Από τον παππού στον εγγονό....
«Έχει και βένιο μέσα…» - > «Ο τσοπάνης ναυτικός…»
.Οι ιστορίες συνέβησαν αρχές του περασμένου αιώνα, στις οποίες πήραν μέρος
άνθρωποι της περιοχής, ταξιδευτές, της θάλασσας και μη.
Σε εμάς γινήκανε γνωστές από διηγήσεις μεγαλυτέρων μας, στις διάφορες
συντροφιές μας σε ερημικά και απάνεμα λιμανάκια έρημων νησιών και ακτών.
Έτσι για να περάσει λίγο το απόβραδο μετά την «κακαβιά»
ώσπου να έρθει γλυκά ο ύπνος, να σφαλίσει τα μάτια των κουρασμένων κορμιών μας
από την κοπιαστική εργασία, στα ατέλειωτα ψαρέματα και αρμενίσματα στις
ελληνικές θάλασσες και της βορείου Αφρικής ( Μπαρμπαριά).
Πολλές φορές ο μπάρμπα Νικολός - σκεβρωμένος τώρα στα βαθιά γεράματα, γιατί το
μεδούλι των οστών του υποχώρησε για να πάρει μέρος …η πηγμένη πλέον αλμύρα της
θάλασσας, μεγάλος καλαμπουρτζής και παραστατικός στις διηγήσεις διαφόρων
ιστοριών.
Όταν ήθελε να αναφερθεί σε ανθρώπους αφελείς ή ελαφρούτσικους όπως τους
αποκαλούσαν στα παλιά χρόνια, μας έλεγε πολύ συχνά με ένα τρόπο χιουμοριστικό
τη φράση « έχει και βένιο μέσα».
Εμείς παιδιά τότε γελούσαμε με τα αστεία του Νικολού, χωρίς να καταλαβαίναμε
το νόημα της φράσης...
Ώσπου μια μέρα στα Μαντράκια της Ερμιόνης ένας άλλος αρμυρισμένος ψαράς και
ναυτικός, διηγιότανε διάφορες ιστορίες με τον ίδιο χιουμοριστικό τρόπο απ' τις
οποίες αναφέρουμε τις πιο κάτω.
.
«Ήτανε αρχές του περασμένου αιώνα όπως προαναφερθήκαμε και οι ερμιονίτικες
μπρατσέρες, μπρίκια, τρεχαντήρια, σκούνες κ.α., ταξιδεύανε ακόμα σε όλες τις
ελληνικές θάλασσες και έξω από αυτές, όταν η ατμοπλοΐα και οι συγκοινωνίες της
στεριάς δεν είχαν ολοκληρωθεί και η δόξα της Ερμούπολης της Σύρου κρατούσε
ακόμα αν και παρακμασμένη, διότι βιομηχανία, ναυτιλία και το μεγάλο εμπόριο
σιγά – σιγά μεταφερόντουσαν από αυτό το μεγάλο ναυτιλιακό, βιομηχανικό και
εμπορικό κέντρο εκείνων των χρόνων την Ερμούπολη, στον Πειραιά και στην περιοχή
της πρωτεύουσας.
Έτσι τα ερμιονίτικα θαλάσσια μέσα εμπορίου αυτής της εποχής εκτός των άλλων
ελληνικών περιοχών μεταφέρανε εμπορεύματα και προς αυτό το κοσμοπολίτικο αυτή
την εποχή νησί.
Οι ανεμόμυλοι στο μυλοτόπι της Ερμιόνης στο ομώνυμο λόφο των Μύλων, είχανε
επιδοθεί ορισμένοι από αυτούς εκείνα τα χρόνια προφανώς από αναδουλειά, (λίγα
τα στάρια, κριθάρια κ.α. για άλεσμα) να αλέθουν φύλα σχοίνου για σχινάλευρο.
Γνωστά τότε αυτή την εποχή τα βυρσοδεψία της Ερμούπολης και το σχοινάλευρο
το χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία των δερμάτων.
Η μπρατσέρα του καπετάν - Γιάννη που είχε εκτός του άλλου πληρώματος και τον
γιο του τον Γιωργάκη (σε αντίθεση με τον πατέρα του ελαφρούτσικος) ναυλώθηκε
από τον έμπορο Κωσταντή να μεταφέρει σχινάλευρο στην Ερμούπολη.
Το καΐκι φορτώθηκε μέχρι τα μπούνια, τα άρμενα ήσαν όλα στο σένιο τους,
έκανε τις κουμπάνιες καπετάνιος και πλήρωμα, φτιάξανε και τα χαρτιά στο
Τελωνείο και όλοι μαζί πλήρωμα και έμπορος, αφού αποχαιρετήσανε τις οικογένειές
τους και ο μούτσος ο Αντωνάκης το κορίτσι του την Λενιώ, δυό ώρες προτού
ξημερώσει με πρίμα καιρό μαΐστρο, μολάρισαν από την Ερμιόνη για την έξοδό τους
από τον ερμιονικό κόλπο και από εκεί πορεία ανατολική για τη Σύρα.
Το ταξίδι...
Ο ήλιος ξεπρόβαλλε ροδοκόκκινος στα
Τσελεβίνια
(ακρωτήριο Σκύλαιο) και ο καπετάν Γιάννης κατέβασε τα πανιά, έριξε τη μικρή
βάρκα στην θάλασσα, πήραν κεριά και ένα μπουκάλι με λάδι και με το μισό πλήρωμα
ανέβηκαν τον λοφίσκο να ανάψουν τα καντήλια της Παναγίτσας εκεί στο μικρό
εκκλησάκι.
(Κανένας ναυτικός και ψαράς αυτό τον καιρό μέχρι και πριν είκοσι χρόνια
περίπου, δεν έβγαινε για ταξίδι και κατά τον γυρισμό, χωρίς να ανάψει τα
καντήλια της Παναγίτσας, να κάνει το σταυρό του και να προσευχηθεί! Τώρα
δυστυχώς, αλλάξανε οι καιροί…)
Σαν τέλειωσε το τάμα, σηκώσανε όλα τα πανιά καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και
κάρφωσαν την πορεία τους για τον προορισμό που είχαν.
Περνούσαν γιαλό- γιαλό από το ακρινό νησί του Τσελεβινιού και αφού όλα
πήγαιναν πρίμα, τον καπετάν Γιάννη τον είχε πιάσει το μεράκι και εκεί
ξαπλωμένος στη πρύμη τραγουδούσε: «Τέντωσε
αγέρι τα πανιά, και παρ’τα τα όνειρα μου, πάρε και την καρδιά μου, αφού το ξέρω
μ’ αγαπάς…» Ο τσοπάνης του νησιού είχε βγάλει
περισσότερα από 1500 γιδοπρόβατα να βοσκίσουν στο δροσερό χορτάρι, άκουγε τον
καπετάν Γιάννη που τραγουδούσε, έβλεπε τη μπρατσέρα που ταξίδευε όμορφα,
ζήλεψε, τον έπιασε το παράπονο, μπερδεύτηκαν τα λογικά του, θόλωσε η σκέψη του,
πήρε τη μεγάλη απόφαση: « Δεν ειν’ δ-υλειά
αυτή, να σε τρώει το π-νραρι, η ερημιά και το βουνό. Θα τα πουλήσω τα έ-ρμα και
θα αγοράσω και εγώ μια σκούνα».
.
Ο τσοπάνης ναυτικός.
Ο Αντώναρος – έτσι φωνάζανε τον τσοπάνη -
με κινήσεις αστραπής πουλάει τα πράματά του, ξεθάβει τη στάμνα με τις λίρες που
είχε θάψει δίπλα στο μαντρί και με την βοήθεια κάποιων «ειδικών συμβούλων»
αγοράζει τη σκούνα του. Παίρνει και πλήρωμα ναύτες που του είχαν υποδείξει οι
σύμβουλοί του… και πάει στο ακρογιάλι της Θερμησίας και φορτώνει το «κάμωμα»
πορτοκάλια με προορισμό το εξωτερικό ( Μαύρη θάλασσα) με ενδιάμεσο σταθμό τη
Θεσσαλονίκη!
Εκεί που τελείωνε το φόρτωμα, μαύρα σύννεφα σκεπάσανε τις κορφές της Ύδρας
και του Μαυροβουνιού στο Δίδυμο.
Ο καπετάν Αντώναρος έκανε πανιά να φύγει, ενώ η σοροκάδα άρχισε να φουσκώνει τη
θάλασσα και το πέλαγος να μπουρινιάζει και να γίνεται μελανό. Φερμάρισε τις
σκώτες, έκανε την πρώτη βόλτα, προς το μπουγάζι της Ύδρας και του Δοκού, τη
δεύτερη προς το ακρογιάλι και η σοροκάδα όσο πήγαινε και φρεσκάριζε.
Σαν έφτασε κοντά στο ακρογιάλι λίγο πριν το νησάκι «Σουπιά» σκέφτηκε ο
καπετάν Αντώναρος να μη κάνει άλλη βόλτα προς την Ύδρα, γιατί περνούσαν οι ώρες
και καθυστερούσε. Ήταν προτιμότερο είπε μέσα του, να ταξιδέψει ολόισια δίπλα
στην ακτή του Τσελεβινιού, να κερδίσει χρόνο. Και αμέσως μετά, επιχείρησε να
κάνει πράξη τη σκέψη του. Όμως προς μεγάλη του έκπληξη και αγωνία καθώς
ταξίδευε κοντά στη στεριά, έβλεπε τα κύματα να γιγαντώνουν, αλλά ο αέρας να
λιγοστεύει και να μη φουσκώνουν τα πανιά.
Μέσα στη δίνη των συναισθημάτων του και το σπαραγμό της ψυχής του σαν
πρωτοτάξιδος στη θάλασσα που ήταν, δεν καταλάβαινε γιατί συνέβαινε αυτό. Δεν
ήξερε, αυτό που ξέρουν όλοι οι ναυτικοί, πως όταν βρίσκεσαι σε σοφράνο μεριά - δηλαδή σε στεριά που ο αέρας έρχεται απ’ το πέλαγος, ο αέρας λιγοστεύει και σε
ορισμένες περιπτώσεις απαγκιάζει εντελώς, λόγω της πρόσκρουσης στη ξηρά.
Ο καπετάν Αντώναρος με το να μην κάνει τις άλλες βόλτες προς την Ύδρα είχε
κάνει το μοιραίο λάθος και το τελευταίο του, σαν πρωτάρης που ήταν στη θάλασσα.
Και αυτό το παράξενο «θηλυκό», αυτό το
υγρό στοιχειό, (όπως όλα τα θηλυκά άλλωστε ), δε σου δίνει περιθώρια… και δε συγχωράει
όταν κάνεις λάθη και δε την σέβεσαι!!!
Η σκούνα σχεδόν ξυλάρμενη με τα πανιά της να τρεμοπαίζουνε, όλο και ξέπεφτε
προς τη στεριά. Και εκεί στο ακρινό νησί του Τσελεβινιού, ο καπετάν Αντώναρος
ρίχνει ψιλά στο βουνό μια ματιά και βλέπει τα γνωστά λημέρια, ξαγναντεύει τα
π-ρνάρια, θυμάται το κοπάδι του, ταράζεται η ψυχή του και συγκλονίζεται από
λυγμούς και δάκρυα.
Η σκούνα πλέον είχε ζυγώσει κοντά στα βράχια, όταν δύο μεγάλα κύματα την
πέταξαν επάνω τους τσακίζοντάς την και γεμίζοντας την θάλασσα πορτοκάλια.
Καπετάνιος και πλήρωμα πιάνοντας ένα σανίδι ναυαγοί πλέον, έγιναν έρμαια των
κυμάτων. Ωστόσο, η Παναγίτσα (στο εκκλησάκι πάνω από το λόφο) έβαλε το χέρι
της και τους έβγαλε σε ένα αμμουδερό ακρογιάλι. Και εκεί, αποκαμωμένοι από την
οδύνη και το σπαραγμό ο Αντώναρος και το πλήρωμά του αποκοιμήθηκαν για λίγο, γιατί τους ξύπνησε
εφιαλτικό όνειρο.
Όπως διηγιόντουσαν κατόπιν, είδαν στον ύπνο τους τον εωσφόρο να είναι πάνω
από τα κεφάλια τους κουνώντας την ουρά του και να τους λέει: «έχετε χάρη αυτήν που ήταν από πάνω – η Παναγίτσα!» Όλοι μαζί ξύπνησαν σταυροκοπήθηκαν και ο Αντώναρος
πήρε το δρόμο για το βουνό, για τα παλιά του λημέρια.
Και εκεί ψιλά από την κορφή, είδε μπρατσέρα τρικάταρτη να ταξιδεύει κόντρα
στον άνεμο. Τότε ο Αντώναρος έκλαψε για μια ακόμα φορά και ανάμεσα στα αναφιλητά
του είπε απευθυνόμενος στη θάλασσα:
«Δεν είναι βλάχος να γελάς, πορτοκάλια να κυλάς, αλλά είναι τσαντιλόβρακα,
(εννοώντας τις βράκες που φορούσαν οι ναυτικοί αυτά τα χρόνια) που σε βάζει
μπροστά και τραβάς σαν το βουβάλι…»
..
( Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις
σειρές θυμάμαι τον αείμνηστο πατέρα μου που μου διηγιόταν τη δεύτερη ιστορία
και σκέπτομαι: Ήσαν απλοί και αγράμματοι άνθρωποι και όμως είχαν τον τρόπο να
ασκούν επιρροή και να διαμορφώνουν για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους,
θετική προσωπικότητα.
Και εμείς, σήμερα, με τόσες γνώσεις και
ανέσεις που μπορούμε να προσφέρουμε πολλά στα παιδιά μας, έχουμε γίνει έρμαια
των πολυμέσων και όλων αυτών που τα - μας διευθύνουν…)
..
Η συνέχεια του ταξιδιού του καπετάν
Γιάννη στην Ερμούπολη.
Εν τω μεταξύ το «Άγιος Νικόλαος»
έτσι ονομαζόταν η μπρατσέρα του ερμιονίτη καπετάν Γιάννη, ενώ ο καιρός στο
κατόπιν είχε γυρίσει βορειανατολικός, με τους επιδέξιους χειρισμούς του
καπετάνιου του αν και καθυστερημένα, είχε φτάσει αισίως στον προορισμό του στη
Σύρα. Ο καπετάν Γιάννης και ο έμπορος ο Κωνσταντής αφού τακτοποιήσανε τα χαρτιά
τους στο Λιμεναρχείο και στο Τελωνείο, αρχίσανε τις διαπραγματεύσεις με τους
Συριανούς εμπόρους και βυρσοδέψες για την πώληση του εμπορεύματος
(σχοινάλευρου) Και εκεί που είχανε βρει αγοραστές και η αγοροπωλησία είχε
φτάσει στο τελευταίο στάδιο – να ξεφορτώσει ο αγοραστής το σχοινάλευρο και ο
έμπορος και καπετάνιος να πάρουνε τα χρήματα, το εμπορικό δαιμόνιο έδρασε!!! (Υπάρχει μια λαϊκή ρήση που λέει: «
από μικρό παιδί και από κουτό μαθαίνεις την αλήθεια» Έτσι πήγε ο αγοραστής του σχοινάλευρου στη φορτωμένη
μπρατσέρα του καπετάν Γιάννη, να κανονίσει την εκφόρτωσή του. Για καλή του
τύχη, καπετάνιος και ο ερμιονίτης έμπορος είχαν πάει στο καφενείο να ποιούν
καφέ.
Τότε ο πονηρός Συριανός έμπορος συζητώντας με το γιο του καπετάν Γιάννη τον
Γιωργάκη (είχαμε αναφερθεί στην αρχή πως ήταν αφελής)κατάλαβε την αφέλειά του
μικρού ναύτη και τον ρωτάει: «Είναι καλό το σχοινάλευρο που έχετε μέσα;» - και
του απαντάει ο ελαφρύς Γιωργάκης «Ου
ου ου! έχει και βένιο μέσα…»
Είχε ακούσει από συζητήσεις που έκαναν στην Ερμιόνη ο Γιωργάκης ότι ήταν
νοθευμένο με τριμμένους τους μικρούς στρογγυλούς καρπούς ενός άλλου θαμνοειδούς
με το όνομα «βένιο» το οποίο εκτός του ότι χαλάει την ποιότητα του σχοινάλευρου
το κάνει και πιο βαρύ. Έτσι ο έμπορας τρίβοντας τα χέρια από την χαρά του για
τη ζημιά που θα πάθαινε, πήγε απέναντι στην βιοτεχνία λουκουμιών και
χαλβαδόπιτων του Λιβαδάρα και γέμισε ένα μεγάλο κουτί με λουκούμια και
χαλβαδόπιτες, παστέλια κ.α. και τα έφερε δώρο στον Γιωργάκη λέγοντάς του: «Αυτά είναι δώρο από μένα να τα πας στο χωριό σου και
Καλά Χριστούγεννα…»
Φυσικά συνάντησε εκ των υστέρων τον
καπετάν Γιάννη και τον Κωνσταντή τον έμπορο, τους ανέφερε το περιστατικό και
ακύρωσε τη συναλλαγή!
Έτσι η μπρατσέρα «Άγιος Νικόλαος» με το πλήρωμά της και το φορτίο της επέστρεψαν στην
Ερμιόνη και πέρασαν μαύρα Χριστούγεννα…
..
Μετά τις γιορτές, ο καπετάν Γιάννης έκανε άλλο ταξίδι με την μπρατσέρα του
στον Πειραιά με άλλο φορτίο. Φθάνοντας στον Πειραιά ο καπετάνιος φοράει το
ναυτικό του κασκέτο, ανάβει την πίπα του, παίρνει τη μαγκούρα του, - ήταν της
μόδας τότε οι καπεταναίοι να κυκλοφορούν έτσι- και με τα ναυτιλιακά έγγραφα
τραβάει για το Τελωνείο και το Λιμεναρχείο. Βγαίνοντας στο μουράγιο φωνάζει τον
γιο του τον Γιωργάκη λέγοντάς του:
«Γιωργάκη πρόσεξε μη βγαίνεις έξω από το
καΐκι, γιατί περνάει ο μπόγιας και μαζεύει όλους τους παλαβούς!» - Ξένοιασε πατέρα, απαντάει ο Γιωργάκης…
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΔΑΜΑΛΙΤΗΣ
.
ΥΣ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» στις 19
Δεκεμβρίου 2006


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου