Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Κείμενα της Βιβής Σκούρτη για λαογραφικό μουσείο «κεντημένα ψιλοβελονιά»…


Δημοσιεύτηκε στο 24ο τεύχος του ερμιονίτικου  περιοδικό
 «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα»
η εικόνα προφίλ της Παρασκευή Σκούρτη, Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο
Γράφει η Βιβή Σκούρτη

Μαντίκα,  η μανταρίστρα

Μαντίκα Καισαρέα

Παλαιότερα οι άνθρωποι δεν πετούσαν τα αντικείμενα με τη σημερινή ευκολία που τα πετούμε σήμερα. Στις μέρες μας με τη μεγάλη αφθονία υλικών, «ξεφορτωνόμαστε» τα πράγματα είτε έχουν οικονομική, είτε συναισθηματική αξία με την ίδια ευκολία χωρίς την παραμικρή σκέψη και μάλιστα αντικείμενα που ίσως το κόστος της επιδιόρθωσης θα ήταν πολύ μικρό.
Πάνε αρκετά χρόνια που η γυναικεία γκαρνταρόμπα ξεχώριζε από τις νάιλον κάλτσες. Η μόδα μάλιστα απαιτούσε κάλτσα με ραφή, στενό φόρεμα και μυτερό παπούτσι με λεπτό  τακούνι. Το στολίδι όμως ετούτο κόστιζε πολύ ακριβά, έτσι οι γυναίκες φορούσαν τις νάιλον κάλτσες τους προσεκτικά, ίσωναν τη ραφή σαλιώνοντας τα δάχτυλα και τις στερέωναν στις ζαρτιέρες. Όταν πάραυτα έβγαιναν πόντοι τις πήγαιναν στη μανταρίστρα για επιδιόρθωση. Το κόστος ήταν μία δραχμή ο πόντος. Επικρατούσα μάρκα κάλτσας και καλσόν η Μπερκσάιρ.
 «Πρώτα αγόρασα ένα ξύλινο βελονάκι. Σ’ ένα τραπεζάκι μικρό κοντά στο παράθυρο είχα όλα μου τα σύνεργα της δουλειάς. Ένα ποτήρι του κρασιού  με ένα μαύρο πανί από κάτω που τέντωνα επάνω του την κάλτσα, το βελονάκι που  έπιανα τον φευγάτο πόντο και που στη συνέχεια την μαντάριζα κι ένα πορτατίφ να μου φωτίζει στα νυχτέρια.
Κάθε τόπος είχε και τη δική του ή τις δικές του μανταρίστρες. Στην Ερμιόνη κάλτσες και αργότερα καλσόν μαντάριζαν η Ελένη η Μπεξή, γυναίκα του Περικλή Σκούρτη, η Μαντίκα Καισαρέα και στην κάτω γειτονιά  η Ρηνιώ  Σαρρή, που μαντάριζε με το ξύλινο βελονάκι της για ένα διάστημα μέχρι να ασχοληθεί με την κομμωτική τέχνη.
Είχα πολύ δουλειά• θυμάμαι μια χρονιά, αφού μαντάρισα και την τελευταία κάλτσα, ντύθηκα και πήγα στην εκκλησία στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Να σκεφτείς ότι η νουνά μου έπαιρνε σύνταξη 300 δραχμές το μήνα κι εγώ έβγαζα 60 δραχμές με το μαντάρισμα.
Στη συνέχεια πήρα μηχανή με πεντάλ και τότε δε μ’ έπιανε κανένας. Με το αριστερό μου χέρι κυλούσα το κομμάτι της κάλτσας με τους πόντους τεντωμένο στο μεταλλικό δοχείο που είχα αγοράσει με την καινούργια μηχανή, ενώ με το δεξί μου χέρι κρατούσα το μεταλλικό μηχανάκι που συνδεότανε με ένα καλώδιο στο ρεύμα. Η βελόνα μου έτρεχε με απίστευτη γρηγοράδα και γέμιζε με την κλωστή το κομμάτι των βγαλμένων πόντων. Την τελείωνα, τη δίπλωνα ωραία και την έβαζα στο σακουλάκι γράφοντας την τιμή της οφειλής επάνω και το όνομα της πελάτισσας.
Ασταμάτητη δουλειά από το πρωί μέχρι και το βράδυ με αποκορύφωμα τις γιορτινές ημέρες μάλιστα που οι απαιτήσεις ήσαν περισσότερες. Τις ημέρες εκείνες με εύρισκαν χαράματα επάνω στη δουλειά.
Στην αρχή οι γυναίκες φορούσαν κάλτσες και αργότερα καλσόν. Τα καλσόν πρωτοφόρεσε η Αργυρούλα  Δέδε-Χατζησωκράτους, πρωτοπόρα σε κάθε τι που είχε σχέση με μόδα και πολυτέλεια. Ήρθε στο σπίτι και μού το ανακοίνωσε ότι φορούσε καλσόν: «Εγώ δε φοράω πια κάλτσες, αλλά καλσόν D, το αγόρασα από τη Ρόδο» και σήκωσε τη φούστα της να μού το δείξει.
Η δουλειά μου συνεχώς αυξανόταν και γινόταν παραγωγικότερη. Το μεροκάματο που έβγαζα ήταν πολύ καλό, σε σχέση πάντα με τη ζήτηση της δουλειάς και τον «αέρα» που είχα πάρει. Με την ελεύθερη ραφή έπιανα τον πόντο, έπλεκα την κλωστή πόντο τον πόντο και η ραφή γινόταν αόρατη. Μάζευα τα χρήματα και πήγαινα στον Πειραιά και έκανα τα ψώνια μου. Συγχρόνως έμαθα να μαντάρω και ρούχα από μόνη μου. Πολύ λεπτή δουλειά.
Οι κάλτσες και τα καλσόν ήτανε σε κούτες για παράδοση. Κάποιες μου τα έφερναν μέσα στην κρλα και τη βρώμα  και αναγκαζόμουνα να τα πλένω μόνη μου για να δουλέψω και  άλλες τα έφερναν καθαρά και αρωματισμένα».
Αυτή ήταν η αφήγηση που μου εμπιστεύτηκε η Μαντίκα Καισαρέα, μαζί με μια ωραία νεανική της φωτογραφία την ώρα της δουλειάς. Η Μαντίκα, μια γυναίκα εργατική, δημιουργική, προκομμένη, έξυπνη, πρωτοπόρα, που στη συνέχεια άνοιξε κατάστημα με ψιλικά που διατήρησε για πολλά χρόνια, αλλά και μία καλλιτέχνιδα, αυτοδίδακτη ζωγράφος*, γυναίκα της προσφοράς στην οικογένειά της αλλά και στο τοπικό κοινωνικό σύνολο.
Στις μέρες μας προσφέρει τις υπηρεσίες της ως Πρόεδρος του αλληλέγγυου σωματείου «ΑΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ», συμπαραστεκόμενη ενεργά μαζί με άλλες συμπολίτισσες σε κάθε αναξιοπαθούντα, σε κάθε συμπολίτη μας που χρήζει ανάγκης, στα ευαίσθητα κοινωνικά τμήματα του τόπου με γνώμονα την προσφορά και τη διακριτικότατα.
*Έργο ζωγραφικό δικό της έχουμε ως εξώφυλλο σε τεύχος του Περιοδικού μας  με αριθμό 3

Δεν υπάρχουν σχόλια: