσε! Να πληροφορηθούν το θαύμα της Ανάστασης και να το δουν
ανταμωμένο με την άνοιξη που εκείνη την ώρα είχε το γενικό πρόσταγμα πάνω στη
φύση που αναγεννιόταν! Να γεμίσουν το νου και την καρδιά τους από οιστρήλατους
λόγους και ήχους φωτισμένων υμνωδών και μελωδών! Να προετοιμάσουν την ψυχή
τους, με τις εικόνες των λέξεων, των χρωμάτων, των αρωμάτων, των ήχων που
μυστηριακά δρώντας τη συγκλόνιζαν, να ζήσει την Ανάσταση Εκείνου αλλά και την
προσωπική της ανάσταση! Στη νύχτα που ερχόταν ήθελαν να βρουν τη δική τους
σωτηρία, να ζήσουν τη δική τους κάθαρση, γνωρίζοντας ότι «όποιου του μέλλει ανάσταση, το Γολγοθά ανεβαίνει!».20
-Πόσο γρήγορα άλλαξαν όλα τούτη τη μέρα! σκέφτομαι…
«Ανάστα
ο Θεός κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι».
Το
θριαμβευτικό αυτό προκείμενο, το προανάκρουσμα της Αναστάσεως που μεταδίδουν οι
ύμνοι και της προσμονής της λυτρώσεως όλης της κτίσεως από την φθορά και τον
θάνατο, μαζί με την αναπαράσταση του μεγάλου σεισμού ( Ύμνος
- Σήμερον ο Άδης στένων βοά!) αντήχησαν σε όλους τους
ιερούς ναούς.
Το
μαύρα υφάσματα που κάλυπταν τις ιερές εικόνες, σύμβολα του πένθους, έπεσαν,
προμηνύοντας πώς οι πιστοί βιώνουμε τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού
συμμετέχοντας ενεργά σε αυτά με «συμπόρευση», «συσταύρωση» και «συνανάσταση».
Ο
Χριστός με την θέλησή του, έπαθε και ανέστη για να σωθούμε όλοι εμείς!!!
Όπως κάθε χρόνο και φέτος τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής το βράδυ έψαλλε η χορωδία του Μουσικού Συλλόγου Ερμιόνης υπό την δ/νση του χοράρχη κ. Τάκη Μανιάτη (αείμνηστος) στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου.
Στη συνέχεια σε μια μεγαλειώδη πομπή με μια λαοθάλασσα ή κοσμοπλημύρα αν θέλετε, η περιφορά των επιταφίων και των δύο κεντρικών ναών - με αυτό της μητρόπολης του Ι.Ν. Ταξιαρχών- συνοδεία για πρώτη φορά με την νεοσύστατη μπάντα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου.
Με αυτή την επιπρόσθετη μουσική νότα οι πιστοί ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες, βιώσανε μια διαφορετική εικόνα και τα ανάλογα συναισθήματα που δημιουργεί και με τη βοήθεια του πολύ καλού καιρού.
Αυτή τη φορά αντιλάλησαν στα στενοσόκακα της παλιάς Ερμιόνης αρχικά και κατόπιν στην βόρεια παραλία μέχρι το μνημείο των Ηρώων, οι νότες διαφόρων μουσικών κομματιών ερμηνευμένα από τους μουσικούς της μπάντας.
Όμως, οι νότες που δημιούργησαν την μεγαλύτερη αίσθηση και αγαλλίαση στις ψυχές των πιστών ήταν αυτές, του απαράμιλλου σε ομορφιά λόγου και μηνύματος εγκώμιο της βραδιάς «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου Τέκνο, που έδει σου το κάλλος…», που ήρθαν να δέσουν γλυκά στο πέρασμα τους με τις μνήμες απόντων...αγαπημένων μας προσώπων, καθώς και με τις μυρωδιές των ανθισμένων λουλουδιών στις γλάστρες και στους κήπους του παλιού οικισμού και όπου αλλού υπάρχουν, που είναι έτοιμα και αυτά να γιορτάσουν την δική τους Ανάσταση…
Πολύς κόσμος εντυπωσιασμένος συνόδεψε τους επιτάφιους και όλη την πομπή και στην επιστροφή τους στις εκκλησίες και παρακολούθησε την υπόλοιπη τελετουργία.
Μ. Παρασκευή με θύμισες νοσταλγικές που έρχονται στη μνήμη μας από χρόνους αλαργινούς και πολύ διαφορετικούς ...
Από το βιβλίο
του Γιάννη Μιχ. Σπετσιώτη «Ω γλυκύ μου έαρ»
Αποσπάσματα (2) σελ. 24-25 ---- (3) σελ. 32
.
«Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα της εκκλησιάς...»
Κ. Παλαμάς
Μετά το μεσημεριανό φαγητό πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια συναντιόμαστε στις δύο ενορίες, στον Ταξιάρχη και την Παναγία. Σχηματίζαμε δύο μικτούς χορούς, έναν στο δεξιό κι έναν στο αριστερό αναλόγιο και ξεκινούσαμε να ψάλλουμε τα εγκώμια και τον κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Γλυκές παιδικές-εφηβικές φωνές αντάμωναν τα ανοιξιάτικα σκιρτήματα της ψυχής που φαίνονταν στα μάτια και τα μάγουλα που κοκκίνιζαν. Όμορφα σώματα με ρούχα ελαφριά ντυμένα «φλογίζονταν μέσα σε θεϊκή φωτιά για μια αγνή και ανέγγιχτη Αγάπη».
