Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα των λιγοστών, αλλά κυρίως τα δικά μας, που συνεχίζουμε έως και αργά το φθινόπωρο, κάθε πρωί ανελλιπώς στην νοτιοανατολική πλευρά της Ερμιόνης, να βουτάμε στην απέραντη αγκαλιά, της «γαλάζιας θεάς».
Κάθε μέρα, την ίδια ώρα που ο ήλιος ανατέλλει, προσθέτει το δικό του χρυσόχρωμα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας του ερμιονικού κόλπου,- δημιουργώντας μια ασυναγώνιστη τρίπτυχη παραλλαγή - αυτό του γαλάζιου και του πράσινου που δημιουργεί το σμαραγδένιο!!
Τότε, καθημερινώς, "κάποιες ψυχές" πιστές στο ραντεβού τους, βρίσκονται εκεί, στο ίδιο μέρος, στα ίδια βράχια...
Άλλοι από εσωτερικές εντολές… και άλλοι ίσως από λόγους άγνωστους για εμάς, έρχονται εδώ, «για μια - ιερή θα λέγαμε- συνάντηση με το θεοποιημένο στοιχειό, να κάνουν τη δική τους προσευχή, το δικό τους τάμα, να αναπολήσουν!»
Έρχονται εδώ, πιστεύουμε, από την ενστικτώδη παρόρμηση και την έλξη της καταγωγής τους…
Το σώμα τους με μια αέναη κίνηση «μέσα στο κόλπο της» σε συνδυασμό με το πνεύμα και τη ψυχή τους, «ένα αρμονικό τρίγωνο, - έρμαια των στοχασμών, της πλημμυρίδας των συναισθημάτων τους και της αλμύρας της».
Η σκέψη και η φαντασία τους γεφυρωμένη, με ένα ατελείωτο πήγαινε έλα απ’ το παρόν στο παρελθόν, χιλιάδες χρόνια πριν και ξανά στο σήμερα...
Διασχίζοντας «το κορμί της», φέρνουν στη φαντασία τους και νοερά ζωγραφίζουν με το χρωστήρα τους, τις σκέψεις τους: -> «Τις αρχαίες τριήρεις των Ερμιονέων, να σέρνουν τα πανιά τους στον άνεμο και κωπηλατώντας με την άπνοια, στη ρώτα τους για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας».
Πότε με απλωτές και πότε ύπτια κολυμπώντας, νομίζουν ότι συναγωνίζονται τους πρωτοπόρους Ερμιονείς στους αρχαίους κολυμβητικούς αγώνες στο ίδιο μέρος το γνωστό… Και εκεί, αφημένοι τρισευτυχισμένοι - στην αγκαλιά της, γυρίζοντας τη ματιά τους πότε στο βαθύ γαλάζιο του ερμιονικού κόλπου και πότε στα απομεινάρια του αρχαίου κάστρου, βλέπουν με τα μάτια της φαντασίας τους, εχθρούς, της ίδιας φυλής… να έρχονται με φουσκωμένα τα πανιά τους και τους αρχαίους Ερμιονείς πίσω από τις πολεμίστρες του κάστρου, έτοιμους να υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια της πατρίδας τους...
Βάζουν το χέρι αντήλιο και αγναντεύουν … Φράγκους και Βενετσιάνους κατακτητές, να κατακτούν το κάστρο της Θερμησίας και της Ερμιόνης...
Φέρνουν νοητά στη μνήμη τους κυνηγημένους εγκληματίες φυγόδικους κουρσάρους πειρατές, να φτιάχνουν τον αρχαίο οικισμό και το κάστρο τους, στις απόκρημνες πλαγιές απέναντι στην ερημόνησο σήμερα «Δοκό»
Ακολουθούν τη γραφίδα του ιστορικού και φανταστικά φέρνουν στη σκέψη τους τις υδραίικες μπρατσέρες και γολέτες να περνούν το στενό «Μουζάκι», για να κολλήσουν τα μπουρλότα τους στον τουρκικό στόλο...
Θυμούνται διηγήσεις των γονέων τους και των παππούδων τους από τον «πόλεμο του 40» με τα γερμανικά αεροπλάνα να προσπαθούν και τελικά να βυθίζουν το φορτηγό πλοίο «ΟΛΑΝΔΙΑ» στην απέναντι ακτή, με όλα τα πολεμικά και άλλα εφόδια με προορισμό, τη μάχη της Κρήτης...
Έρχονται στη μνήμη τους γλυκές αναμνήσεις… από τις δεκαετίες του (50) και του (60) με το φωτογράφο της Ερμιονίδας Στέφο Αλεξανδρίδη, να απαθανατίζει αξέχαστες σκηνές από τον περίπατο του «νυφοπάζαρου» στον πευκώνα του «Μπίστι»...
Βλέπουν αναπολώντας χορταριασμένο τώρα, το άλλοτε χιλιοπατημένο «μονοπάτι της αγάπης» στο κέντρο του πευκώνα, από τα ζευγαράκια των ερωτευμένων στο νυκτερινό ραντεβού τους στην «πλατεία» (δάπεδο του αρχαίου ναού της θεάς Αθηνάς...
Σκέπτονται με αγωνία τα νέα βλαστάρια του Ν.Ο.ΕΡ. αν θα συνεχίσουν την αρχαία παράδοση και να μην είναι αυτό το ξεκίνημα ένας παροδικός ρομαντισμός, με ό,τι αυτό σημαίνει για την κοινωνία μας...
Ονειρεύονται αυτό τον τόπο, να ξαναζήσει ημέρες δόξας και πολιτισμού, όπως αυτές των αρχαίων χρόνων και να βγει από το τέλμα, που νοσηροί φιλόδοξοι εξουσιαστές τον οδήγησαν και τον βούλιαξαν στον «πυθμένα» του, με την ανοχή των περισσοτέρων αδιαφορούντων και σκοπίμως εθελοτυφλούντων…
Παρακαλούν το θεό να τους έχει καλά, «να ερωτοτροπούν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν, στα νερά της γαλανομάτας μάγισσας, της αιώνιας Κίρκης»…
Τέλος, πιστεύουν, πως μέσα στο γαλάζιο της αγκαλιάζουν όλη τη ζωή, τους έρωτες και τις χαρές της και το μόνο που ζητούν τώρα από τις ανώτερες δυνάμεις είναι, κάθε φορά που ξημερώνει και ο ήλιος φωτίζει τη Γη, να μπορούν να ελπίζουν, ατενίζοντας την απεραντοσύνη και την ομορφιά της...
Σ.Σ. Αγαπητοί αναγνώστες συγχωρήστε μου τον υπερβολικό λυρισμό.
Όμως, όταν έχεις γεννηθεί και γαλουχηθεί μέσα στη θάλασσα και γνωρίζεις την ιστορία του τόπου σου, δεν είναι δυνατόν να αισθάνεσαι διαφορετικά. Ανεξάρτητα αν κάποιοι άνθρωποι για λόγους δικούς τους, αυτό δεν μπορούν να το εκφράσουν.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» την Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2005
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΔΑΜΑΛΙΤΗΣ