Όταν κάποιοι ήταν ολημερίς στα καπηλειά κάποιοι
δούλευαν για το μέλλον της αυτοδιοίκησης.
Προτάσεις του Γιάννη Μαργέτα -Δημοτικού Συμβούλου Κρανιδίου- για την αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εν όψει της νέας Συνταγματικής Αναθεώρησης (2001). στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ.
Κυρίες και Κύριοι σύνεδροι,>>>>
Με το νόμο ΔΝΖ καταργήθηκε ο μέχρι τότε ισχύων προληπτικός έλεγχος της Διοίκησης. Η εφαρμογή του νέου καθεστώτος συνάντησε πολλές δυσκολίες που οφείλονταν κυρίως στη μακροχρόνια συνήθεια των Κρατικών αρχών να επεμβαίνουν στην άσκηση του έργου της τοπικής διοίκησης. Σχετική είναι η εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών της 10-06-1915, η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «Κατά το προ του ΔΝΖ Νόμου κρατούν σύστημα, η διοικητική αρχή ερευνώσα αδεσμεύτως το νόμιμον και σκόπιμον πάσης αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου ηδύνατο να εγκρίνει, ακυρώσει ή τροποποιήσει ταύτην. Ο ΔΝΖ όμως νόμος ανέτρεπε την αρχήν ταύτην, καθιερεί νέαν, καθήν κατά κανόνα πάσα απόφαση Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου είναι αφ΄ εαυτής ισχυρά, μόνον δε περί της νομιμότητος αυτής επιτρέπει έλεγχον ουχί δε και περί σκοπιμότητος του περιεχομένου αυτής.
Ο θεσμός της Τ.Α κατοχυρώθηκε πλήρως για πρώτη φορά
από τις διατάξεις του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1925, οι οποίες
περιλήφθηκαν με ορισμένες τροποποιήσεις στο άρθρο 107 του Συντάγματος του 1927
και οι οποίες ανέφεραν « Το κράτος διαιρείται εις περιφερείας εντός των οποίων
οι πολίται διαχειρίζονται απ΄ ευθείας τας τοπικάς υποθέσεις, ως νόμος θέλει
ορίσει. Η Κοινότης αποτελεί απαραιτήτως την πρώτη βαθμίδα των τοιούτων
οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως, οι οποίοι πρέπει να είναι κατ΄ ελάχιστον
όρον δύο βαθμών, ανεξαρτήτως των Δήμων και των συνδέσμων των Κοινοτήτων. Το
δικαίωμα του αποφασίζειν εις τους ανωτέρω οργανισμούς, επί ζητημάτων υπαγομένων
εις την σφαίραν της Τ.Α, ανήκει απαραιτήτως εις αιρετά όργανα εκλεγόμενα δια
καθολικής ψηφοφορίας ή και αμέσως εις το σύνολον των εις έκαστον εξ΄ αυτών
ανηκόντων πολιτών. Το Κράτος ασκεί καθώς ο νόμος θέλει ορίσει μόνον ανωτάτην
εποπτείαν επί των Ο.Τ.Α μη εμποδίζουσαν την πρωτοβουλίαν και την ελευθέραν
δράσιν αυτών. Η εποπτεία περιλάμβανε έλεγχον νομιμότητος. Ο έλεγχος
σκοπιμότητος ήταν επιτρεπτός εφόσον προβλεπόταν ρητά από το νόμο. Το Κράτος
δύναται να συντρέχει οικονομικά τους Ο.Τ.Α»
Το Σύνταγμα του 1927 καταργήθηκε με το Θ΄ψήφισμα της
16-10-1935 της Ε΄ Εθνικής Συνέλευσης. Ο Πρόεδρος της Ένωσης Δήμων και
Κοινοτήτων της Ελλάδας είχε αναθέσει με το υπ΄αριθμ 5880 της 22-8-1935 έγγραφό
του σε τριμελή επιτροπή τη διατύπωση των διατάξεων του Συντάγματος για την Τ.Α.
Η επιτροπή μετά την παρέλευση δεκαμήνου από την ανάληψη της εντολής, υπέβαλε
στην Ένωση των Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας την έκθεση της το 10ο του 1936. Με
την κατάργηση όμως του Συντάγματος του 1927 επαναφέρθηκε σε προσωρινή ισχύ το
Σύνταγμα του 1864, όπως αναθεωρήθηκε το 1911 και έτσι οι διατάξεις του άρθρου
107 του Συντάγματος έπαψαν να διέπουν πλέον ότι αφορούσε την Τ.Α. Οι διατάξεις
αυτές το μόνο που πέτυχαν κατά την ολιγόχρονη ισχύ τους ήταν η πρόκληση ζωηρών
και μακρών συζητήσεων αναφερόμενων στην έννοια και αναθεώρηση αυτών.
Από το 1935 μέχρι το 1955 παρέμεινε η Τ.Α στη χώρα μας
σχεδόν χωρίς συνταγματική κατοχύρωση.
Το Σύνταγμα του 1952 αντικατέστησε τις λεπτομερείς
διατάξεις του Συντάγματος του 1927 με τη λακωνική διάταξη του αρθρ, 99 παρ. 1
και περιέλαβε το ίδιο άρθρ. παρ. 2 τη διάταξη του άρθρ. 105 του Συντάγματος του
1911.
Αντίθετα το ισχύων Σύνταγμα περιέλαβε στο αρθρ. 102
λεπτομερείς διατάξεις. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται η δημοτική και
κοινοτική αυτοδιοίκηση ως πρώτη βαθμίδα των Ο.Τ.Α και προβλέπεται η νομοθετική
καθιέρωση των λοιπών βαθμίδων τους. Η τελική διατύπωση του άρθρου είχε ως εξής:
1. Η Διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει εις τους Ο.Τ.Α των οποίων την πρώτη
βαθμίδα αποτελούν οι Δήμοι και οι Κοινότητες. Αι λοιπαί βαθμίδες ορίζονται δια
νόμου. 2. Οι Ο.Τ.Α απολαύουν διοικητικής αυτοτέλειας. Αι αρχαί αυτών εκλέγονται
δια καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας. 3. Δια νόμου δύναται να προβλέπονται
αναγκαστικοί ή εκούσιοι σύνδεσμοι Ο.Τ.Α προς εκτέλεσιν έργων ή παροχή
υπηρεσιών, διοικούμενοι υπό συμβουλίου εξ΄αιρετών αντιπροσώπων εκάστου Δήμου ή
Κοινότητας λαμβανομένου κατ΄ αναλογίαν του πληθυσμού τούτων. 4. Διά νόμου
δύναται να προβλεφθεί εις την διοίκησιν των Ο.Τ.Α β΄ βαθμίδας συμμετοχή αιρετών
αντιπροσώπων τοπικών επαγγελματικών επιστημονικών και πνευματικών οργανώσεων
και της κρατικής διοικήσεως μέχρι του 1/3 του όλου αριθμού των μελών. 5. Το
Κράτος ασκεί εποπτείαν επί των Ο.Τ.Α μη εμποδίζουσαν την πρωτοβουλίαν και την
ελευθέραν δράσιν αυτών. Αι πειθαρχικαί ποιναί αργίας και απολύσεως εκ του
αξιώματος των αιρετών οργάνων της Τ.Α. εξαιρέσει των συνεπαγομένων αυτοδικαίαν
έκπτωσιν, απαγγέλλοντας μόνον μετά σύμφωνον γνώμην συμβουλίου αποτελουμένου
κατά πλειοψηφία εκ τακτικών δικαστών. 6. Το κράτος μεριμνά διά την εξασφάλισιν
των αναγκαίων πόρων, προς εκλπήρωσιν της αποστολής των Ο.Τ.Α. Νόμος ορίζει τα
της αποδόσεως και κατανομής μεταξύ των ως άνω οργανισμών των υπέρ αυτών
καθοριζομένων και υπό του κράτους εισπραττομένων φόρων ή τελών».
Οι διατάξεις του άρθρ. 102 του ισχύοντος Συντάγματος
αναμφίβολα έχουν επιτακτικό χαρακτήρα εν όψει της σαφούς διατύπωσής τους. Το
άρθρ, 102 του Συντάγματος (παρ. 1,2 κ 5) δεν περιλαμβάνει την επιφύλαξη του
νόμου, η οποία αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου
θεσμού δημοσίου δικαίου (θεσμική εγγύηση). Συνεπώς το άρθρο αυτό κατοχυρώνει
την τοπική αυτοδιοίκηση ΑΠΟΛΥΤΑ και όχι ως θεσμό δημοσίου δικαίου, δηλαδή όχι
μόνο στην ουσία της. Υπό το ισχύον Σύνταγμα ο κοινός νομοθέτης μπορεί μόνο να
καθορίζει τις ανώτερες βαθμίδες των Ο.Τ.Α (αρθρ 102 οαρ 1 εδ. β) να ρυθμίζει
την οργάνωση και λειτουργία των Ο.Τ.Α και την άσκηση της εποπτείας σ΄ αυτούς.
(αρθρ.26 παρ. 1) και να θεσπίσει τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις
διατάξεις των παρ.3 – 4 του αρθρ. 102.
Αυτός δεν μπορεί όμως να περιορίζει με οποιοδήποτε
άλλο τρόπο την Τ.Α η οποία κατοχυρώνεται σε όλη την έκτασή της. Έτσι η έννοια
της Τ.Α και συνταγματική κατοχύρωση αυτής ταυτίζονται.
Οι διατάξεις του άρθρ. 102 του Συντάγματος
κατοχυρώνουν την Τ.Α με την κρατούσα στην επιστήμη έννοιά της. Ειδικότερα οι
διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν τα (5).
Η διάταξη αυτή όπως προκύπτει και από τη σαφή
διατύπωσή της (των υποθέσεων) αναθέτει τη διαχείριση όλων των τοπικών υποθέσεων
στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Ο.Τ.Α. Δεδομένου ότι η διάταξη δεν
περιλαμβάνει την επιφύλαξη του νόμου, ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να αφαιρεί
οποιαδήποτε τοπική υπόθεση από την αρμοδιότητα των τοπικών οργανισμών και να
την αναθέτει στην αρμοδιότητα των οργάνων του Κράτους ή σε άλλο φορέα του
δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα. Η ερμηνευόμενη διάταξη δεν καθορίζει την
αρμοδιότητα του κύκλου ενέργειας των Ο.Τ.Α των διαφόρων βαθμίδων αφήνοντας τη
ρύθμιση του θέματος αυτού στον κοινό νομοθέτη.
Την αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων Ο.Τ.Α καθορίζουν οι
διατάξεις των άρθρ. 23 – 25 του Δ.Κ. Κώδικα οι οποίες αναθέτουν σ΄ αυτούς τη
διαχείριση «όλων των τοπικών υποθέσεων»(αρχή της καθολικότητας του κύκλου
ενέργειας των εν λόγω οργανισμών) και απαριθμούν ενδεικτικά ορισμένες από τις
υποθέσεις αυτές.
Αντίθετα οι τοπικές υποθέσεις που ανήκουν στην
αρμοδιότητα των Ο.Τ.Α απαριθμούνται περιοριστικά από τις διατάξεις των αρθρ. 21
– 3 του Ν /1622/1986.
Οι τοπικές υποθέσεις αναφέρονται μόνο στην εκτελεστική
και όχι στη νομοθετική λειτουργία. Πράγματι η Τ.Α αποτελεί μία μορφή
αποσυγκέντρωσης (Decentralisation) μόνο της εκτελεστικής και όχι της
νομοθετικής λειτουργίας.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας «δεν καθιερούται αυτονομία υπέρ των Ο.Τ.Α ούτε εξουσία να θέτουν
αυτοτελείς κανόνες δικαίου, αλλά παρέχεται εις αυτούς μόνον αυτοδιοίκησης δηλ.
εξουσία να αποφασίζουν δι΄ ιδίων οργάνων επί των τοπικών υποθέσεων εντός των
πλαισίων των γενικών κανόνων οι οποίοι διέπουν την οργάνωσιν και λειτουργίαν αυτών».
Το Σύνταγμα δεν καθορίζει την έννοια των τοπικών
υποθέσεων, οι οποίες διακρίνονται από τις λεγόμενες γενικές (κρατικές υπό τη
στενή έννοια) υποθέσεις. Το κριτήριο διάκρισης μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών
δημοσίων υποθέσεων, η οποία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση της Τ.Α είναι
αμφίβολο.
Εν προκειμένω πρέπει να αναχωρήσει κανείς από το
γεγονός ότι δεν υπάρχουν δημόσιες υποθέσεις οι οποίες είναι αποκλειστικά
(καθαρά) τοπικές, ούτε αντιστρόφως υποθέσεις που είναι αποκλειστικά (καθαρά)
γενικές με την έννοια ότι αυτές δεν ενδιαφέρουν καθόλου τους επιμέρους
οργανισμούς της Τ.Α.
Συνεπώς το ζήτημα που τίθεται είναι αν σε μία δημόσια
υπόθεση προέχει το τοπικό ενδιαφέρον οπότε είναι τοπική ή το γενικό ενδιαφέρον,
οπότε είναι γενική».
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που είναι πολύ δύσκολος ο
καθορισμός της φύσης μιας υπόθεσης ως τοπικής ή γενικής.
Σε περίπτωση αμφιβολίας το τεκμήριο μέχρι σήμερα
ομιλεί υπέρ της «αρμοδιότητας» του Κράτους και κατά της αρμοδιότητας των
τοπικών οργανισμών. Γιατί ο κύκλος ενέργειας των εν λόγω οργανισμών διέπεται
από την αρχή της ειδικότητας υπό την ευρεία έννοια (Le principe de la
specialite) κατά την οποία αυτός μεταβιβάζεται από το Κράτος και συνεπώς
περιλαμβάνει μόνο εκείνες τις υποθέσεις που ανατίθενται σ΄ αυτούς κατά τρόπο
αναμφίβολο με ρητή διάταξη του Συντάγματος ή ενός νόμου. Την αρχή αυτή έθεσε ο
δικαστής DILION στις ΗΠΑ (DILLON’S RULE) ή «RULE OF STRICH CONSTRUCTION».
Είναι προφανές ότι η δεύτερη πρόταση που προκύπτει
είναι ότι πρέπει να κατοχυρωθεί Συνταγματικά «τεκμήριο αρμοδιότητας» υπέρ των
Ο.Τ.Α ως προς όλες τις τοπικές υποθέσεις, οι οποίες ανήκουν έτσι αποκλειστικώς
σ΄ αυτούς με παράλληλη συναγωγή της «αρχής της επικουρικότητας» του Κράτους ως
προς τις τοπικές υποθέσεις.
Ταυτοχρόνως καθιέρωση της αρχής της δυνατότητας
μεταφοράς με νόμο στους Ο.Τ.Α ακόμη και κρατικών υποθέσεων (π.χ χωροταξία,
περιβάλλον, παιδεία) με παράλληλη όμως εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων και μέσων
για την άσκησή τους, αφού σήμερα η εξέλιξη της κοινωνίας που επιβάλλει ολοένα
και μεγαλύτερη προσέγγιση μεταξύ κέντρων λήψης αποφάσεων και πολίτη προϋποθέτει
Τ.Α ισότιμη προς το Κεντρικό Κράτος, αλλά με διακριτό ρόλο. Ο ρόλος αυτός να
συνιστάται μεν στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων των οποίων όμως ο κύκλος
διευρύνεται εντυπωσιακά με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας (υποθέσεις που
εθεωρούντο κρατικές μπορούν πια μέσω της τεχνολογίας να ασκηθούν σε τοπικό
επίπεδο).
Σήμερα η εξέλιξη της κοινωνίας και η ανάγκη
εκδημοκρατισμού της επιβάλλει μορφές άμεσης δημοκρατίας και έτσι πρέπει να
υιοθετηθεί ο θεσμός των τοπικών δημοψηφισμάτων ως εκδήλωσης άμεσης δημοκρατίας
επί κατηγοριών τοπικών υποθέσεων.
Τα πιο πάνω λοιπόν είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν
στη Συνταγματική μεταρρύθμιση για να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για τη
διοικητική αυτοτέλεια της Τ.Α από το Κράτος. Εκτός όμως από τη Διοικητική
Αυτοτέλεια υπάρχει και η οικονομική αυτάρκεια των Ο.Τ.Α με την πρόβλεψη
εγγυήσεων για την οικονομική αυτοδυναμία τους, με την ενίσχυση και την ελεύθερη
διαχείριση των πόρων τους προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους αποτελεσματικά.
Το Σύνταγμά μας προβλέπει στο άρθρ. 102 παρ. 6 πως το
Κράτος μεριμνά ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίοι πόροι για την εκπλήρωση της
αποστολής των Ο.Τ.Α. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή μεταξύ
των οργανισμών αυτών των φόρων ή των τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και
εισπράττονται από το Κράτος. Όπως προκύπτει και από τη διατύπωση του άρθρ. ο
συνταγματικός νομοθέτης του 1975 επιτάσσει την κρατική μέριμνα για την
εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση των
σκοπών του.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ πρέπει να
θεσμοθετηθεί η διασφάλιση των αυτοτελών πόρων των Ο.Τ.Α με ταυτόχρονη καθιέρωση
της αρχής της ελεύθερης διαχείρισης των πόρων αυτών.
Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί στην οικονομική αυτοτέλεια
των Ο.Τ.Α.
Επίσης πρέπει να υπάρξει εγγύηση της διαφάνειας της
διαχείρησης των Ο.Τ.Α μέσω του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Τελικώς με τη δημιουργία πραγματικών αυτοδιοικούμενων οργανισμών μπορεί να
μειωθεί το χάσμα ανάμεσα στον πολίτη και την εξουσία, να πολλαπλασιαστούν οι
ευκαιρίες ενεργητικής συμμετοχής του ατόμου στην πραγμάτωση κοινών σκοπών και
να δοθεί και πάλι στον άνθρωπο, μαζί με την ελευθερία και την ασφάλεια, το
αίσθημα της ευθύνης και του καθήκοντος απέναντι στην κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου