(Από το προσωπικό μας αρχείο - 9 Αυγούστου 2010)
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ταξίδι θαλασσινό «φόρος τιμής» στις εποχές που αφήσαμε!! ...
Από το Γιάννη Μιχ. Σπετσιώτη
Νοσταλγικό φύσημα και αεράκι δροσερό το κείμενο της Ρίνας Λουμουσιώτη, αφιερωμένο στο φίλο της Λάμπη, που ήταν και δικός μου φίλος, ξεσκέπασε τις θαλασσινές μου εικόνες και κουβέντες του μπάνιου, ευτυχισμένες μνήμες που τόσα χρόνια η ψυχή μου τις είχε φυλαγμένες, προστατευμένες, να μη σκορπίσουν στη λησμονιά.
Κοντά σ’ αυτό και η έκθεση φωτογραφίας που οργάνωσε το περασμένο καλοκαίρι η «Πρωτοβουλία Ενεργών Πολιτών Ερμιόνης», της οποίας μέλος είναι και η Ρίνα, όπου βραβεύτηκε η φωτογραφία ενός παιδιού που πέφτει στη θάλασσα με τα πόδια μαζεμένα, «εκτελώντας» το γνωστό στην Ερμιόνη, «λίλιμο».
Με αυτή την αφορμή, οι αναμνήσεις μου ξεπρόβαλαν και γρήγορα ανέβηκαν τα σκαλάκια του νου μου «σαν μια πρόκληση, σαν ένα μήνυμα», βάλσαμο ζωής.
Με συναισθήματα λαχτάρας και πόθου ταξίδεψα χρόνια πίσω και έγραψα για τα θαλασσοπαιγνίδια τα δικά μου, του τόπου μας.
Μα θέλω να προλάβω, να θυμηθώ, να πω κι άλλα, γιατί ετούτος ο τόπος, κήπος εύφορος «της παιδικής μου ζωής και της νιότης», κρατάει πολλές μακρινές αναμνήσεις που ποτέ …δεν παρήλθαν.
Ψάχνοντας τις μπανιέρες και τα ονόματά τους.
ü Μαγκούλα, η αφετηρία. Στον γνωστό κολπίσκο έκαναν το μπάνιο τους τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα και όσα έμεναν στα περιβόλια της γύρω περιοχής. Οι περισσότερες γυναίκες έπεφταν στη θάλασσα με τις ρόμπες, λουλουδάτες ή μονόχρωμες, τα νυχτικά, τα ροζ υφασμάτινα κομπινεζόν που φούσκωναν στο νερό και φανέρωναν όσα ήθελαν να κρύψουν, αλλά και με το φακιόλι στα μαλλιά -για να μην τα βρέξουν. Οι άντρες κολυμπούσαν με τα σώβρακα που έφταναν μέχρι τα γόνατα. Αέρας κομψότητας και άνεση κυκλοφορίας για την περίσταση! Πρόκληση θυμηδίας!
ü Το Βαγόνι. Μαζευόμαστε τα αγόρια για να κάνουμε τις βουτιές, όταν είχαμε χορτάσει το μπάνιο και επιζητούσαμε το κάτι άλλο. Η τοποθεσία ήταν ιδανική!
ü Η Σκάλα. Ίδια γεύση! Βουτιές, μακροβούτια, φύσημα, λίλιμα, πατητές, φλόμο!
ü Η μπανιέρα στο Γκουρουμέσι ή η μπανιέρα του Παύλου.
Ο μεγάλος βράχος στη μέση του κατηφορικού τοπίου -σήμερα στη θέση του είναι κτισμένα σπίτια με ωραία θέα, δέσποζε στην περιοχή και της είχε δώσει το όνομά του.[1] Ήταν ακριβώς κάτω από το περιώνυμο καφενείο του Παύλου Οικονόμου, όπου σήμερα έχει το σπίτι της η Ευγενία, η κόρη του, που ήταν συμμαθήτριά μου. Ο βράχος αυτός ήταν …ιερός, κάτι σαν σύμβολο! Έμοιαζε, καθώς τον κοίταζες από μακριά, με τεράστιο ανθρώπινο κεφάλι, όπου ξεχώριζε η πελώρια μύτη του. Εδώ, καθώς μου διηγήθηκαν και οι παλαιότεροι, μαζεύονταν όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια και έπαιζαν διάφορα παιγνίδια, πολλά χρόνια πριν την κατοχή. Έπαιξα κι εγώ εκεί και οι συνομήλικοί μου!
Όταν φτιάχτηκε ο περιφερειακός δρόμος, η μεγάλη πέτρα κύλησε προς τη θάλασσα και χωρίστηκε σε τρία κομμάτια, που μέχρι και σήμερα διακρίνονται στον βυθό. Σ’ ένα από αυτά, που έπεσε στη μπανιέρα μας, αναφέρεται και η Ρίνα, νοσταλγικά, ξεδιπλώνοντας τη δική της σχέση, τις δικές της εμπειρίες.
Στη μπανιέρα, λοιπόν, του Γκουρουμέσι ή του Παύλου, μόλις έκλειναν τα σχολεία, άτακτα στίφη από Ταξιαρχιώτες, Μυλιώτες, παιδιά του πάνω μαχαλά και της λαρτανίας, Σκορδοχωρίτες με τ' όνομα, από τα Καραβανέικα, αλλά και Μαντρακιώτες και… αδέσποτα, ο περισσότερος παιδόκοσμος της Ερμιόνης μαζευόμαστε εκεί. Για να πάρουμε τη θέση μας στην πιο ξακουστή μπανιέρα του τόπου, μία με μιάμιση ώρα πριν τις 12, και ν’ αρχίσει το μεγάλο πανηγύρι! Φορούσαμε, όσοι είχαμε βέβαια, τα …μπανιερά μας, έτσι έλεγαν τότε τα μαγιό, ενώ οι άλλοι έκαναν μπανιερό το μαύρο, τις περισσότερες φορές, ή το άσπρο σωβρακάκι (σορτσάκι) που φορούσαμε στις γυμναστικές επιδείξεις την τελευταία βδομάδα της σχολικής χρονιάς.
- Φόρεσε, βρε, εκείνο το σωβρακάκι που έκανες γυμναστικές επιδείξεις και πήγαινε για μπάνιο!
- Καλέ αυτό κολλάει επάνω με τη θάλασσα και…
- Κι επειδή; Κλεμμένα τα ΄χεις;[2] Στα κορίτσια οι μανάδες ήταν περισσότερο αυστηρές.
- Κοίταξε, μόλις βγεις από τη θάλασσα να ’χεις το νου σου, να ρίξεις αμέσως την πετσέτα πάνω σου και να σκεπάσεις τα πόδια. Μην κάθεσαι έτσι… και σε κοιτάζουν όλοι! Είδα εκείνον τον..... να έχει ανοίξει ένα στόμα να, σα χάνος, και να σε κοιτάει! Θα σε φάνε με τα μάτια τα αγόρια που κολυμπάτε μαζί! Πρόσεχε, έχε το νου σου! Μη δίνεις δικαιώματα!
Ήταν υπέροχες οι στιγμές του μπάνιου! Παιδικά σώματα, κοκαλιάρικα τα περισσότερα, υγιή, καρκανιάρικα, αραδιασμένα στα βράχια. Κορμιά εφήβων σφριγηλά, δυνατά, μαυρισμένα! Άνθη όλα της θάλασσας που την έραιναν καθημερινά!
Κι εσύ; Ζούσες λίγες ώρες με αυτούς που αγαπούσες και θαύμαζες, που ήσαν έτοιμοι να σε βοηθήσουν με τη θέρμη της οικογενειακής υποστήριξης, αν τους χρειαζόσουν, όταν κάποιος, άδικα, σε είχε πειράξει. Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι ίδιοι, οι πιο δυνατοί από σένα, σου έκαναν «πατητές», στα ξαφνικά, μια και δυο και τρεις φορές συνέχεια, μέχρι να σκάσεις και να σε πάρουν τα κλάματα. Σε χόρταιναν θαλασσινό νερό, που το έβγαζες, χωρίς να το θέλεις με βουλωμένα τα αυτιά, από τη μύτη και το στόμα!
ü Τα Μαντράκια. Έκαναν μπάνιο, όσοι είχαν εκεί κοντά τα σπίτια τους.
ü Ο μαστρο-Γιάννης. Η μικρή αμμουδιά που ήταν κάτω από το ξυλουργείο, είχε το όνομα του πρωτομάστορα που έφτιαχνε καταπληκτικές βάρκες και άλλα σκαριά. Εδώ κολυμπούσαν οι γείτονες και, κάπως παράμερα, νεαρά αγόρια και κορίτσια που είχαν συμπληρώσει τα 15 ή 16 χρόνια και είχαν βγει στην «τρυφερίτσα», όπως λέμε στον τόπο μας.
ü Το Κουλούρι. Είναι το μέρος λίγο πριν φτάσουμε στην ταβέρνα του Τζιέρη ερχόμενοι από τα Μαντράκια, με την πλατιά πέτρα για άνετη ηλιοθεραπεία. Δεν μπόρεσα να μάθω, γιατί λέγεται έτσι. Κάποιοι την ονόμαζαν και «χού-ντ-ζα» (μυτούλα), γιατί έμοιαζε με μύτη.
ü Ανάμεσα στις μπανιέρες «μαστρο-Γιάννη» και «Κουλούρι» ήταν ο Κουραμπιές. Το όνομά της παρμένο από μια πέτρα που ΄χε το σχήμα του γευστικού γλυκού. Όταν ανοίχτηκε ο δρόμος, η πέτρα έγινε χίλια κομμάτια και μαζί της ξεχάστηκε και η μπανιέρα!
ü Η Συκιά. Το δέντρο που υπάρχει εκεί, έδωσε το όνομά του στην τοποθεσία.
ü Το Μαδέρι. Εδώ αρχίσαμε να ερχόμαστε για μπάνιο, απ’ ότι θυμάμαι, στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε άνοιξαν τον δρόμο και έφτιαξαν μια τσιμεντένια μικρή βάση με ξύλινο μαδέρι, για να κάνουμε βουτιές.
ü Ο Άγιος Γιάννης. Είχε μόνιμους επισκέπτες και μέχρι σήμερα το ίδιο συμβαίνει. Εδώ και στις τρεις προηγούμενες μπανιέρες, κολυμπούσαν τότε τα παιδιά που είχαν το σπίτι τους στο λιμάνι, οι Λιμανιώτες και στο Μπίστι, οι Μπιστιώτες.
ü Το πρώτο παγκάκι και τα διπλά παγκάκια (πρώτη μπανιέρα στο Μπίστι).
Ηγετική μορφή εκεί, ο Νίκος Σαρρής! Ωραίος, μαυρισμένος με μαλλιά μακριά κι ένα επιτελείο είκοσι περίπου φίλων, τότε τη δεκαετία του 60. Στο ίδιο μέρος, σήμερα, εμείς, εδώ και σαράντα περίπου χρόνια. Ατέλειωτες συζητήσεις, περιστατικά…, εντυπώσεις, μνήμες, εμπειρίες, λόγια πολλά, τότε και τώρα.
Η Σπηλιά (δεύτερη μπανιέρα στο Μπίστι). Στέκι ερωτευμένων και άλλων… ύποπτων καταστάσεων.
ü Η αμμουδιά του Μύλου. Μια απ’ τα ίδια. Εδώ απέφευγες τις περίεργες ματιές και τα… επαινετικά σχόλια.
ü Κατάκαβα. Μπροστά στο Φανάρι στο Μπίστι.
ü Το Καραβάκι. Η μικρή αμμουδιά, αμέσως μετά το Φανάρι, καθώς στρίβουμε για το λιμάνι. Κολυμπούσαν, προσωρινά, κάποιοι επισκέπτες της Ερμιόνης, που δε γνώριζαν την περιοχή.
Κολυμβητική Παιδεία
1. Όσα παιδιά δεν μπορούσαν να μάθουν εύκολα μπάνιο και ήσαν αθάρρευτα με το θαλασσινό νερό, είχαν τα σωσίβιά τους. Δύο μεγάλες, κίτρινες κολοκύθες δεμένες με σκοινί γύρω απ’ τη μέση, για να μπορούν έτσι, άφοβα, να επιπλέουν. Αυτή η διαφορετικότητα, πολλές φορές, έδινε αφορμή για κοροϊδίες και υποτιμητικά σχόλια.
- Ου βρε φοβιτσιάρη, τζίτζο, τι τις θέλεις τις κολοκύθες; Δεν ξέρεις μπάνιο;
2. Μερικά παιδιά που δεν είχαν μάθει να κολυμπούν καλά, κουβαλούσαν μαζί τους το «αθάνατο». Ήταν ένα ξύλο ελαφρύ, γύρω στο 1,20 μ. που επέπλεε στο νερό, ο κορμός από το φυτό αγάβη ή αγαύη, το γνωστό μας αθάνατο.[3] Το κρατούσε το παιδί με απλωμένα μπροστά τα δυο του χέρια και χτυπώντας τα πόδια του, κολυμπούσε. Όταν ο κορμός ήταν μακρύς, μπορούσαν ν’ ακουμπήσουν δύο ή ακόμα και τρία παιδιά. Τότε το «αθάνατο» γινόταν πηγή έμπνευσης και η φαντασία τους οργάνωνε όμορφα παιγνίδια. 3. Οι τυχεροί -και αυτοί ήσαν λίγοι, είχαν τη «σαμπρέλα», τον ελαστικό στρογγυλό σωλήνα από τη ρόδα των αυτοκινήτων. Ο ιδιοκτήτης του καθότανε στη μέση σαν κυβερνήτης σκάφους και οι υπόλοιποι, με τη δική του συγκατάθεση πάντα, πιανόμαστε γύρω-γύρω και ξανοιγόμαστε στα βαθιά. Κάποιες φορές είχαμε πετύχει το στόχο να φτάσουμε απέναντι, στο Μαυρονήσι και να επιστρέψουμε με τον ίδιο τρόπο. Περισσότερο από 3 ώρες κολύμπι, αν θυμάμαι καλά και σε ηλικία 13-14 χρόνων. Η αγωνία των δικών μας ανθρώπων, αν δεν επιστρέφαμε στην ώρα μας, έφτανε στο κατακόρυφο και στα όσα επακολουθούσαν έχουμε αναφερθεί παλαιότερα. Εγώ δεν είχα ποτέ σαμπρέλα, αν και ο θείος μου, ο Βλάσης Βρεττός, είχε αυτοκίνητο. Αρνιόταν να μου την …παραχωρήσει, έχοντας κάνει άδηλη συμφωνία με τους γονείς μου, για να μην πνιγώ!
Υπήρχαν και κάποια παιδιά που ζήλευαν όποιον είχε σαμπρέλα. Τα μεγαλύτερα, μάλιστα, πολλές φορές ζητούσαν αφορμή να τον «εκδικηθούν». Έτσι, άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυφά, με ένα μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο, του κατέστρεφαν τη σαμπρέλα. Μόλις το αντιλαμβανόταν το παιδί ξεσπούσε σε λυγμούς και σε γοερούς θρήνους. Ήταν απαρηγόρητο...
4. Τα αγόρια που ήξεραν καλό μπάνιο κολυμπούσαν με «πάσες» -«απλωτές» τις λένε άλλοι, έτσι λέγαμε στην Ερμιόνη την κίνηση των χεριών που μοιάζει με το «ελεύθερο» στην αθλητική κολυμβητική ορολογία, χτυπώντας, ταυτόχρονα, τα πόδια ρυθμικά και με δύναμη πάνω-κάτω στο νερό, για να προχωρήσουν.
Με τον τρόπο που γίνονταν οι «πάσες», εύκολα ξεχώριζες τον Ερμιονίτη που είχε σχέση με τη θάλασσα, γιατί οι «πάσες» του ήταν αρμονικές σε αντίθεση με το βουνίσιο και τις …ατσούμπαλες απλωτές του!
5. Τα κορίτσια κολυμπούσαν μ’ έναν πολύ όμορφο τρόπο, που μοιάζει με το πρόσθιο των κολυμβητριών. Τα χέρια άνοιγαν σε όλη τους την έκταση μπροστά από το στήθος και τα πόδια ανοιγόκλειναν ρυθμικά, όπως οι αντικριστές λεπίδες του ψαλιδιού. Κάποιοι γονείς δεν επέτρεπαν στα κορίτσια τους το μπάνιο. Η μητέρα και η γιαγιά σχολίαζαν αποδοκιμαστικά:
- Που-του-ρα-τα, μπίνιεν μπάνιο! (οι π-τ-ν-ς κάνουν μπάνιο!)
6. Άλλοι έκαναν «τάβλα», ύπτιο, και χτυπώντας με δύναμη τα πόδια προκαλούσαν αφρό, σαν την προπέλα του πλοίου, όταν βάζει μπρος και ξεκινά. Όσοι δεν ήξεραν καλό μπάνιο ή πρωτομάθαιναν, έκαναν «σκυλάκι». Κουνούσαν τα χέρια τους δυνατά και γρήγορα μπροστά στο στήθος τους, όπως ακριβώς κάνουν με τα μπροστινά τους πόδια οι σκύλοι, κάνοντας χαρές στα αφεντικά και τους φίλους τους.
7. Από την 1η μέχρι και τις 15 Αυγούστου, τα μπάνια δεν επιτρέπονταν. Οι γονείς δεν μας άφηναν να κολυμπήσουμε, γιατί έβγαιναν «οι δέρμιζες», ζώα θαλασσινά, ασπόνδυλα, που μοιάζαν με τις βδέλλες, καθώς μού έλεγε ο καλός μου φίλος, Αργύρης Καραλής. Αναδεύονταν στο βυθό, με κόκκινες, πράσινες, κίτρινες χρωματιστές ραβδώσεις κι ένα χνούδι απαλό κάλυπτε το σώμα τους, που σαν ερχόταν σε επαφή με το δέρμα μας, προκαλούσε ερύθημα, κοκκινίλα, έντονη φαγούρα και πόνο.
Μας φόβιζαν, λοιπόν, οι γονείς μας, με τις δέρμιζες, ενώ στην πραγματικότητα ήθελαν να μας κρατήσουν στα σπίτια, να ξεκουραστούμε και να δυναμώσουμε, μετά από σαράντα περίπου μέρες ασυδοσίας, από τις αρχές του Ιουνίου που τα σχολεία είχαν κλείσει.
Ταυτόχρονα άρχιζε και η νηστεία! Μέσα στο Δεκαπενταύγουστο, συνήθως του Σωτήρος, έπρεπε να μεταλάβουμε. Τη μέρα της μετάληψης, το μπάνιο απαγορευόταν αυστηρά, επειδή την ώρα εκείνη φτύνουμε συνεχώς, πράγμα ανεπίτρεπτο, σύμφωνα με την τοπική μας παράδοση, σε όποιον έχει πάρει τη θεία κοινωνία.
Όλα αυτά ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια μου και άγγιξαν τρυφερά τον κόσμο της νιότης μου. Εικόνες και ήχοι ανεπανάληπτοι, γεύσεις και μυρωδιές μεθυστικές, η καρδιά του τόπου μου, το αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, που φωτίζει, παρηγορητικά, τις δύσκολες εποχές που περνούμε...
Σημειώσεις
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι του αείμνηστου φωτογράφου της Ερμιονίδας, Στέφου Αλεξανδρίδη και οι έγχρωμες του Σταμάτη Δαμαλίτη.
[1] Στα αρβανίτικα γκουρ-μέσι, σημαίνει πέτρα μεσαία ή πέτρα στη μέση, ελληνικά το λέμε Γκουρουμέσι. [2] Κάτι ανάλογο γινόταν και με τις χειροποίητες, αυτοσχέδιες, πάνινες τσάντες ορισμένων παιδιών, γαζωμένες από τις μανάδες τους, για να βάζουν «τα σχολικά». Τις ίδιες τσάντες τα παιδιά τις έπαιρναν στο ψάρεμα. Μόλις έκλεινε το σχολείο, άδειαζαν τα «γράμματα», μολύβια και τετράδια, και τις γέμιζαν με καρτσίνες, κηρίριζες, πορφύρες και άλλα δολώματα. Εκεί έχωναν και τα ψάρια που έπιαναν.
[3] Όλα τα αθάνατα που υπάρχουν σήμερα στο Μπίστι, τα φύτεψε η τάξη μας, κατά το σχολικό έτος 1956-57.