Κείμενα του Γιάννη Σπετσιώτη από την εκδήλωση του "Ερμιονικού
Συνδέσμου " για την ιστορία των Μεταλλείων της Ερμιόνης 17 Αυγούστου 2014
Δήλωση – μήνυμα του προέδρου του «Ερμιονικού Συνδέσμου»
Γιάννη Σπετσιώτη στο blog…
Με αφορμή την εκδήλωση
για την ιστορία των
«Μεταλλείων Ερμιόνης»
Στην ερώτηση μας σε τι αποσκοπούν αυτές οι
εκδηλώσεις ο πρόεδρος του Ε. Σ. μας είπε: «Πιστεύω πως οι
εκδηλώσεις αυτές που εδώ και 53 χρόνια οργανώνει ο Σύνδεσμός μας δεν είναι μόνο
«ένα ετήσιο, αγαπημένο, θερινό, πολιτιστικό γεγονός στην πόλη μας. Είναι νομίζω
και μια κοιτίδα σκέψης, ιδεών και δημιουργίας». Δείχνουν, επίσης, ότι ο δρόμος
προς τον πολιτισμό ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες περνάει μέσα από την ενότητα
και τη συνεργασία για την οποία πολλοί μιλάμε, από τα λόγια όμως μέχρι αυτά να
γίνουν πράξη, ο δρόμος είναι δύσκολος.
Για να τα καταφέρουμε πρέπει να καθυποτάξουμε το υπερτροφικό και αλαζονικό
εγώ μας, να δαμάσουμε την υπερβολική και παράλογη υπερηφάνεια μας, να
παραχωρήσουμε χώρο στον άλλον. Κατά τη γνώμη μου, αξίζει να το
δοκιμάσουμε!»
Ένα ακόμα ακόμα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία
του προέδρου του "Ερμιονικού Συνδέσμου" Γιάννη Σπετσιώτη...
...κατά την έναρξη της
χθεσινής εκδήλωσης για την ιστορία
των Μεταλλείων της Ερμιόνης
Το δίνουμε για να σας
μεταφέρουμε νοερά την ατμόσφαιρα και προφανώς,
τη δημιουργία διαφόρων συναισθημάτων στο χώρο της εκδήλωσης...
---------------------------------------------------------------------------------
Το απόσπασμα
[…] Επιτρέψτε μου, προτού δώσω τον λόγο
στη Μυρσίνη, να αναφερθώ σε μια προσωπική μου θύμηση.
Πέντε και κάτι κάθε πρωί ακούω τα βήματα
του μακαρίτη, Σταμάτη Μαρμαρινού. Καλημέριζε τη μητέρα μου βλέποντας αναμμένο
το φως της κουζίνας κι εκείνη του ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.
- Καλημέρα,
δασκάλα!
- Καλημέρα,
Σταμάτη!
Χρόνια αυτή η στιχομυθία!
Λίγο αργότερα κατηφορίζω στο Λιμάνι. Ο
πρωινός αέρας από τη θάλασσα και το Καταφύκι, γιάτσο το λέμε, ραπίζει το
πρόσωπό μου. Η μηχανή της βενζίνας του Μεταλλείου έχει βάλει μπρος. Μυρίζω τον
καπνό της και βλέπω έναν - έναν τους επιβάτες της να επιβιβάζονται βιαστικά.
Μια μικρή κοινωνία, ομοιόμορφη με τις μπλε φόρμες και τα κατσαρολάκια με το
φαγητό στο χέρι, τυλιγμένα στις ασπροκόκκινες πετσέτες. Λιανοκόκκαλοι άντρες με
μαύρα μαλλιά, φρεσκοχτενισμένη χωρίστρα και μελαμψά πρόσωπα. Φιγούρες βγαλμένες
από τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, που ήταν κι αυτός μεταλλωρύχος στη Χαλκιδική,
φάνταζαν ήρωες στα παιδικά μου μάτια! Καλοί μιναδόροι, καταλαβαίναν από
μέταλλα, βρίσκαν φιλόνια, ανοίγαν γαλαρίες, κατεβαίναν στα πηγάδια, δε
φοβούνταν. δούλευαν καλά! Φυσιογνωμίες αξέχαστες!
Είναι οι πατεράδες μας, τ΄ αδέλφια μας, οι
συγγενείς μας, οι συμπολίτες μας. Για αρκετά χρόνια ανασαίναμε τον ίδιο αέρα,
πατούσαμε το ίδιο χώμα, μοιραζόμαστε καθημερινές στιγμές της ζωής μας. Οι
περισσότεροι απ’ αυτούς σήμερα δεν είναι κοντά μας. Τους θυμόμαστε, όμως, τον
καθένα ξεχωριστά. Γι’ αυτό και «υπάρχουν» ακόμα ανάμεσά μας! «Τότε οι νεκροί
πεθαίνουν, όταν τους λησμονάμε!», σημειώνει ο ποιητής μας, Κώστας Ουράνης.
Χρειάζεται, νομίζω, στο μέρος που έδενε η
βενζίνα να τοποθετηθεί μια αναθηματικη ενεπίγραφη στήλη. Να θυμίζει ότι από
εκεί, καθημερινά, δεκάδες συμπολίτες μας, αφήνοντας πίσω τα σπίτια, τις
οικογένειές τους, έμπαιναν στο μικρό σκαρί, για να βρεθούν μετά από ένα σύντομο
ταξίδι, στις γαλαρίες των Μεταλλείων. Εκεί αδιάκοπα αγωνίζονταν γι’ αυτούς που
αγαπούσαν, για όσα ονειρεύονταν. Καρτερικά αποδέχονταν τις δυσκολίες, ρουφώντας
γέλιο και δάκρυ, ζωή και θάνατο μαζί. Μοναδικά το περιγράφει ο Νίκος Καββαδίας
στο σχετικό ποίημά του, «Fata Morgana»:
«Την άγια σκουριά που τους γεννά,
τους τρέφει, τρέφεται από αυτούς και τους σκοτώνει!»
Το παράδειγμά τους έμεινε κληρονομιά και
παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Κυρίες και Κύριοι,
«Αν τέτοιοι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι κουβαλάνε την πατρίδα στους ώμους
τους, τότε κανείς μας δεν κινδυνεύει!».