Ανοίγαμε την «Ιερά Σύνοψη», Σύναψη τη λέγαμε, ή τον «Επιτάφιο Θρήνο», το μικρό βιβλιαράκι με το μωβ εξώφυλλο και την εικόνα της Σταύρωσης ή το πρόσωπο του Ιησού με το αγκάθινο στεφάνι. Προσπαθούσαμε να διαβάσουμε σωστά τα κείμενα των ύμνων με τις πρωτόγνωρες για μας λέξεις, για να τα ψάλλουμε όσο το δυνατόν καλύτερα.
Εκείνα τα ζεστά απογεύματα της Μεγάλης Παρασκευής που πιστεύαμε πως αργούσε να σουρουπώσει και φως υπήρχε μέχρι αργά το βράδυ, βόλτα στο Λιμάνι δεν κάναμε. Περνούσαμε ολόκληρο το απόγευμα στην εκκλησία, όπου πηγαινοερχόταν κόσμος πολύς. Αρκετές γυναίκες συνήθιζαν να πηγαίνουν στα γειτονικά ξωκλήσια, στον Αγιοθανάση, τον Αγιομηνά, τον Αϊ - Νικόλα, τον Αϊ - Γιάννη για να ανάψουν τα καντήλια.
Άλλοι πάλι έβρισκαν την ευκαιρία να βγουν «έξω» και να απολαύσουν την ανοιξιάτικη φύση. Οι μεγαλύτεροι έκοβαν τα αμάραντα, τα μωβ ανοιξιάτικα λουλούδια, ενώ τα παιδιά έπαιζαν «νύφη και γαμπρό» με φλογάτες παπαρούνες. Άνοιγαν τα μπο-υμπούκια μαντεύο-ντας το χρώμα, το κόκκινο της νύφης ή το άσπρο του γαμπρού. Άλλα «έσκαζαν» τις παπαρούνες! Τοποθετούσαν ένα πέταλο του λουλουδιού στο εσωτερικό της παλάμης ή το έβαζαν στο επάνω μέρος του χεριού τους κάνοντάς το γροθιά. Στη συνέχεια με το άλλο τους χέρι το χτυπούσαν δυνατά με αποτέλεσμα να «σκάζει» με κρότο! Οι ταπεινές παπαρούνες! Λουλούδια που βρέθηκαν τη φρικτή εκείνη στιγμή κάτω από το Σταυρό, αυτόπτες μάρτυρες του Μαρτυρίου! Πάνω τους έσταξε αίμα Θεού, χρώμα που κράτησαν για πάντα μέσα τους καθώς και την πίκρα που «ένιωσαν» για την αδικία που γινόταν!
Έριχναν και σαΐτες τα παιδιά, το ένα στο άλλο, άγρια στάχυα που καρφώνονταν με ιδιαίτερη ευκολία στα μάλλινα ρούχα τους. Άλλα πάλι έκοβαν κι έβαζαν στη μύτη τους, ακριβώς όπως φοράμε τα γυαλιά, τις «μυτούλες» ένα μικρό σκληρό περίβλημα σε σχήμα U που περιέχει σπόρους και μοιάζει με φασολάκι.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή του 1966. Η πομπή σταμάτησε στο γνωστό σημείο και ο παπα-Μιχάλης ξεκίνησε να ψάλλει τη δέηση «Υπέρ ζώντων και τεθνεώτων». Η αψεγάδιαστη φωνή του ακουγόταν τώρα διαφορετική. «Υπέρ της κωμοπόλεως ταύτης... Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών... Υπέρ... Υπέρ...». Έβαλε όλη τη δύναμη που του ‘χε απομείνει και με σπαραγμό ψυχής έψαλε και το δικό του υπέρ. «Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου σου Κωνσταντίνου...».
Ήταν για το γιο του, τον αδικοχαμένο, που είχε φύγει για πάντα από κοντά του στις 2 Ιουλίου του 1965, μόλις 25 χρόνων. Ένα βαθύ «αχ!» ακούστηκε κι ένας λυγμός έπνιξε τις τελευταίες του λέξεις. Ο πατέρας μου στεκόταν δίπλα του ψελλίζοντας «Αιωνία η μνήμη!», ενώ ο κόσμος συγκινημένος κρατούσε την αναπνοή του. Ο παπα-Μιχάλης στηρίχτηκε στο μπράτσο του και κοιτάζοντας ψηλά ψιθύρισε: -Μιχαλάκη, πάμε! Τελείωσε κι αυτό…
Ήταν κάτι, όμως, που δεν τελείωσε γι’ αυτόν ποτέ, παρά μόνο όταν και ο ίδιος έφυγε από τη ζωή...
Σας μεταφέρουμε ένα ακόμα απόσπασμα με αναφορά
στην Μ. Παρασκευή, από το βιβλίο
«ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΜΙΟΝΗΣ»
του αείμνηστου δασκάλου μας
Μιχαήλ Αγγ. Παπαβασιλείου.
..........................................
Το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνεται στην ενότητα «Μεγάλες Γιορτές»
στο κεφάλαιο «Το Άγιο Πάσχα» σελίδα 156.
Θέλοντας να κάνουμε ένα μνημόσυνο στον δάσκαλό μας μέρες που είναι, θα πούμε για όσους δεν τον γνώρισαν και δεν βίωσαν την προσωπικότητά του, στους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Ερμιόνης εκείνων των χρόνων, πέρασε και έμεινε στην μνήμη μας και στην ψυχή μας, ως πραγματικός θρύλος…