H Βενετούλα του Μονοπώλιου και τα
Μονοπώλια του Ελληνικού κράτους
φωτο από εκδρομή: Κική Τράκη, Άννα Ταγκάλου, Βενετούλα Βόντα, Γιώτα Βιρβίλη, Μάτω Παπαηλιού) |
Στην πόλη μας εδώ και
κάμποσο καιρό οι καμπάνες καθημερινά χτυπούν πένθιμα. Έτσι πριν λίγες μέρες, οι
καμπάνες του Ταξιαρχιού ξαναχτύπησαν.
-Καλέ ποιος πέθανε
πάλι; Για ποιόν χτυπάτε; Ρωτούσε η γειτόνισσα.
-Η Βενετούλα του
μονοπώλιου, ήρθε η απάντηση.
Έτσι αποκαλούσαμε
όλοι μας τη Βενετούλα Bόντα∙
ήταν εκείνη που για χρόνια εργάστηκε στο τοπικό κρατικό μονοπώλιο.
Την αποχαιρέτησαν
συγγενείς και φίλοι με την ευχή τους να έχει «καλή ανάπαυση».
Από την πλευρά
μας είναι μια ευκαιρία να αφιερώσουμε λίγες γραμμές στη μνήμη της και στην
προσωπικότητά της.
Το καλοκαίρι που μας
πέρασε τη βρήκα να σκουπίζει έξω από το σπίτι της. Νοικοκυρά παλιάς κοπής! Την
καλημέρισα, ευκαιριακά της ανέφερα ότι θα ήθελα να μου δώσει στοιχεία για το
μονοπώλιο. Γνωρίζει την ενασχόλησή μου με την έρευνα του παρελθόντος του τόπου
και μιας και είχα λίγο χρόνο στη διάθεσή μου, εκείνη πρόθυμα με έβαλε στο σπίτι
της. Πέρασα τη σκουρόχρωμη βαριά αυλόπορτα, την πλακόστρωτη περιποιημένη αυλή
και μπήκα σ΄ ένα αρχοντόσπιτο με πολλές ενδιαφέρουσες προγονικές φωτογραφίες
στους τοίχους. Η συζήτηση «άναψε» κι εγώ άρχισα να καταγράφω:
«Ο πατέρας μας
Μενέλαος Βόντας ήταν παντρεμένος με τη Μαρίνα Παπαδάκη, σπουδαία μοδίστρα της
εποχής. Από το γάμο τους απόκτησαν τρεις κόρες: εμένα, την Καίτη και τη Ματίνα.
Ο πατέρας
πέθανε αιφνίδια από εγκεφαλικό και το Μονοπώλιο ανέλαβα να το δουλέψω εγώ. Όμως
επειδή ήμουν αφ’ ενός γυναίκα, αφ’ ετέρου ανήλικη, δεν μπορούσα να το δουλέψω
επίσημα στο όνομά μου, έτσι γράφεται στο όνομα του συγγενή μας Θανάση
Παπαθανασίου.
Τα πρώτα
χρόνια στεγάζεται στο σπίτι μας, αργότερα στου Απόστολου Κατσογιώργη και τέλος
στο ισόγειο του σπιτιού της Αργυρώς Παπαθανασίου.
Πουλούσα
τέσσερα είδη: σπίρτα σε κάσες, πετρέλαιο, αλάτι και τράπουλες.
