Από τους Κάρες
στα …μοιρολόγια της Ερμιόνης
του Γιάννη Μ.
Σπετσιώτη
Οι Κάρες, ένας από τους λαούς που κατά τη 2η χιλιετηρίδα
εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Αργολίδας/Ερμιονίδας, άσκησαν ευεργετική
επίδραση στους αυτόχθονες κατοίκους της.1Με αφορμή αυτή τη χρήσιμη
πληροφορία επιθυμώ να σημειώσω τα παρακάτω.
Τους Κάρες, αρχαίο λαό της Μικράς Ασίας, που
κατοικούσε Ν.Δ. της Ιωνίας στις απόκρημνες περιοχές της Μιλήτου και της
Μυκάλης, τους αναφέρει ο Όμηρος αποκαλώντας τους βαρβαρόφωνους (ξενόγλωσσους)
καθώς και ο Ησίοδος. Σύμφωνα με τα πορίσματα επιστημονικών ερευνών πρόκειται
για φυλή Θρακική ή Πελασγική, ενώ κατ’ άλλους έχουν κοινή καταγωγή με τους
αρχαίους Κρήτες. Στους χρόνους της μεγάλης τους ακμής, οι Κάρες, ήσαν
θαλασσοκράτορες και εξαπλώθηκαν στις ακτές και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους
φθάνοντας μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, όπου ίδρυσαν αρκετές πόλεις.
Ενώ, όμως, κατά τους χρόνους της δόξας τους θεωρούνταν
λαμπροί πολεμιστές, αργότερα απέκτησαν τη φήμη δολίων, ευτελών και κακών
ανθρώπων. Απέφευγαν τις ευθύνες και τους κινδύνους επιφορτίζοντας άλλους με
αυτούς, όπως αποδεικνύεται και από διάφορες παροιμίες και παροιμιώδεις
εκφράσεις που διασώθηκαν. Λέγεται π.χ. για ανθρώπους που αποφεύγουν τον κίνδυνο
και αφήνουν να κινδυνεύσουν άλλοι στη θέση τους: «εν Κάρι κινδυνεύεις».
Επίσης για ανθρώπους που χαρακτηρίζονται δόλιοι, ευτελείς και χυδαίοι λέγεται η
φράση «εν Καρός μοίρα».2
Στο έβδομο βιβλίο των «Νόμων» του Πλάτωνα ο Αθηναίος,
ένα από τα κύρια πρόσωπα του έργου, θεωρεί αναγκαίο, μεταξύ άλλων, τον
καθορισμό βασικών κανόνων και αρχών προκειμένου να τελούνται οι διάφορες
γιορτές κατά τη διάρκεια του χρόνου, ώστε να επιτελούν τον βασικό σκοπό τους
που είναι ο σεβασμός και οι τιμές προς τους θεούς. Επίσης κρίνει απαραίτητο τον
ορισμό ύμνων, μελωδιών, τραγουδιών και χορών που προξενούν ευχάριστη διάθεση
στους ανθρώπους. Στη συνέχεια ο Αθηναίος υποστηρίζει ότι:
«Κι αν κάποτε, χρειαστεί ν’ ακούσουν οι πολίτες τέτοια
θρηνολογήματα, σε μέρες όχι καθαρές μα αποφράδες, τότε οφείλουμε να φέρουμε απ’
έξω χορωδίες με πληρωμή καθώς είναι εκείνοι που πληρώνονται για να συνοδεύουν
με κάποια καρική μουσική τους πεθαμένους στις κηδείες».
Έτσι, επειδή η καρική μουσική ήταν πένθιμη και
θρηνητική, οι Έλληνες συχνά χρησιμοποιούσαν Κάρες πληρώνοντάς τους για να
συνοδεύουν με θρηνώδη τραγούδια και οδυρμούς τους νεκρούς. Αυτά τα τραγούδια
θεωρούνταν μάλιστα, όχι μόνο ανάξια λόγου αφού τη μουσική τους τη χαρακτήριζαν
βάρβαρη αλλά και επιβλαβή για την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό
ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε από τον Αισχύλο, καθώς στα έργα του παίζονταν σκοποί
στον καρικό αυλό και έπαιρναν μέρος και μοιρολογίστρες.
Τα τραγούδια εκείνα, που τα μουσικά τους
ακούσματα χάθηκαν οριστικά και που μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί τεκμήρια της
μουσικής γραφής τους, μπορούμε να τα παρομοιάσουμε με τα μοιρολόγια.
Τη γνωστή
και πολύ ενδιαφέρουσα κατηγορία των Δημοτικών μας Τραγουδιών που αποτελεί
αντικείμενο μελέτης, μέχρι τις ημέρες μας, διαπρεπών μουσικολόγων Ελλήνων και
ξένων.3
Τέτοια «τραγούδια», μοιρολόγια, στην Ερμιόνη δεν
βρέθηκαν.
Στην ανέκδοτη μελέτη-συλλογή «Τα Δημοτικά Τραγούδια της Ερμιόνης» έχω
καταγράψει δυο στροφές από μοιρολόγι, που μου τις είχε πει η μακαρίτισσα Ματίνα
Μπουκουβάλα, χωρίς, ωστόσο, να θυμάται το σκοπό του.
«Μαύρος
αητός επέρασε από το μαγερειό μας
κι
εσκόρπισε το σπίτι μας και το νοικοκυριό μας!
Ο
Χάρος θέλει σκότωμα με σιδερένιες μπάλες,
γιατί
χωρίζει ανδρόγυνα, παιδιά απ΄ τις μανάδες».
Ως μοιρολόγια στην Ερμιόνη μπορούμε,
επίσης, να θεωρήσουμε τις σύντομες αναφορές στη ζωή του νεκρού που έκαναν
κλαίγοντας οι δικοί του άνθρωποι καθώς τον «ξενυχτούσαν». Η μητέρα μου στις
σημειώσεις της έχει καταγράψει μερικές απ’ αυτές.
- Πατέρα μας, το πανωφόρι που μου αγόρασες και
το κρέμασα στην πρόκα δεν
πρόφτασα να το φορέσω!
Πάντα θα σε θυμάμαι! Καλέ μου, νοικοκύρη μου, κουβαλητή μου,
τα χρυσά σου χεράκια που δούλεψαν
και μας μεγάλωσαν,
θα τα φάει το χώμα!
Οι αναφορές αυτές είχαν το δικό τους
ρυθμό και γίνονταν από γυναίκες που θρηνούσαν, σκυμμένες πάνω από το πρόσωπο
του νεκρού.
Άλλες φορές πάλι στέκονταν όρθιες, σήκωναν ψηλά τα λευκά μαντήλια
με τη μαύρη περιμετρική κορδέλα, τα τραβούσαν ρυθμικά από τις δυο άκρες τους
και ταυτόχρονα κλαίγοντας έλεγαν «τα μοιρολόγια τους».4
Τις ίδιες, ωστόσο, αναφορές σε νεκρούς
έχουν κάνει κατά καιρούς και η Χριστίνα Ψαθά, η Μαρίνα Φασιλή και η Αικατερίνη
Κοτταρά.
Υποθέτω πως οι Ερμιονίτες (αντίθετα με τους κατοίκους άλλων περιοχών
της Ελλάδας, π.χ. της Μάνης), ακολουθώντας, ίσως, το «παράδειγμα» των αρχαίων
Ελλήνων, δεν είχαν τη διάθεση να εμπλουτίσουν, να παραλλάξουν, να
αυτοσχεδιάσουν δημιουργώντας τραγούδια με θρηνητικό περιεχόμενο, καθώς δεν
ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία τους.
ΣΗΜ.
1. Γιάννη Αγγ. Ησαΐα, «Ιστορικές Σελίδες του Δήμου Ερμιόνης…», Αθήνα 2005
2. Με τους Κάρες ασχολήθηκα για πρώτη φορά στη μελέτη μου «Μουσικοπαιδαγωγικές
αναζητήσεις στα Πλατωνικά Κείμενα», που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό
Ελληνοχριστιανική Αγωγή» (Τεύχος 322, Δεκέμβριος 1984).
3. Για τα μοιρολόγια οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν πλήθος πληροφοριών και
ακουσμάτων στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και δισκογραφία.
4. Γιάννη Μιχ. Σπετσιώτη, «Λαογραφικά θέματα της Ερμιόνης - Ο θάνατος», Προς
έκδοση.