Το θανάσιμο αμάρτημα του ποδοσφαίρου
και ο … εξαγνισμός των ενόχων
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Τη δεκαετία του
50 ο «κυρ» - Μιχαλάκης, Δ/ντης τότε του Δημοτικού Σχολείου Ερμιόνης, είχε
απαγορεύσει ρητά και κατηγορηματικά στους μαθητές να παίζουν ποδόσφαιρο.
Εκείνος που τολμούσε να παρακούσει την εντολή του υφίστατο παραδειγματική,
αυστηρή τιμωρία, «διά ροπάλου». Αυτό το είχε κάνει γνωστό προς όλους,
δασκάλους, μαθητές και γονείς. Το ποδόσφαιρο απαγορευόταν όχι μόνο στα
διαλείμματα και τις ελεύθερες ώρες, αλλά και τις Κυριακές, τις αργίες, ακόμη
και την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Κάποια φορά, σ’
ένα μεγάλο διάλειμμα, είχαμε επιχειρήσει να χωριστούμε σε δύο ομάδες και χωρίς
τους κανόνες του ποδοσφαίρου κλωτσούσαμε ένα τενεκεδάκι από γάλα, για να
βάλουμε γκολ. Μόλις μας είδε έγινε θηρίο ανήμερο! Εμείς παγώσαμε… Γούρλωσε τα
γκριζοπράσινα μάτια του, έγινε κατακόκκινος σαν σκρουπί και φωνάζοντας κάποιον
από μας, του είπε επιτακτικά:
- Σταματήστε αμέσως!
Έτσι στο
παρα-τρίχα γλιτώσαμε τα χειρότερα…
Μια φορά το
χρόνο επέτρεπε το παιχνίδι. Στην ημερήσια εκδρομή του σχολείου στα Ευκάλυπτα.
Τότε καθόταν ο ίδιος στο τέρμα, σαν παλιός (πρώτος) τερματοφύλακας του ΕΡΜΗ, κι
εμείς με τρεμάμενα ποδαράκια σουτάραμε, για να του βάλουμε γκολ. Πάντοτε
ένιωθα περίεργα εκείνη τη μέρα! Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω «τι κόλλημα είχε
φάει» αυτός ο άνθρωπος με την μπάλα. Ήξερα πως αγαπούσε πολύ τον αθλητισμό1 και
ο ίδιος ήταν ποδοσφαιριστής στα νεανικά του χρόνια...
Απαράβατος,
όμως, ο κανόνας της φύσης που διδάσκει: Όπου αυταρχισμός και υπερβολική
αυστηρότητα το ανθρώπινο μυαλό και ιδιαίτερα του παιδιού, επινοεί τα πιο
απίθανα πράγματα, για να πραγματοποιήσει τα θέλω του. Στην καταπίεση και τον
περιορισμό δεν θα μένεις άπραγος και απαθής. Θα αντιδράσεις! Κάτι θα σκεφτείς
να κάνεις, για να ξεφύγεις. Έτσι κι εμείς πήραμε τα όρη και τα βουνά! Φτιάξαμε
δυο «γήπεδα» μακριά από τα μάτια του κόσμου και ιδιαίτερα εκείνων που «δε
χρωστάνε στη ζωή τους να κάνουν καλό». Και τέτοιοι ήσαν αρκετοί στη μικρή μας
κοινωνία…
Το πρώτο, ήταν
ένα πλάτωμα πάνω στους Μύλους. Το είχαμε ξεχορταριάσει και περιφράξει με
πέτρες, είχαμε βάλει και τα τέρματα. Από τις τρεις πλευρές ήταν «προστατευμένο»
αλλά από τη βορινή, που ήταν και επικλινής, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να φύγει το
λαστιχένιο τόπι και να το κυνηγάμε μέχρι τον «αμαξωτό». Καταλαβαίνετε τι
γινόταν, όταν αυτό συνέβαινε απανωτά κατά τη διάρκεια του αγώνα!