Οι τράπουλες
θυμάμαι έγραφαν: «ΠΑΙΓΝΙΟΧΑΡΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ», «ΠΑΙΧΝΙΟΧΑΡΤΑ ΥΜΙΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΚΛΑΣΙΣ
Ε΄»
Ο
εξοπλισμός μου ήταν η πλάστιγγα για το ζύγισμα και τα βαρέλια ως μέσο
αποθήκευσης. Στην αρχή το πετρέλαιο ερχόταν σε δοχεία, επειδή όμως διαβρώνονταν
καθιερώθηκε η χρήση του βαρελιού. Το εμπόρευμα ερχόταν στο λιμάνι με τα καΐκια,
ένα από αυτά ήταν του Γιάννη Οικονόμου (Νεώτσιου) και από εκεί οι εργάτες το
μετέφεραν με τα κάρα στο χώρο της αποθήκης του Μονοπωλίου. Το πετρέλαιο το
πουλούσα σε δοχεία με τη χρήση της τρόμπας. Κάθε βαρέλι ζύγιζε 170 λίτρα και
ερχόταν στην ποσότητα των 80 βαρελιών. Αγόραζαν για τους πελάτες τους τα
μπακάλικα του Πραχαλιά, του Μερτύρη, του Μπουρνάκη, του Κρητικού, του
Σκλαβούνου, του Σαράντου, που τα κουβαλούσαν με τα γαϊδουράκια. Αγόραζε επίσης
ο Ανάργυρος Σέρφας καθώς και τα μπακάλικα από το Ηλιόκαστρο και το Μετόχι.
Απαγορευόταν να πουλήσω λιγότερο από 5 κιλά, αλλά όταν ερχόντουσαν με το δοχείο
για τη γκαζιέρα ή τη λάμπα εγώ τους έδινα.
Τα
σπίρτα ήταν συσκευασμένα σε κάσες των 10 τεμαχίων, τα έπαιρναν για πώληση τα
περίπτερα και τις τράπουλες τα καφενεία.
Το
αλάτι ερχόταν από τις αλυκές του Μεσολόγγιου με Κοιλαδιώτικα καΐκια. Όταν
έπρεπε να μεταφερθεί από τα αμπάρια, μου ήταν μεγάλος μπελάς να βρω εργάτες,
έτσι τις περισσότερες φορές μου έστελνε από το Κρανίδι ο Πασαλάρης, άλλοι στο
καΐκι κι άλλοι στην αποθήκη.
Φτυάριζαν και γέμιζαν σακιά που τα μετέφεραν, τα ζυγίζαμε και τα άδειαζαν
χύμα στο Μονοπώλιο σε γκουλούμα.
Η
προειδοποίηση της αποστολής του εμπορεύματος ερχόταν με τηλεγράφημα. Εγώ
κρατούσα καταστάσεις ανά δεκαήμερο, τι ποσότητες πούλησα, σε ποιόν, πόσα
χρήματα πήρα, τι εμπόρευμα έχω μέσα και
συγκεντρωτικές ανά μήνα, ενώ ταχυδρομούσα επιταγή των δύο χιλιάδων δραχμών.
Στην κατάρτιση των καταστάσεων με βοήθησε πολύ
ο Σοφοκλής Χατζησωκράτης. Κρατούσα βιβλίο ΕΣΟΔΩΝ-ΕΞΟΔΩΝ, καθώς και τις
Καταστάσεις του ΙΚΑ.
Άνοιγα
στις 8 και έκλεινα στη 1 το μεσημέρι, αλλά άνοιγα και το απόγευμα. Ήταν
πράγματι μεγάλη σκλαβιά, γιατί δεν μπορούσα να λείψω. Συνταξιοδοτήθηκα το 1985.
Ο
θεσμός των Μονοπωλίων καταργήθηκε το 1981, με την προϋπόθεση στην περίπτωση που
κλείσουν, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τα 50 του χρόνια να μπορεί να
συνταξιοδοτηθεί, αν όχι να απορροφηθεί σε άλλον τομέα του Δημοσίου.
Ολοκληρώθηκε η κατάργησή τους το 1985».
Αυτά μού κατέθεσε εκείνη την ημέρα η Βενετούλα.
Συνεννοηθήκαμε να τα γράψω και να τα ξαναπούμε, να μου δώσει και φωτογραφίες.
Δεν τα καταφέραμε, μας «κατάπιε» η καθημερινότητα.
Ο Μάκης Νάκος έχει
καταγράψει ότι το πρώτο Μονοπώλιο ήταν στο ισόγειο του σπιτιού της Ερηνάκης
Παπαδογιαννάκη στα Μαντράκια (το ερείπιο δίπλα στην «ΚΟΥΚ-ΟΙΔΑ), ιδιοκτησίας
του Γιάννη Οικονόμου. Μας τον περιγράφει ως έναν όμορφο άνθρωπο με μουσάκι, γι αυτό του έβγαλαν το παρατσούκλι
«Μουσάκης». Αργότερα και για την ακρίβεια το 1944 το Μονοπώλιο της
Ερμιόνης το πήρε ο Μενέλαος Βόντας.
Ο
θερμός των μονοπωλίων θεσπίστηκε από τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους. Η
φορολογία από τα χρήματα που εισπράττονταν πήγαιναν στους δανειστές για πολλά
χρόνια, μέχρι και το 1967. Κάτι παρόμοιο με όσα συν έβαιναν στο σήμερα με τα
Μνημόνια.
Ο νόμος που επέβαλε χαρτόσημο στα παιγνιόχαρτα είναι εκείνος
της 14ης Αυγούστου του 1836, ο οποίος και ίσχυσε για αρκετά χρόνια και στη
συνέχεια αντικαταστάθηκε με νέο νόμο που επέβαλε μια συνολική φορολογία των
παιγνιόχαρτων, στις 22 Μαρτίου του 1884. Ακολούθησαν κι άλλοι νόμοι το 1898, ο νόμος 762 του 1917 που ήρθε να
καθορίσει την τιμή της τράπουλας, ο νόμος 2916 του 1922 που καθόριζε αυστηρά
μέτρα εποπτείας και φορολογίας των παιγνιδιών και διαχώριζε τα παιγνίδια σε
τυχερά, τεχνικά και μεικτά, όπου
καθόριζε το τέλος ανάλογα με την περιοχή που παίζονται. Για πολλά χρόνια
το ελληνικό δημόσιο είχε και το μονοπώλιο στις τράπουλες.
Ο νόμος του 1971 καθόριζε τα τυχερά παιγνίδια να παίζονται μόνο σε καζίνο και λέσχες και τα τεχνικά παιγνίδια της τράπουλας σε καφενεία που φέρουν ειδική άδεια.
Τα πρώτα ελληνικά τραπουλόχαρτα είχαν τυπωθεί στην Ουγγαρία το έτος 1829 και στις φιγούρες τους είχαν Ελληνικές μορφές, για παράδειγμα οι Ρηγάδες της τράπουλας είχαν τη μορφή του Καποδίστρια, του Μαυροκορδάτου, του Υψηλάντη, του Κουντουριώτη.
Ο νόμος του 1971 καθόριζε τα τυχερά παιγνίδια να παίζονται μόνο σε καζίνο και λέσχες και τα τεχνικά παιγνίδια της τράπουλας σε καφενεία που φέρουν ειδική άδεια.
Τα πρώτα ελληνικά τραπουλόχαρτα είχαν τυπωθεί στην Ουγγαρία το έτος 1829 και στις φιγούρες τους είχαν Ελληνικές μορφές, για παράδειγμα οι Ρηγάδες της τράπουλας είχαν τη μορφή του Καποδίστρια, του Μαυροκορδάτου, του Υψηλάντη, του Κουντουριώτη.
Το πένθος και η
απώλεια δεν έχουν πάντα μέσα της οπωσδήποτε μια κραυγή, κάποτε έχουν μια
σιωπηλή γαλήνη. Αυτό επιδιώκω με το κείμενό μου και τη μνημόνευση της
Βενετούλας που δεν είναι πια μαζί μας∙ θα θυμόμαστε όμως όσοι την γνωρίσαμε την
κομψή, ομορφοχτενισμένη, με το πορτοκαλί κραγιόν πάντα στα χείλη και το
χαμόγελο.