Μυστικός δείπνος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδειαΟ Μυστικός δείπνος σύμφωνα με την Χριστιανική πίστη, διεξήχθη ανάμεσα στον Ιησού και τους Δώδεκα Αποστόλους στην Ιερουσαλήμ μία μέρα πριν τη Σταύρωσή του. Σήμερα, η μέρα αυτή ονομάζεται Μεγάλη Πέμπτη. Κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου ο Χριστός έπλυνε στους μαθητές του τα πόδια τους και τους κοινώνησε το Σώμα και το Αίμα του, λέγοντάς τους: Λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστι τὸ σῶμά καθώς και: Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. Θεωρείται ως η πρώτη στην Ιστορία της Τέχνης τοιχογραφία που απεικονίζει τους Αποστόλους να αντιδρούν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο στην αποκάλυψη του Ιησού ότι κάποιος θα τον προδώσει.
Ο Μυστικός δείπνος σύμφωνα με την Χριστιανική πίστη, διεξήχθη ανάμεσα στον Ιησού και τους Δώδεκα Αποστόλους στην Ιερουσαλήμ μία μέρα πριν τη Σταύρωσή του. Σήμερα, η μέρα αυτή ονομάζεται Μεγάλη Πέμπτη. Κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου ο Χριστός έπλυνε στους μαθητές του τα πόδια τους και τους κοινώνησε το Σώμα και το Αίμα του, λέγοντάς τους: Λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστι τὸ σῶμά καθώς και: Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. Θεωρείται ως η πρώτη στην Ιστορία της Τέχνης τοιχογραφία που απεικονίζει τους Αποστόλους να αντιδρούν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο στην αποκάλυψη του Ιησού ότι κάποιος θα τον προδώσει.
Το όνομα "Μυστικός Δείπνος"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ονομασία «μυστικός», οφείλεται επειδή περιελάμβανε το «μυστήριο» της Θείας Μετάληψης και όχι επειδή ... ήταν κρυμμένοι, όπως φαίνεται στα Ματθ. 26, 26-20, Μάρκ. 14, 22-24, Λουκ. 22, 17-20 και Α΄ προς Κορινθίους 11, 23-30.[1] Η ονομασία Μυστικός Δείπνος δεν αναφέρεται πουθενά στην Καινή Διαθήκη, όμως σήμερα χρησιμοποιείται από όλα σχεδόν τα δόγματα του Χριστιανισμού.
Η ονομασία «μυστικός», οφείλεται επειδή περιελάμβανε το «μυστήριο» της Θείας Μετάληψης και όχι επειδή ... ήταν κρυμμένοι, όπως φαίνεται στα Ματθ. 26, 26-20, Μάρκ. 14, 22-24, Λουκ. 22, 17-20 και Α΄ προς Κορινθίους 11, 23-30.[1] Η ονομασία Μυστικός Δείπνος δεν αναφέρεται πουθενά στην Καινή Διαθήκη, όμως σήμερα χρησιμοποιείται από όλα σχεδόν τα δόγματα του Χριστιανισμού.
Ο Μυστικός Δείπνος | |
---|---|
Ονομασία | Ο Μυστικός Δείπνος |
Δημιουργός | Λεονάρντο ντα Βίντσι |
Έτος δημιουργίας | περίπου 1495-1498 |
Είδος | Τοιχογραφία, τέμπερα σε γύψο |
Ύψος | 460 εκ. |
Πλάτος | 880 εκ. |
Πόλη | Μιλάνο |
Μουσείο | Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Ο Μυστικός Δείπνος (ιταλ. Il Cenacolo ή L'Ultima Cena) είναι τοιχογραφία του 15ου αιώνα, δημιουργημένη από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Βρίσκεται στο Μιλάνο της Ιταλίας, στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε (Santa Maria delle Grazie - Παναγία της Χάριτος), αν και η δημιουργία του έγινε ως παραγγελία από τον δούκα Λουδοβίκο Σφόρτσα, που επιθυμούσε αρχικά το κτήριο να αποτελέσει το μαυσωλείο της οικογένειάς του. Αποτελεί, το μεγαλύτερο έργο του Λεονάρντο και τη μοναδική νωπογραφία του που μας έχει σωθεί.[1] Ένα από τα σημαντικότερα και πολυτιμότερα έργα στην ιστορία της τέχνης και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και αναπαραχθέντα έργα ζωγραφικής.
Συνθήκες κατασκευής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Λεονάρντο εργαζόταν παρουσία θεατών με τους οποίους συζητούσε καθώς ζωγράφιζε. Ένας αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει πως Μερικές φορές στεκόταν εκεί από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ηλίου, χωρίς να αφήνει καθόλου το πινέλο, ξεχνώντας να φάει και να πιει, ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Άλλες φορές πάλι είχε δύο, τρεις ή τέσσερις μέρες να αγγίξει το πινέλο, αν και περνούσε πολλές ώρες την ημέρα όρθιος μπροστά στο έργο του, με τα χέρια διπλωμένα, εξετάζοντας και σχολιάζοντας τις φιγούρες. Επίσης τον είδα μεσημεριάτικα να αφήνει την Κόρτε Βέκια, όπου εργαζόταν στο πήλινο άλογό του, και, σπρωγμένος από ακαταμάχητο οίστρο, να έρχεται κατευθείαν στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε, αγνοώντας το λιοπύρι, να ανεβαίνει στη σκαλωσιά, να παίρνει το πινέλο του, να βάζει μια δυο πινελιές και μετά να φεύγει[2] Οι αργοί ρυθμοί δημιουργίας του έργου, που εξόργισαν τον ηγούμενο της μονής, οφείλονταν είτε στην μεθοδικότητα του καλλιτέχνη, είτε στις παράλληλη ενασχόλησή του με άλλες παραγγελίες, είτε στην επιθυμία του να χρησιμοποιήσει ως μοντέλα για την απεικόνιση των μαθητών του πρόσωπα πραγματικά και γι' αυτό αξιοποιούσε αρκετό χρόνο στους δρόμους του Μιλάνου για να βρει εκείνους, με τα πιο κατάλληλα χαρακτηριστικά.[3] Το έργο ολοκληρώθηκε σε σημαντικό ποσοστό λόγω της πίεσης που άσκησε ο Λουντονίκο Σφόρτσα.[4]