Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Γιάννης Μιχ. Σπετσιώτης - θύμισες από παραδόσεις στην Ερμιόνη καθώς και από πλευρές της τοπικής γλώσσας με φράσεις λέξεις κ.α ...


Οι αρμυροκουλούρες της Καθαρής Δευτέρας


του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη

Επιστρέφοντας αποκαμωμένοι στο σπίτι μετά από το πολύωρο παιχνίδι και επιζητώντας δροσιά, πηγαίναμε κατευθείαν στη στάμνα ή το κιούπι για νερό. Κατεβάζαμε το ένα πίσω απ’ το άλλο, πιλιαρισμένα τα αλουμινένια ή εμαγιέ κύπελλα, τις τσάσκες, με το «πολύτιμο  αγαθό», ενώ οι γονείς, κυρίως οι μανάδες, φώναζαν:
-  Βρε, πόσο νερό θα πιεις, σταμάτα! Θα ντασκώσεις και θα σκάσεις! Α χα-χα-χά! Αρμυροκουλούρες έφαγες;
Και ο μονόλογος, που μάταια επιζητούσε τον διάλογο, συνεχιζόταν . . .
-  Καλέ, ετούτος ήρθε εντελώς ξερομαχισμένος! Με τονισμένη τη λέξη «εντελώς»  και τις τρεις πρώτες συλλαβές της επόμενης ξε–ρο–μα, μ’ εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο που οι Ερμιονίτες προφέρουμε τα σύμφωνα ξ-ρ-μ εξωτερικεύοντας την εσωτερική μας διάθεση.
-  Βρε, αρμυροκουλούρες έχεις φάει; επαναλάμβανε. Μη, βρε! Τι το πίνεις έτσι αρπαχτά! Θα πνιγείς! Δεν στο παίρνει κανένας! Σταμάτα να πάρεις και καμιά ανάσα!
Και ύστερα από λίγο.
-  Θέλεις κι άλλο ή χόρτασες;
Εμείς μη μπορώντας να απαντήσουνε κάναμε το ανάλογο νόημα άλλοτε δείχνοντας με την ελεύθερη παλάμη τεντωμένη ψηλά και άλλοτε κουνώντας το κεφάλι πάνω – κάτω. Τη …νοηματική μας συμπλήρωνε το σχετικό ηχητικό εφέ της μητέρας!
-  Μμμμμμ! Ήταν μια φωνή – λέξη, που γράμματα να την γράψεις, δεν βρίσκεις! Είναι ο ήχος του αέρα, καθώς βγαίνει από τη μύτη και με το στόμα κλειστό. Σημαίνει «ΝΑΙ» και νομίζω πως ταιριάζει να γράφεται με ένα συνεχόμενο μ.
-  Στάνιαρες, βρε! επαναλάμβανε εκείνη.
-  Ναι, καλέ! Διψούσα πολύ!
-  Ευτυχώς που τελείωσε το παιχνίδι! Ανταπαντούσε και κάπως έτσι έκλεινε η κουβέντα, που Θεός να την κάνει…!  
Πάντα πίστευα πως η αρμυροκουλούρα ήταν μια συνηθισμένη κουλούρα, με τη μόνη διαφορά το περισσότερο αλάτι που, από κακό υπολογισμό, είχε πέσει στο ζυμάρι. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Οι αρμυροκουλούρες ζυμώνονται την Καθαρή Δευτέρα, όπως και οι λαγάνες. Η παράδοση θέλει, κατά την παρασκευή τους, να ακολουθείται συγκεκριμένο τελετουργικό.
«Κλέβουν το αλεύρι από τρία σπίτια απίκραντα και μονοστέφανα. Το ζυμώνει παρθένα κόρη ανάποδα, δηλαδή με τα χέρια πίσω από την πλάτη και ρίχνοντας στο ζυμάρι πολύ αλάτι φτιάχνει τρεις κουλούρες. Αφού τις ψήσουν στα κάρβουνα, κόβουν από κάθε κουλούρα ένα μικρό κομμάτι, ίσαμε μια μπουνιά. Το ένα θα το φάνε, το άλλο θα το ρίξουν πάνω στα κεραμίδια αντίκρυ στον ήλιο και το τρίτο θα το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι. Στον ύπνο τους οι κοπέλες θα δουν το παλληκάρι που θα παντρευτούν. Κι αν είναι λεύτερο παιδί, θα κρατά ένα χρυσό ποτήρι. Κι αν είναι χηρεμένος, θα τον δουν μ’ ένα καπνισμένο τσουκάλι από τη φωτιά».  Στη Σκύρο, με το ζυμάρι της αρμυροκουλούρας, πλάθουν κι όλα τα γράμματα του αλφαβήτου. Τέλος να σημειώσουμε πως οι άνθρωποι με τις αρμυροκουλούρες προκαλούν μαντικά όνειρα, ενώ με τ’ αρμυρογράμματα, που φτιάχνουν με το ζυμάρι, δημιουργούν …τέλειες πολυαισθητηριακές ασκήσεις διδασκαλίας! Αν θέλετε, μπορείτε κι εσείς να δοκιμάσετε!
Καλές Απόκριες και καλή Σαρακοστή!

Λέξεις και φράσεις του ερμιονίτικου λαϊκού λόγου1
-  Άχα-χα-χα (επιφ.)=για κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολή.
Φρ. Άχα-χα-χα! Τι το γέμισες τόσο!/Πόσο θα φας; Άχα-χα-χα!
-  Αρπαχτά (επιρ.)=λαίμαργα.
Φρ. Μην τρως έτσι αρπαχτά!/Τι το πίνεις το νερό αρπαχτά;
-  Ντασκώνω (ρ.)=φουσκώνω
Φρ. Ντάσκωσε στο κλάμα./Ντάσκωσε με νερό και δεν μπορεί να φάει.
-  Ξερομαχισμένος–η-ο  (μτχ.)=διψασμένος, αφυδατωμένος
Φρ. Πόσο νερό θα πιει; Είναι ξερομαχισμένος.
-  Στανιάρω (ρ.)=στεγανοποιώ, κλείνω, χορταίνω, φουσκώνω
Φρ. Θα βάλουμε τα βαρέλια του κρασιού στη θάλασσα, για να στανιάρουν./ Βουλιάζουν τις βάρκες, για να στανιάρουν./Τώρα που έφαγα στάνιαρα ή στανιάρισα.
-  Πιλιάρω (ρ.)=ξεχειλίζω (για υγρά), όταν ξεπερνούν τα χείλη του δοχείου και χύνονται έξω απ’ αυτό.
Φρ. Τι το πιλιάρισες τόσο;
-  Πίλια (επιρ.)=το δοχείο που έχει γεμίσει πάνω από τα χείλη, ώστε το περιεχόμενό του να χύνεται έξω/ξέχειλα.
ΣΗΜ.
Οι λέξεις και οι φράσεις του ερμιονίτικου λαϊκού λόγου είναι από την ανέκδοτη συλλογή μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: