Το πλήθος των νικητών οργανωμένο σε σχηματισμό «λιτανείας» αλάλαζε πανηγυρίζοντας στους δρόμους, ενώ κάθε τόσο ξεσπούσε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές. Έτσι μαζί με τα τραγούδια φώναζε τα ονόματα των νικητών στον «υπερθετικό» βαθμό με πολλά «…ο» και ένα μεγαλόπρεπο «ρε» στο τέλος. Τσαλδάραροοος Ρεεε…, Κοντοβράκαροοος Ρεεε…, Βερδέλαροοος Ρεεε… για να μην αδικήσουμε κανέναν! Λέγεται, μάλιστα, πως κάποια φορά ένας οπαδός φώναξε τόσο δυνατά, που έπαθε …κήλη! «Καντουνιάστηκε», όπως λέμε στην Ερμιόνη…
Αν πάλι βρίσκονταν εκεί «αυτοπροσώπως» οι νικητές, βουλευτές και δήμαρχοι, «μπρατσωμένοι» συμπολίτες τούς έπαιρναν στους ώμους, ενώ ο κόσμος τούς επευφημούσε «πάσα δυνάμει».
Εκείνοι, όμως, που ήσαν «από τη φόλα», όπως λέμε στην Ερμιόνη τους χαμένους των εκλογών, έντρομοι και αμπαρωμένοι στα σπίτια τους, πού να τολμήσουν να βγουν έξω! Περίμεναν το «μοιραίο»… Εύχονταν η καζούρα που τους ετοίμαζαν να είναι σύντομη, όσο γινόταν πιο ανώδυνη και το «αναπόφευκτο κακό» να περάσει γρήγορα. Κάποιοι, οι πιο φανατικοί και λιγόψυχοι, «έμπαιναν στα ρούχα» και έμεναν κουκουλωμένοι στα κρεβάτια, για να μην βλέπουν και ακούν τα όσα συνέβαιναν έξω από τα σπίτια τους. Μάλιστα, «καθ’ ομολογίαν» συγγενικών τους προσώπων, είχαν κρυάδες και «ανέβαζαν» και πυρετό!
Το ποιητικό κείμενο των τραγουδιών ήταν απλά αλλά έξυπνα και πρωτότυπα δίστιχα, συχνά έμπνευση της στιγμής. Ενθουσιώδη, αυθόρμητα και εγκωμιαστικά για τους νικητές, υποτιμητικά, σατιρικά και απειλητικά για τους ηττημένους. Με τη χρήση μάλιστα της παροξύτονης, τις περισσότερες φορές, ομοιοκαταληξίας των στίχων και τη συμβολή της μετρικής του 15/σύλλαβου, η ανταπόκριση του πλήθους ήταν μεγάλη και το αποτέλεσμα κορυφαίο.
Κάποιες φορές και, λόγω θυμικού, τα επιτρεπτά όρια της ελευθερίας του λόγου παραβιάζονταν και χρησιμοποιούνταν ανεπίτρεπτες εκφράσεις με σεξιστικά υπονοούμενα.
Ανάλογη ήταν και η μονόφωνη μουσική των στίχων. Μια εύκολη, επαναλαμβανόμενη, στερεότυπη μελωδία με ρεφρέν, μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, μόνο με την προφορική παράδοση και την τραγουδούσαν, χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς, οι καλλίφωνοι αλλά και οι παράφωνοι της ομάδας. Πάνω σ’ αυτή προσαρμόζονταν οι αυτοσχέδιοι στίχοι, που ξεπηδούσαν σύμφωνα με «τους άγραφους νόμους» της παραγωγής των Δημοτικών Τραγουδιών.
Στον τόπο μας τα τραγούδια των εκλογών πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, έφτασαν σε μεγάλη ακμή τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου και συνεχίστηκαν μέχρι τη 10/ετία του ’50. Τότε τα τραγουδήσαμε κι εμείς ως παιδιά κάνοντας τον σχετικό «χαβαλέ». Τα ύστερα χρόνια η παραγωγή μετριάστηκε και ό,τι διασώθηκε δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία και έμπνευση, ενώ το περιεχόμενο των στίχων είναι βίαιο, απρεπές και χωρίς καμιά αξία.
Τα τραγούδια των εκλογών, εκτός από όσα προαναφέραμε, πιστεύουμε πως έχουν και ιστορικοκοινωνική αξία. Αναφέρονται σε εκλογικές αναμετρήσεις, στα εμπλεκόμενα πρόσωπα καθώς και σε ποικίλες ανθρωπο-κοινωνικο-επαγγελματικές καταστάσεις. Κάποια απ’ αυτά γίνονται περισσότερο ελκυστικά και ενδιαφέροντα, όταν «αποκαλύπτουν» ιδιαίτερες ιστορίες…
Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε μια συλλογή τέτοιων τραγουδιών που καταφέραμε να διασώσουμε. Τα περισσότερα μου τα έχει πει ο αείμνηστος Διονύσης Στεργίου, τις ώρες που καθόμασταν με τον κυρ-Απόστολο στη μικρή αυλή του σπιτιού του, στα Μαντράκια. Κατά την άποψή του εκείνος που διακρινόταν για τη στιχουργική του δυνατότητα ήταν ο μπάρμπα-Δημήτρης Κυρ. Γκολεμάς, που έμενε δίπλα στο καμπαναριό του Ταξιάρχη.
«Από τον προεκλογικό αγώνα του 1920»
Ο Βενιζέλος γάιδαρος/κι ο Ρέπουλης σαμάρι
κι Βασιλάκης1κάπιστρο/κι ο Δάσκαλος2 ταγάρι,
να καβαλήσει ο Γούναρης/να πάει στο παζάρι.
Ο Ρέπουλης αρρώστησε/στην Αιδηψό πηγαίνει,
γιατί το εκατάλαβε/πως βουλευτής δε βγαίνει.
Ρεφρέν: Φόλα, φόλα, φόλα, φόλα/πάνε τα λεφτά σας όλα!
Μερκούραρος3 στη φυλακή/στο Ιτζεδίν της Κρήτης
είν’ αμαρτία βρε παιδιά/ο Δήμαρχος να λείπει.
Ρεφρέν: Σταματάκη,4 Σταματάκη/συ τους πότισες φαρμάκι!
Εσείς το καυχηζόσαστε/και το’χετε για γούστο,
γιατ’ έχετε ένα βουλευτή/σαν το τραγί του Ντούλτσο.5
Μερκούρης το επίθετο/Σταμάτης τ΄ όνομά του
όλοι θα τον ψηφίσουμε/ για χάρη του μπαμπά του.
Σταματάκη με τα όλα/ρίξε στα σκυλιά τη φόλα!
«Από τους προεκλογικούς αγώνες των ετών 1832, 1833, 1835»
Στον Γιάννη Μάλλωση6
Βουίζει το Τροκαντερό/βουίζει το Λιμάνι,
γιατ’ έχουμε για βουλευτή/το Μάλλωση το Γιάννη.
Ψηφίσατε το Μάλλωση/ναυτάκια και φαντάροι,
είναι μεγάλη μας τιμή/τα άστρα που θα πάρει.
Μεγάλοι μάς τον πολεμούν/τιμή του και κορώνα,
μας εμείς θα τον ψηφίσουμε/στον τίμιο αγώνα.
Είναι παιδί του τόπου μας/πτωχός πτωχών ο φίλος,
καλός προστάτης πάντοτε/Ερμιονίδος φίλος.
Κρανίδι, Χέλι, Δίδυμα/Κοιλάδα Ερμιόνη
θα στείλουν τώρα στη Βουλή/ένα καινούργιο αηδόνι.
Και Καρακάσι Θερμησιά/Φούρνοι και Λουκαϊτι
θα τραγουδούν απ’ το πρωί/ως τον αποσπερίτη.
Βουίζει το Τροκαντερό/σείονται τα Μαντράκια,
γιατί έχουμε υποψήφιο/με κέφι και μεράκια.
Στην τοπική εφημερίδα «Ερμιονική Ηχώ» (Σεπτέμβριος 1981 φ.68) είχε δημοσιευτεί παρόμοιο τραγούδι χωρίς με περισσότερους στίχους και διαφορετικό τίτλο. Μάλιστα ο δημιουργός του υπογράφει κάτω από το ποίημα ως «Έφεδρος Ερμιονεύς».
«Εις τους εφέδρους του Στρατού και Ναυτικού της Επαρχίας Ερμιονίδας»7
Άσπρο παιδιά του Μάλλωση/και μαύρο εις τους άλλους
στα τζάκια και τους πλούσιους/τους ψεύτες τους μεγάλους.
Καλό παιδί του τόπου μας/φτωχός φτωχών ο φίλος
καλός προστάτης πάντοτε/Ερμιονίδιος στύλος.
Γι΄ αυτό τόνε θαυμάζουνε/και εις το πρόσωπό του
βλέπουμε τον σωτήρα μας/κι είμαστε στο πλευρό του.
Και ‘θε να το’ χουμε τιμή/χαρά και υπερηφάνεια,
αν σώσουμε τον τόπο μας/από τη μαύρη ορφάνια.
Όσοι χακί φορέσαμε/μαζί θ’ αγωνιστούμε,
να μάθουν οι αντίπαλοι/να μην περιφρονούνε.
Εμάς που τους τιμήσαμε/σε χρόνια περασμένα
και κλείσανε την πόρτα τους/σε εσένα και σε μένα.
Και τώρα φίλε έφεδρε/σε θέλω να ασπρίσεις,
τον Γιάγκο μας τον Μάλλωση/τους άλλους να μαυρίσεις.
Ασπρίσατε τον Μάλλωση/ναυτάκια και φαντάροι
είναι μεγάλη μας τιμή/τα άστρα που θα πάρει.
Μεγάλοι μάς τον πολεμούν/τιμή του και κορώνα
μα μείς θα τον τιμήσουμε/στον τίμιο αγώνα.
Και κει που μας νομίζουνε/στην τσέπη τους κλεισμένους,
δεν θα προφταίνουν να μετρούν/μαύρους και δαγκωμένους.
Κρανίδι, Χέλι, Δίδυμa,/Κοιλάδα κι Ερμιόνη
θα στείλουν τώρα στη Βουλή/ένα καινούργιο αηδόνι.
Και Καρακάσι, Θερμησιά/Φούρνοι και Λουκαϊτι
θα τραγουδάνε απ’ το πρωί/ως τον αποσπερίτη.
Εκλογές 1832,1835
Οι χαμένοι
Ο Παύλος κι ο Μαρμαρινός8/εφάγανε τη φόλα
πήρανε τα γαϊδούρια τους/και βγήκανε στη χώρα,
να πουλήσουν κουβαρίστρες/τρύπωμα και δαχτυλήθρες.
Μα κανείς δεν τους τα παίρνει/γιατί ψήφισαν Βερδέλη.9
Ρεφρέν: Μαλλωσάκη, Μαλλωσάκη/συ τους πότισες φαρμάκι!
Νικητές και ηττημένοι
Ο Αντρέας ο Περήφανος/δεν έχει άλλο ταίρι,
θα μείνει αγροφύλακας/χειμώνα καλοκαίρι.
Ρεφρέν: Ο Τσαρός κι ο Καραθάνος10/θα πηγαίνανε για μπάνιο.
Στον Σπύρο Μερκούρη
Δήμαρχο Αθηνών
Ζήτω του Μερκούρη του Πατριώτη,
που έκανε την Αθήνα σαν την Ευρώπη.
Ζήτω του Μερκούρη του Ερμιονίτη,
που έκανε την Αθήνα σαν το Παρίσι.
Από τις Δημοτικές Εκλογές της Ερμιόνης στην πρώτη 10/ετία του 20ου αιώνα με αντιπάλους τον Κωνσταντή Κυρ. Γκολεμά και τον Άγγελο Παπαβασιλείου
Την εκλογή κερδίσαμε/δίχως αντιγνωμία,
το μπαϊράκι πήραμε/και την αστυνομία.
Ρεφρέν: Μία πάπια, μία χήνα/και η Αργυρώ11 μας Δημαρχίνα.
Από τις Εκλογές του 1956 και 1958
Στου Κουμουντούρου12 την αυλή/βάλανε ένα στύλο,
κρεμάσανε τον Βερδελή/σαν λυσσασμένο σκύλο.
Ρεφρέν: Κουμουντούρο, Κουμουντούρο/θα σου βάλουμε ένα σούρο.
Τέλος έχουμε καταγράψει τη Μουσική των τραγουδιών σε Ευρωπαϊκή και Βυζαντινή σημειογραφία την οποία για την οικονομία του χώρου, δεν αναρτήσαμε.
Άντε και καλό βόλι!
ΣΗΜ.
1. Βασιλάκης: ο Βασίλειος Δεληγιάννης.
2. Δάσκαλος: ο Ηλίας Παπαδόπουλος, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασιλείου Δεληγιάννη, Σταματίνα.
3. Μερκούραρος: ο Σπύρος Μερκούρης γερουσιαστής και Δήμαρχος Αθηνών.
4. Σταματάκης: ο Σταμάτης Μερκούρης, γιος του Σπύρου, βουλευτής και Υπουργός.
5. Ντούλτσος: παρατσούκλι βοσκού της Ερμιόνης.
6. Γιάννης Μάλλωσης: βουλευτής Ερμιονίδας.
7. Από το αρχείο του αείμνηστου Γιώργου Ιω. Μαρμαρινού και για την αντιγραφή Γ. Φς.
8. Παύλος Φραγκούλης και Γιώργος Μαρμαρινός: Ερμιονίτες έμποροι.
9. Αλέξανδρος Βερδέλης: βουλευτής και πολιτευτής Ερμιονίδας.
10. Ο Τσαρός: παρατσούκλι του Αριστείδη Φοίβα. Καραθάνος: παρατσούκλι του Κώστα Κοτταρά.
11. Αργυρώ: η γυναίκα του Κωνσταντή Κυρ. Γκολεμά.
12. Κουμουντούρος: ο Γιώργος Λουλουδάκης, σιδηρουργός.