Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

«Η μνήμη μας είναι ο πιο τέλειος κόσμος. Πιο τέλειος ακόμα κι απ’ το ίδιο το σύμπαν. Φέρνει πίσω στη ζωή εκείνους που δεν υπάρχουν πια» (Γκι ντε Μωπασσάν)

 [...] η μνήμη μπορεί να ματώνει τις ανεπούλωτες πληγές, αλλά είναι κι αγάπη, είναι η ζωή, είναι η αλήθεια...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Γράφει η Βιβή Σκούρτη
Αλησμόνητη τραγωδία

Η μνήμη όπου κι αν την αγγίξεις πονεί
 (Γ. Σεφέρης)

Η Ντούλα Κατσογιώργη-Δημαράκη, ήταν η μικρή κόρη του Αποστόλη Κατσογιώργη. Την επισκεπτόμουν κάθε φορά, που επρόκειτο να της δώσω το περιοδικό μας «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα» και κάθε φορά κάναμε πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες, καθώς ως παιδική φίλη της κόρης της Βάσως έμπαινα σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της. Όταν ο καιρός δεν μας επέτρεπε να είμαστε έξω, κι όσο εκείνη ήταν στο εμπορικό τους κατάστημα, στα παιχνίδια μας είχαμε ανακατέψει πολλές φορές τα φορέματα στη ντουλάπα της, είχαμε φορέσει τα τακούνια της, είχαμε κρατήσει τις τσάντες της. Κι άλλες πολλές φορές είχαμε κάνει τσουλήθρες επάνω στα στάρια στις αποθήκες του πατέρα και παππού Αποστόλη.
Την εύρισκα πάντα απασχολημένη, να μαγειρεύει, να ράβει ή να πλέκει. Στη διάρκεια της παραμονής μου και ανάμεσα στο χειροποίητο κέρασμα αναστάτωνα τη μνήμη της, αποζητώντας την αυθεντικότητα των αναμνήσεών της με θαλασσινές ιστορίες και συνήθειες που γνώριζε από πρώτο χέρι ως κόρης καραβοκύρη.
Αν και τα χρόνια είχαν περάσει παρέμενε αμείωτα πονεμένη από το χαμό του αδελφού της Χρήστου (Τάκη), στους θαλασσινούς δρόμους που έπλεε. Είχα ακούσει την ιστορία από τον πατέρα μου, αλλά ήθελα να την ακούσω από τα χείλη της και εκείνη, πρόθυμα μου την εξιστόρησε. Πρόσωπα του παρελθόντος πήραν σάρκα και οστά μέσα από την αφήγηση και την αναστοχαστική δραστηριότητα της μνήμης της.
«Ο  Τάκης, ο μικρός αδελφός μου, ήταν εξαιρετικός σφουγγαράς-καμακάς. Είχε τη δική του βάρκα και το δικό του πλήρωμα που τσουρμάριζε στη Μπαρμπαριά. Υπήρξε νέος κομψός και όμορφος, (όπως άλλωστε φαίνεται και από τη φωτογραφία). Φρόντιζε πολύ την εμφάνισή του, αγόραζε από τη Μπαρμπαριά όμορφα υφάσματα για κουστούμια και πουκάμισα. Τα πουκάμισα του τα ράβαμε εμείς, οι αδελφές του και πάντα ασορτί και το μαντηλάκι στο τσεπάκι του σακακιού.



Χάθηκε το 1945 στα 33 του, όταν το «ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ», το εμπορικό καΐκι του, χτυπήθηκε από νάρκη καθώς επέστρεφε από την Καλαμάτα και με ρότα τον Πειραιά φορτωμένο σταφίδα.
Ο Αντώνης, ο μεγάλος μου αδελφός με τον «ΜΠΑΛΑΡΜΙΩΤΗ», είχε ξεφορτώσει λάδια στη Θεσσαλονίκη και έφερνε στάρι και ζωοτροφές. Και οι δυο τους σε ξεχωριστά πλοία είχαν επιδοθεί στο εμπόριο και θα συναντιόντουσαν στο λιμάνι του Πειραιά.
Ο πατέρας μας γιόρτασε την Παναγία στην Ύδρα προσκαλεσμένος από τον σφουγγαρέμπορα Δανάμπαση.  Την επομένη, ταξίδευε κι εκείνος για τον Πειραιά.
Στις 16 Αυγούστου λοιπόν το απόγευμα, ο αδελφός μου ξαπλωμένος πάνω στο ταμπούκιο του καϊκιού ταξίδευε με το περήφανο σκαρί του φορτωμένο τσουβάλια με τη μαύρη καλαματιανή σταφίδα. Ο Άγγελος Μήτσου καθόταν στο τιμόνι και οι υπόλοιποι ναύτες πάνω στα τσουβάλια, ανάμεσά τους και ο Στάθης Ζαραφωνίτης. Έξω από την Αίγινα έπεσαν σε βυθισμένη νάρκη και η πλώρη του «ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ» έγινε συντρίμμια. Με τη δόνηση το πλήρωμα τινάχτηκε και βρέθηκε στη θάλασσα. Όλοι σώθηκαν, μόνο ο Τάκης μας χάθηκε.
Ο πατέρας στη διάρκεια του ταξιδιού του είδε στη θάλασσα τα ξύλινα συντρίμμια  που επέπλεαν και ζήτησε να τα ζυγώσουν. Έπιασε στο χέρι του ένα σανίδι και αναγνώρισε -από ό,τι είχε απομείνει- ότι επρόκειτο για το σκάφος τους. Κρατούσε τα κομμάτια στα χέρια του, έκλαιγε και μονολογούσε: «Ο Τάκης μου», «εγώ τα έχω χρωματίσει».
Ο Αντώνης έμαθε το θλιβερό γεγονός και ήρθε επιτόπου. Έψαξαν, έβαλαν δύτες αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Ίσως και να έμπλεξε στα συντρίμμια.
Εμείς με τη μητέρα και τις αδελφές μου τη Μαλάμω, τη Φουρίτσα και τη Μαρία είχαμε κυριολεκτικά τρελαθεί. Χάσαμε το παλληκάρι μας! Ο τόπος βουβάθηκε! Ο πόνος πολύ μεγάλος!
Φτιάξαμε ένα δίσκο με στάρι και βάλαμε δίπλα μια φωτογραφία του. Αυτή ήταν η κηδεία του».
Η Κυρα-Ντούλα όχι μόνο δέχτηκε να μου αφηγηθεί τον τραγικό χαμό του αγαπημένου αδελφού της που είχε αποθηκεύσει στη σωματοποιημένη μνήμη και στην τραυματισμένη από την απώλεια καρδιά της, αλλά δέχτηκε να μου δώσει και τη φωτογραφία του –οικογενειακό κειμήλιο-  που επετειακά βλέπει το φως της δημοσιότητας, ως το πάσχον κομμάτι ενός παρελθόντος γεγονότος. Γιατί η μνήμη μπορεί να ματώνει τις ανεπούλωτες πληγές, αλλά είναι κι αγάπη, είναι η ζωή, είναι η αλήθεια.
Γιατί, « Η μνήμη μας είναι ο πιο τέλειος κόσμος. Πιο τέλειος ακόμα κι απ’ το ίδιο το σύμπαν. Φέρνει πίσω στη ζωή εκείνους που δεν υπάρχουν πια» (Γκι ντε Μωπασσάν)

Υ.Γ. Την αφήγηση ανακάλυψα πρόσφατα στις πάμπολλες σημειώσεις μου και το κείμενο το αφιερώνω στην κόρη της και παιδική φίλη μου Βάσω Δημαράκη. Συντρόφευα ευκαιριακά τη μάνα της, όποτε και όσο μπορούσα, γιατί τα γηρατειά χρειάζονται κι αυτά το χρόνο και την αγάπη μας κι είναι σημαντικό να μπορείς να ακούς τις διηγήσεις τους, ν’ ακούς τις μνήμες των ευτυχισμένων στιγμών τους, αλλά κι εκείνες των τραυματικών.


Δεν υπάρχουν σχόλια: