Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Ένα από τα πιο σημαντικά συγγραφικά έργα των συγγραφέων - εκπαιδευτικών - του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη & Τζένης Δ. Ντεστάκου..





Από το βιβλίο τους «Πάμε για π(ί)-λ-ζες; 35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης» αναφορά στο παιχνίδι των ημερών...

Ρόλος (ο)

«… δημοτ.: κορώνα ή γράμματα, είδος τυχερού παιχνιδιού, καθ΄ ο αναρρίπτεται στροφηδόν (εξού «στριφτό») εις τον αέρα νόμισμα τι». - Λεξικό Δημητράκου

Έτσι και ξεστόμιζε τη λέξη ρόλος ο/η Ερμιονίτης/τισσα καταλάβαινες, από το πρώτο κιόλας γράμμα που έλεγε, τη διάθεσή του/της, καθώς και την ψυχική κατάσταση που βρισκόταν, όταν αντιμετώπιζε, όσους το έπαιζαν και ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για κοντινά του πρόσωπα. Διαπίστωνες, αμέσως, αν ενέκρινε το παιχνίδι ή το απέρριπτε, μιλώντας απαξιωτικά για τους παίχτες του.

-      Πού είναι καλέ ο Ν.;

-      Πού να είναι, να εκεί κάτω! Παίζει ρόλο!

Μ’ ένα (ρ) τόσο παχύ, συνεχόμενο και δυνατό που ξεχείλιζε από θυμό, αγανάκτηση και απαξίωση.1 Κι άλλες φορές στο ίδιο μοτίβο:

-      Βρε, δε ντρέπεσαι να παίζεις στριφτό -η πρώτη συλλαβή συνοδευόταν από ένα υποτιμητικό μορφασμό, με όλους εκείνους! Βρε, είναι παιδιά σου! Θα σε πιάσουν οι πατεράδες τους και αλίμονό σου! Τι θα τους πεις;

Η απάντηση ήταν η αναμενόμενη:

-      Εσύ να μην ανακατεύεσαι! Να μη μιλάς! Να κάνεις τη δουλειά σου! Ξέρω εγώ τι κάνω!

-      Ξεράδια ξέρεις! Αν ήξερες, δε θα τα έκανες αυτά!

-      Σκας τώρα ή θα…

-      Εγώ σκάω! Εσύ να μην ξαναπαίξεις!

Και κάπου εδώ, τις περισσότερες φορές, τελείωνε η κουβέντα. Αν υπήρχε συνέχεια, τα πράγματα δυσκόλευαν.

Θυμάμαι, παντρεμένες γυναίκες που είχαν τα κότσια να κατεβαίνουν «στον τόπο» των συνάξεων και να ξεμπροστιάζουν τους άντρες τους.

-      Σα δεν έχεις φιλότιμο ολόκληρος άντρας να παίζεις λεφτά με το Ν., που δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του! Έχεις φύγει από το σπίτι 10 ώρες! Αυτή είναι η δουλειά που μου είπες ότι είχες;

Άλλες πάλι τους κοίταζαν από μακριά και όταν τα βλέμματά τους ανταμώνανε έβαζαν μαζεμένο το δάχτυλο (δείχτη) στο στόμα, κουνώντας, απειλητικά, το κεφάλι, χωρίς να πουν κάτι περισσότερο. Ένα απειλητικό αχ! έβγαινε ή η φράση «Έλα στο σπίτι και θα τα πούμε!», αλλά τόσο σιγά, μέσα από τα δόντια, που ούτε καν ακουγόταν. Οι μόνοι που είχαν «ασυλία» ήσαν οι γεροντότεροι, όπως ο Α.Μ., που έπαιζαν, καθώς έλεγαν, «για το καλό»!

Μεταξύ όμως των παιχτών ο διάλογος ήταν διαφορετικός:>>>>>

-    Πάμε να παίξουμε ρόλο; με ένα «ρ» απαλό και γλυκό, όμοιο με τη διάθεση εκείνου που έκανε την πρόσκληση.

-      Πάμε! Ποιοι άλλοι θα είναι;

-      Να ο Α, ο Γ, ο Κ κ.λπ.

Γνωστά και μη εξαιρετέα τα πρόσωπα του παιχνιδιού. Κάπου - κάπου ερχόταν και κάποιος νέος παίχτης.

-      Πού θα παίξουμε; Να μη μας βλέπουν!

-      Κάτω από το σπίτι της κυρα-Φωφώς! Πίσω από το γκρεμισμένο σπίτι της Ερηνάκης!

Κι άλλες φορές:

-      Να, εκεί στο λιτρίβι του Τροκαντερού, για να μην φαινόμαστε! Ήταν ένα σπίτι γκρεμισμένο, χωρίς σκεπή, δίπλα στη θάλασσα, στο τέλος της δεκαετίας του 50, ο ξενώνας, σήμερα, του Δημήτρη Σταματίου.

Ο Μπούλης ο Χάλαρης, παθιασμένος παίχτης του ρόλου και παιδί «τυχερό», έλεγε, αναφερόμενος στην ίδια τοποθεσία:

-      Στο Μουράγιο! Κι εμείς αντιλαμβανόμαστε στη στιγμή πού θα γινόταν η συνάντηση!

Ορισμένοι, μανιώδεις παίχτες, έπαιζαν «ρόλο» και τη νύχτα, κάτω από το φως της κολόνας, μέχρι που τους έβρισκε το ξημέρωμα.

Στη δικιά μου εποχή αλλά και παλαιότερα η τοποθεσία-γειτονιά, που «φιλοξενούσε» το παιχνίδι, ήταν τα Μαντράκια. Με το νοτισμένο χώμα, τη θάλασσα ένα βήμα, δίπλα μας, τις βάρκες, το καρνάγιο, τις μυρωδιές από τα βαψίματα και το πετίκι και τους ψαράδες ηλιοκαμένους με σηκωμένα τα πατζάκια των παντελονιών τους, αν και χειμώνας... 

Ρόλος: Αναμφίβολα ο ηγέτης των παιχνιδιών!

Μπορεί κάποια χρόνια να μην παίζαμε πίτσι, σβούρες, αμπάριζα. Μπορεί να μην φτιάχναμε μπέζιζες, καράβια και πατίνια, αλλά να περνούσε χρονιά χωρίς να παίξουμε ρόλο, δεν γινόταν. Δεν υπήρχε περίπτωση!

Ρόλο έπαιζαν μόνο τα αγόρια, από τη μικρή ηλικία ως και τα 80 και ακόμη παραπάνω, αν υπήρχαν τα κουράγια. Κορίτσια να παίζουν ρόλο, δεν είχα δει! Ούτε για αστείο! Εξαιρέσεις, ωστόσο, πάντοτε υπάρχουν!

Ο ρόλος ήταν τυχερό παιχνίδι. Είχε να κάνει με τα χρήματα, γι’ αυτό και το σχολείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο, προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις και επιβλαβείς συνήθειες, δεν το επέτρεπε. Όσοι μαθητές του Δημοτικού τολμούσαν να παίξουν ρόλο και τους έπιαναν, έτρωγαν ανελέητο ξύλο, πρωί – πρωί μετά την προσευχή μπροστά στ’ άλλα παιδιά, ενώ του Γυμνασίου έπαιρναν διήμερη αποβολή την πρώτη φορά και τετραήμερες, αν, στη συνέχεια, …υποτροπίαζαν. Συχνά τα παιδιά συνοδεύονταν και από τους γονείς τους και όλοι μαζί άκουγαν τις νουθεσίες - απειλές του Γυμνασιάρχη, που τις περισσότερες φορές καμιά σχέση δεν είχαν με το …αδίκημα.

Κάποιοι γονείς, υποχωρούσαν, στην επιμονή των παιδιών τους και τους επέτρεπαν να παίζουν, τις αργίες, δίνοντας, μάλιστα, και την ευχή τους!

-      Καλέ, δώσε μου ένα τυχερό νόμισμα, για να στρίβω.

-      Να, πάρε αυτό! Είναι τυχερό! Το ’χα φυλαγμένο στα εικονίσματα, έλεγε η μάνα στον κανακάρης της.

Ο ρόλος άρχιζε δειλά-δειλά το τελευταίο δεκαήμερο του Νοέμβρη και τελείωνε, σχεδόν, μόλις άνοιγε το Τριώδιο. Οι συντροφιές, αρχικά, ήσαν λίγες, μια των μικρών και μια των μεγάλων. Όσο πλησίαζαν, όμως, οι γιορτές οι συντροφιές γίνονταν περισσότερες και απλώνονταν, από τη μία άκρη των Μαντρακιών μέχρι την άλλη. Στη μεγάλη του ακμή το παιχνίδι βρισκόταν τις ημέρες του 12/δεκαήμερου και στο αποκορύφωμά του έφθανε την παραμονή και ανήμερα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, καθώς τα παιδιά είχαν πει τα κάλαντα και «λεφτά υπήρχαν». Τις ημέρες αυτές η «αστυνομία» έκανε «τα στραβά μάτια» και …επέτρεπε το παιχνίδι. Τις υπόλοιπες, έτσι και εμφανιζόταν χωροφύλακας στα Μαντράκια, οι παίχτες του ρόλου …γίνονταν καπνός!

Κορώνα - Γράμματα!

Μια καλή ομάδα-συντροφιά για ρόλο την αποτελούσαν 5-8 άτομα, όρθια ή καθιστά στα γόνατα, το ένα δίπλα στο άλλο σε σχήμα κύκλου. Αν τα άτομα ήταν περισσότερα ή λιγότερα, το παιχνίδι δυσκόλευε και έχανε το ενδιαφέρον του.

Για να «βγει» αυτός που θα ξεκινούσε πρώτος τα παιχνίδι, έστριβε με το κέρμα ο πρώτος παίχτης στον διπλανό του απ’ τα δεξιά. Αν έφερνε κορώνα συνέχιζε, αν έφερνε γράμματα, έδινε τη θέση του στον επόμενο, που «έστριβε» στον τρίτο. Έτσι έφταναν μέχρι και τον τελευταίο παίχτη της ομάδας και εκείνος που κέρδιζε, ξεκινούσε το παιχνίδι. Συμφωνημένα, εκ των προτέρων, ήταν τα χρήματα, από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο ποσό, που έβαζαν οι παίχτες στο κέντρο του κύκλου. «Έστριβε», λοιπόν, με το νόμισμά του, ο παίχτης που ξεκινούσε το παιχνίδι. Το νόμισμα στριφογύριζε στον αέρα πηγαίνοντας ψηλά. Αν πέφτοντας έφερνε «κορώνα» -πάντα «κορώνα» ήταν ή όψη του νομίσματος που είχε το κεφάλι του εικονιζόμενου, κέρδιζε όλα τα χρήματα που είχαν βάλει οι συμπαίχτες του και συνέχιζε, ενώ οι υπόλοιποι παίχτες έβαζαν χρήματα ξανά. Αν, όμως, έφερνε «γράμματα», τους πλήρωνε, δίνοντας στον καθένα χωριστά τόσα χρήματα, όσα είχε βάλει. Τη θέση του, για να συνεχιστεί το παιχνίδι, έπαιρνε ο επόμενος παίχτης, που βρισκόταν στα δεξιά του.

Κάποιες φορές, αν το χώμα ήταν λασπωμένο ή έβρισκε σε κάποια πέτρα ή άλλο εμπόδιο, το νόμισμα δεν έπεφτε με τη μία ή την άλλη όψη, αλλά στεκόταν ορθό. Τότε λέγαμε «κόχη» και ο παίχτης το «ξαναέστριβε». 

Τις περισσότερες φορές τα παιδιά χρησιμοποιούσαν ασημένιες δραχμές με το κεφάλι του βασιλιά Γεωργίου του Α΄ ή χάλκινα νομίσματα με το στέμμα του Όθωνα. Άλλοτε πάλι έφερναν προπολεμικά μεταλλικά νομίσματα, τάλιρα, που είχαν στη μια όψη τον φοίνικα ή δίδραχμα και δραχμές με το κεφάλι της Αθηνάς με την περικεφαλαία. Πολλά παιδιά στην πλευρά της κορώνας χάραζαν με τη λίμα ένα σταυρό. Πίστευαν, ότι το ιερό σύμβολο θα τα βοηθούσε να είναι καλότυχα, να φέρνουν συνέχεια «κορώνα» και να κερδίζουν.

Εκτός από τους παίχτες τη «συντροφιά» πλαισίωναν και οι περίεργοι, δηλαδή, εκείνοι που, απλά, παρακολουθούσαν το παιχνίδι. Ορισμένοι από αυτούς ήταν τα «γούρια» των παιχτών και τους ήθελαν κοντά τους. Άλλοι πάλι ήσαν γρουσούζηδες, «χρησούζηδες», όπως τους λέγαμε, άνθρωποι που προδίκαζαν την αποτυχία και έφερναν κακοτυχία σε κάποιον από τους παίχτες.

-      Πήγαινε, βρε άνθρωπέ μου από την άλλη μεριά! Ήρθες και μου κάθισες εδώ σα μπάστακας! Δε βλέπεις που δε μπορώ να «σταυρώσω κορωνιά», τους φώναζαν νευριασμένοι και τους απομάκρυναν από κοντά τους.

Κάποιοι πάλι από τους …επιβλέποντες, συμμετείχαν, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να στρίβουν. Συμμετείχαν …«απ’ έξω». Έβαζαν, δηλαδή, χρήματα όπως οι υπόλοιποι, ενώ έστριβε κάποιος από την ομάδα και αν ο παίχτης έφερνε κορώνα, τα έχαναν. Αν έφερνε γράμματα, τα διπλασίαζαν, τα κέρδιζαν.

Θυμάμαι τους παίχτες του ρόλου που κέρδιζαν, να συγκεντρώνουν μπροστά τους τα χρήματα, κέρματα και χαρτονομίσματα και αναψοκοκκινισμένοι να γεμίζουν τις τσέπες τους. Όσοι πάλι έχαναν, …έχαναν και το χρώμα τους! Έτσι ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς, ποιοι ήταν οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι. Ο παίχτης αποχωρούσε από το παιχνίδι, «δικαιωματικά», αν είχε χάσει όλα τα χρήματά του ή το ποσό που ήθελε να παίξει. Αν, όμως, κέρδιζε και μάλιστα πολλά, δεν είχε «το δικαίωμα» να φύγει, όσο οι συμπαίκτες του έχαναν. Στην περίπτωση που ο «κερδισμένος» τολμούσε να φύγει, οι υπόλοιποι κινούνταν, απειλητικά, εναντίον του ή στην καλύτερη περίπτωση δεν τον «ξαναέπαιζαν». Βλέπετε το παιχνίδι είχε και τους άγραφους νόμους του…

Μερικοί, πάλι, ενώ έχαναν και δεν είχαν χρήματα, συνέχιζαν να παίζουν ελπίζοντας να «γυρίσει»  η τύχη τους. Όταν, όμως, απογοητεύονταν, έφευγαν, χωρίς να πληρώσουν τα …χρωστούμενα. Το έκαναν, συνήθως, οι μεγαλύτεροι ή οι πιο δυνατοί, που δεν φοβούνταν τις συνέπειες... Κάποιοι άλλοι υπόσχονταν ότι θα ξεπληρώσουν το χρέος τους στο εγγύς μέλλον.

Γράφοντας για τον ρόλο σήμερα, 60 χρόνια από τότε, ξεχωρίζουν στη μνήμη μου δυο φιγούρες. Μια παιδική και μια αντρική, που δεν υπήρχε περίπτωση, να μην συμμετείχαν σε καθημερινή βάση σε κάποια ομάδα ρόλου. Ήταν αυτοί που ξεκινούσαν, κάθε χρόνο, το παιχνίδι. Ο ένας ήταν ο συνομήλικός μου, ο Μπούλης ο Χάλαρης, που έχει φύγει πλέον από τη ζωή. Παιδί των Μαντρακιών, έστριβε με επιτυχία το νόμισμα και πάντα ήταν κερδισμένος.

Ο άλλος ήταν ένας ψηλόλιγνος άντρας, ο Λ., Μαντρακιώτης κι αυτός, άριστος ψαράς και μάγκας στη διαδικασία του παιχνιδιού. Όταν συμμετείχε στο παιχνίδι, κόλπα και πονηριές δεν χωρούσαν. Όλοι τον σέβονταν και του αναγνώριζαν την αρχηγία.

Το παιχνίδι άρχισε να φθίνει στα τέλη της δεκαετίας του 60, για να σταματήσει, οριστικά, στις αρχές της δεκαετίας του 70.

Ο ρόλος ή κορώνα γράμματα ή στριφτό,2 όπως αλλιώς το λένε ήταν ένα τυχερό παιχνίδι και ασφαλώς είχε όλα τα αρνητικά στοιχεία των τυχερών παιχνιδιών, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει αυτοσυγκράτηση και ο πόθος για το παιχνίδι γίνεται πάθος με απρόβλεπτες συνέπειες. Μπορούμε, ωστόσο, να ισχυριστούμε πως μέσα από τα παθήματα μας ή τα παθήματα των άλλων οδηγούμαστε στην αυτοκυριαρχία, τη σύνεση και τον αυτοέλεγχο.

-      Άντε ρε που θα πάω να παίξω ρόλο! Δεν τα  τρώω καλύτερα στραγάλια, έλεγαν οι πιο προσεκτικοί, ιδιαίτερα αν την είχαν πατήσει και το χαρτζιλίκι είχε γίνει «καπνός».

ΣΗΜ.

1.   Στην ερμιονίτικη προφορά ο φθόγγος ρ, ανάλογα με τον τονισμό και τον χρωματισμό του μέσα στη λέξη, δείχνει τον ψυχισμό του ανθρώπου και τη θέση του απέναντι σε καταστάσεις, γεγονότα, πράξεις, αντικείμενα κ.λπ. Όταν αρθρώνεται, όπως στη λέξη ρόλος, με έντονη εκπνοή και την κορυφή της γλώσσας να αγγίζει τον ουρανίσκο, ενώ αισθανόμαστε την πίεση στο πίσω μέρος των δύο πλευρών της κάτω γνάθου, δείχνει την απαξίωση, την προσβολή, την περιφρόνηση.

2.   Όσον αφορά την ονομασία του παιχνιδιού υπάρχει η έκφραση «στρίβω το νόμισμα», που σημαίνει ρίχνω (πετώ) το νόμισμα στον αέρα (ψηλά), με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να περιστρέφεται με ταχύτητα και πέφτοντας να δείχνει «κορώνα ή γράμματα». Αυτό το διαρκές στρίψιμο δημιουργεί ένα κυλινδρικό νοητό σχήμα, όπως ακριβώς γίνεται με καθετί που περιστρέφεται, τυλίγεται και ονομάζεται ρολό. Ανέβηκε, λοιπόν, ο τόνος μια συλλαβή, άλλαξε και το γένος και «το ρολό», έγινε «ο ρόλος». Με λίγη φαντασία, προχωρούμε ακόμη περισσότερο και από το ρόλο, το παιχνίδι, λέμε και την έκφραση «Τι ρόλο παίζεις;» που θα πει «Τι παιχνίδι παίζεις;». Η λέξη αυτή είχε δώσει σε μια οικογένεια και μάλιστα του σογιού μου (Σπετσιώτης) και το παρατσούκλι της. Λέμε, ο Γιάννης ο Ρόλος! Ενώ όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιον τον περιέπαιξαν και τον γελοιοποίησαν, λέμε ότι τον έκαναν «ρολίνα»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: