Σήμερα 4 Ιανουαρίου 2010 συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ευεργέτη του Δήμου Κρανιδίου Ηλία Φωστίνη. Θεώρησα λοιπόν ηθική μου υποχρέωση και καθήκον να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα σε αυτόν τον ταπεινό άνθρωπο , Κρανιδιώτη γεννημένο στη Μικρά Ασία που άφησε ως δωρεά προς τον Δήμο Κρανιδίου μια μεγάλη κτηματική έκταση 45 περίπου στρεμμάτων κοντά στους παλιούς ανεμόμυλους Κρανιδίου. Αυτή η δωρεά , εκτιμώμενη από την υλική της αξία είναι η μεγαλύτερη που έγινε ποτέ προς τον Δήμο Κρανιδίου. Μεγαλύτερη επίσης είναι και ως προς την ηθική της αξία και πιστεύω ότι θα παραμείνει αξεπέραστη στο χρόνο γιατί έγινε από έναν άνθρωπο φτωχό και ταπεινό που ζούσε με μια πενιχρή σύνταξη του ΤΕΒΕ.
Πιστεύοντας πως η μνήμη πρέπει να κατοικεί στις μεγάλες και στις γενναίες πράξεις των ταπεινών ανθρώπων που έκαναν και κάνουν καλό στον τόπο και στην κοινωνία καταθέτω αυτό το μικρό αφιέρωμα αντί μνημοσύνου.
Ο Ηλίας Φωστίνης γεννήθηκε κάπου κοντά στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας στα 1910. Πολύ νωρίς έχασε τη μητέρα του, την οποία δεν θυμόταν καν, και έγινε μέλος μιας άλλης οικογένειας όταν ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας του. Τα δραματικά για τον ελληνισμό ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης, τον έφεραν προσφυγόπουλο το 1922 με τη μητριά του και ίσως κάποια ετεροθαλή αδέρφια του στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Νίκαια ή στον Κορυδαλλό του Πειραιά. Ο πατέρας του είχε παραμείνει αιχμάλωτος των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Κατά τις διηγήσεις του, τον μικρό Ηλία που τότε είχε άλλο επώνυμο, τον κακομεταχειριζόταν βάναυσα η μητριά του προκειμένου να του αποσπά όσα χρήματα συγκέντρωνε κάνοντας διάφορα θελήματα στη γειτονιά που διέμενε. 12 χρονών παιδί κατέβαινε και στο λιμάνι του Πειραιά για να κάνει καμιά μικροδουλίτσα ή αγγαρεία για να εξασφαλίζει χρήματα να τα δίνει στη μητριά του. Απελπισμένος κάποια μέρα από την κακομεταχείριση και την ανέχεια που είχε μπήκε κρυφά σε ένα κρανιδιώτικο καΐκι από αυτά που πήγαιναν τότε μέχρι τον Πειραιά και αναγκαστικά έφτασε ως το άγνωστο γι'αυτόν Κρανίδι. Στο Κρανίδι για καλή του τύχη τον περιμάζεψαν και τον υιοθέτησαν ο Μιχάλης Φωστίνης και η σύζυγός του Παρασκευή, που δεν είχαν παιδιά. Ο μικρός Ηλίας ήταν πολύ εργατικός και δούλευε σαν παραγιός σε διάφορες αγροτικές , κτηνοτροφικές και άλλες εργασίες. Κάτω από όλες αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο Ηλίας μέστωσε και έγινε παλικάρι. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πήρε μέρος και στον πόλεμο του 1940 ως έφεδρος στην πρώτη γραμμή κι εκεί τραυματίστηκε και λίγο έλειψε να χάσει και τη ζωή του. Επιστρέφοντας, παντρεύτηκε τη Μαρία που ήξερε την τέχνη της παπλωματοποιίας και ο ίδιος μαζί με τις αγροτικές του ασχολίες τη βοηθούσε και έφτιαχναν παπλώματα. Έμειναν όμως χωρίς παιδιά. Έτσι ο κυρ Ηλίας φτωχικά και ταπεινά προχώρησε σε ηλικία.
Εγώ έτυχε να τον γνωρίσω γύρω στα 1994 σαν ασθενή όταν ήμουν Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Ναυπλίου. Τον έφερνε τότε στο Νοσοκομείο μια μακρινή μάλλον ανιψιά του που του συμπαραστεκόταν πολύ, η κυρία Σοφία Βλάσση από την Ερμιόνη. Πέρα από το ενδιαφέρον μου όπως και για κάθε ασθενή, μου κίνησε το ενδιαφέρον και την προσοχή μου η ταπεινή καλοκάγαθη και γαλήνια αλλά και μοναχική μορφή του και σχετίστηκα περισσότερο μαζί του από ανθρώπινη συμπάθεια. Συχνά μου διηγόταν την ιστορία του, τα βάσανα και τους κατατρεγμούς του στην παιδική του ηλικία, που μου προκαλούσαν ιδιαίτερη συγκίνηση. Μετά το 1996 που εγκαταστάθηκα στο Κρανίδι στο Κέντρο Υγείας, είχαμε τακτικότερες επαφές μέσα στα πλαίσια γιατρού-ασθενούς αλλά πάντοτε υπήρχε ανάμεσά μας και η ανθρώπινη σχέση που είχε δημιουργηθεί. Τον αγάπησα και με αγάπησε. Μια μέρα λοιπόν μου λέει: " Άκουσε γιατρέ μου, μου έχεις σταθεί και σε νιώθω σαν παιδί μου . Θέλω να σου κάνω ένα δώρο, ένα χτήμα που έχω κι εσύ να με έχεις σαν πατέρα σου. '' Ίσως λίγο απερίσκεπτα του απάντησα: " Κυρ Ηλία τι είναι αυτά που λες; έχεις την ανιψιά σου , να το κάνεις σε αυτήν. Έχω χτήμα εγώ από τον πατέρα μου. " Τι ήθελα και το είπα εγώ αυτό; Ο κυρ Ηλίας στενοχωρήθηκε πολύ, δάκρυσε και μου απάντησε κοφτά :
" Ώστε, δεν με καταδέχεσαι;" . Του είπα: " Δεν είναι αυτό. Κάντο δωρεά στο Κέντρο Υγείας , εγώ έτσι κι αλλιώς σε έχω σαν πατέρα μου. Έχεις κανένα παράπονο;" Ο κυρ Ηλίας έφυγε βαριά στενοχωρημένος . Όποτε με επισκεπτόταν ξανά για λόγους υγείας ήταν κουμπωμένος και λιγόλογος.
Όταν εκλέχτηκα Δήμαρχος το 1999 με επισκέφτηκε στο γραφείο μου για να με συγχαρεί, λέγοντάς μου ότι με ψήφισε παρά το γεγονός ότι εγώ τον είχα στενοχωρήσει και μου επανέλαβε πάλι την πρόθεσή του . Του είπα ότι κακώς με έχει παρεξηγήσει και ότι εγώ τον αγαπώ. Τότε του πέταξα ένα υπονοούμενο για να κάνει το χτήμα δωρεά στο Δήμο Κρανιδίου που θα τον θυμόντουσαν και θα τον ευγνωμονούσαν όλοι οι Κρανιδιώτες κι εγώ μαζί τους όσο ζω. Έφυγε πάλι στενοχωρημένος. Μετά από αρκετό καιρό, ένα πρωινό Σαββάτου, με πήρε στο τηλέφωνο 5 η ώρα το πρωί λέγοντάς μου ότι δεν αισθάνεται καλά, ότι θα πεθάνει κι εγώ θα το έχω κρίμα στο λαιμό μου και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Αμέσως ντύθηκα και πετάχτηκα μέχρι το σπίτι του να δω τι συνέβαινε. Δεν μου άνοιξε την πόρτα παρά μου είπε ότι θέλει να πα΄με στον συμβολαιογράφο όταν ανοίξει το συμβολαιογραφείο να μου γράψει το χτήμα κι εγώ ας το κάνω ότι θέλω. Συμφώνησα. Μου άνοιξε την πόρτα. Είχε έναν πόνο στο στομάχι μου είπε και δεν με άφηνε καλά καλά να τον εξετάσω. Του είπα σαββατοκύριακα τα συμβολαιογραφεία είναι κλειστά . Πήγαμε τη Δευτέρα ή κάποια άλλη μέρα, δεν θυμάμαι. Είχα συνεννοηθεί με τον συμβολαιογράφο. Είχαμε βρει και μάρτυρες. Του εξήγησε ο συμβολαιογράφος ότι αν το κάνει σε εμένα και μετά εγώ στο Δήμο θα πληρώσω πολλά χρήματα για φόρο μεταβίβασης. Επέμενε ο κυρ Ηλίας ότι ήθελε να φαίνεται το όνομά μου. Μετά από ώρες διαβουλεύσεων βρέθηκε η τυπική φόρμα . Όταν έβαλε την υπογραφή του , έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης:"Ουφ, μου πέρασε το στομάχι μου". Είχε πιει μόνο μια πορτοκαλάδα. Όταν του μίλησα για τους σκοπούς και τα σχέδια που είχα για το χτήμα κι ότι θα μπει μια μεγάλη ταμπέλα που θα γράφει : "Αθλητικό και Πολιτιστικό Πάρκο Ηλία Φωστίνη" το βλέμμα του άστραψε. Καμάρωνε. "Καλά το κάναμε!" μου είπε. " Για τους Κρανιδιώτες! Αφού θα είναι για τα παιδιά!"
Την παραμονή του θανάτου του στο Κέντρο Υγείας Κρανιδίου, όταν πλέον είχε πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή και κάποια στιγμή του είπα: "Κυρ Ηλία μην φοβάσαι! Δεν πρόκειται να πεθάνεις!" ,μου απάντησε με πλήρη τη συνείδησή του: " Α, και να πεθάνω αφού με έχεις σαν πατέρα σου και θα πεθάνω στα χέρια σου , δεν με νοιάζει καθόλου!" Σε λίγο βυθίστηκε. Την επόμενη μέρα το μεσημέρι έφυγε γαλήνια.
Αυτός ήταν ο κυρ Ηλίας Φωστίνης. Του χρωστάω και του χρωστάμε κάτι ακόμα.