Το δεύτερο,
ήταν ένας επίπεδος ανοιχτός χώρος πάνω στο Κρόθι, εκεί περίπου που ήταν το
Κουρκουβίκι. Είχαμε περιποιηθεί κατάλληλα και αυτόν το χώρο και ανεβαίναμε
ταχτικά τα Σαββατοκύριακα για να παίξουμε μπάλα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στο
γήπεδο αυτό, αν θυμάμαι καλά, ήταν από τη νότια πλευρά. Αν έφευγε το τόπι προς
τα κάτω, δύσκολα το πιάναμε, καθώς κατηφόριζε ασταμάτητα κάνοντας μεγάλα γκελ,
για να βρεθεί τελικά στη θάλασσα.
Για ένα μεγάλο
χρονικό διάστημα όλα κυλούσαν ομαλά, ώσπου μια «αποφράδα μέρα», γιατί ο
δαίμονας έχει πολλά ποδάρια, συνέβη το …μοιραίο! Θέλεις γιατί κάποιο «καρφί» το
σφύριξε στον δάσκαλο, θέλεις γιατί ο ίδιος ήταν «τυχερός» και μας εντόπισε με
τα κιάλια του από το ανατολικό ταρατσάκι του σπιτιού του, ενώ απολάμβανε το
δειλινό, γίναμε αντιληπτοί. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στη μικρή μας πόλη. Το
Σαββατοκύριακο ήταν για όλους μας τόσο οδυνηρό, που μέχρι και σήμερα το
θυμόμαστε και το συζητάμε…
Δευτέρα λίαν
πρωί στο σχολείο. Φοβισμένοι και σχεδόν αμίλητοι «οι μελλοθάνατοι» μπαίνουμε
κανονικά στη σειρά της τάξης μας στον μεγάλο διάδρομο, για την πρωινή προσευχή.
Σε λίγο έρχεται ο «κυρ» - Μιχαλάκης με βλέμμα βλοσυρό κρατώντας σφιχτά ένα
χαρτί στο χέρι. Δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να αντιληφθούμε πως περιείχε
τα ονόματα των υποψηφίων προς τιμωρία. Μέσα μου παρακαλούσα:
- Μακάρι, να μην είναι το όνομά μου! Αλλά στη στιγμή σκεφτόμουν πως οι
άλλοι ασφαλώς θα με μαρτυρήσουν, γιατί, αν δεν με φωνάξει, θα νομίζουν
πως μου κάνει χάρη… Δεν μπορούσαν, βέβαια, να φανταστούν ότι όχι χάρη δεν θα
μου γινόταν, αλλά με περίμενε και δεύτερο «μπερντάχι» στο σπίτι!
Τελειώνει η
γνωστή προσευχή «Ευλογητός ει Χριστέ…». Οι δυο τελευταίες λέξεις της
«Φιλάνθρωπε, δόξα Σοι!» είναι για μας άνευ περιεχομένου. Φαίνεται πως ο
«Φιλάνθρωπος» δεν έδωσε καμία …σημασία στην επίκλησή μας και το «Δόξα Σοι!»
ούτε που βγήκε από τα σφιγμένα χείλη μας.
- Οι μαθητές… Διάβασε με ύφος αυστηρό καμιά εικοσαριά ονόματα, να παραμείνουν
έξω! Οι άλλοι να περάσουν στις τάξεις τους!
Χωρίς καμιά
ερώτηση, με συνοπτικές διαδικασίες άρχισε το «πανηγύρι» της …αγίας ράβδου!
Πρώτοι στη σειρά οι μεγαλύτεροι και τελευταίος, ο μικρότερος, ο Χ.Π., που μας
ακολουθούσε πιστά, σε ό,τι και να κάναμε. Για καλή μας τύχη η τιμωρία ήταν
τελικά λιγότερο οδυνηρή απ’ αυτή που φανταζόμαστε. Μπορώ να σας βεβαιώσω, πως
ήταν περισσότερο επώδυνες οι ώρες της αναμονής παρά η τελευταία πράξη του
δράματος. Φαίνεται πως ο «Φιλάνθρωπος» την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και
έστειλε «το Πνεύμα το Άγιο» για βοήθεια!
Πέρα από τα
προαναφερόμενα ο δάσκαλος ήταν εμβληματική μορφή που πότισε τη συλλογική μνήμη
του τόπου και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια στις παιδικές ψυχές μας. Ήταν απ’
αυτές τις «φιγούρες» που εύκολα δεν ξεχνούσες! Γρήγορη, αέρινη με μια αύρα
μυρωδάτη που έντονα την αισθανόσουν! Ακόμα και σήμερα, πολλά χρόνια μετά, όταν
περπατώ στους χώρους που κι αυτός περπατούσε, όταν ανακαλώ γεγονότα και
καταστάσεις που έζησα μαζί του, όταν διαβάζω βιβλία του ή ξεφυλλίζω γραπτά του
κείμενα, νομίζω πως από κάπου θα πεταχτεί! Θα τον δω άψογα ντυμένο με το
αμερικάνικο, κυπαρισσί κοτλέ σακάκι, το μπεζ παντελόνι και τα χοντρά μοδάτα
παπούτσια. Θα αντικρύσω το σπινθηροβόλο βλέμμα και το αναψοκοκκινισμένο του
πρόσωπο. Θα ακούσω τη φωνή του να αρθρώνει μ’ έναν παραπάνω τονισμό ορισμένα
σύμφωνα και θα μυρίσω τον αέρα της παρουσίας του… Δεν ήταν καθόλου
μέσος άνθρωπος ο δάσκαλός μας!
Αργότερα, στα
γυμνασιακά μας χρόνια, ελεύθεροι πια, χωρίς φόβο και απαγορεύσεις, παίζαμε
σχεδόν καθημερινά ποδόσφαιρο. Ολημερίς βούιζαν και αντιλαλούσαν οι γειτονιές!
Οι …άτυχοι, που είχαν τα σπίτια τους κοντά στα …γήπεδα, έφταναν στα όρια της
απελπισίας. Στην κατηφόρα του Ταξιάρχη, μπροστά από την ανατολική είσοδο,
παραφύλαγε ο μπαρμπα - Λιας. Έτσι κι έπιανε το τόπι, χωρίς δεύτερη κουβέντα, το
έσχιζε στη μέση με το μαχαίρι και το έκανε «κορύτα» για τον Μπακ, το σκύλο του.
Πάνω από τον Ταξιάρχη, στη μικρή πλατεία, η κυρά Γ. φώναζε:
- Πω, πω! Με τρελάνανε τα βρωμόπαιδα! Μου κουνιέται το κεφάλι! Μωρ’ πού να
πάω… στα Φλάμπουρα, για να ησυχάσω! Αναθεματισμένοι, εδώ που μαζευόσαστε!
Τότε,
απαλλαγμένοι από το άγχος της τιμωρίας, φτιάξαμε και τις πρώτες ποδοσφαιρικές
ομάδες, κατά γειτονιές: Ταξιαρχιώτες, Λιμανιώτες και Μαντρακιώτες αρχικά,
Μυλιώτες και Μπιστιώτες αργότερα. Οργανώναμε και τοπικό πρωτάθλημα… χωρίς ποτέ
να βγαίνει νικήτρια ομάδα. Κάτι σαν τις σημερινές φοιτητικές εκλογές!
ΣΗΜ.
1. Είναι γνωστές,
άλλωστε, οι λαμπρές γυμναστικές επιδείξεις με τους αθλητικούς αγώνες που
διοργάνωνε το σχολείο της Ερμιόνης με την καθοδήγησή του. Είχε πρωτοστατήσει, μάλιστα,
να διοργανωθούν και πανεπαρχιακοί αγώνες με τη συμμετοχή μαθητών απ’ όλα τα
Δημοτικά Σχολεία της επαρχίας. Για πρώτη φορά οι αγώνες αυτοί έγιναν στην
Ερμιόνη τη σχολική χρονιά 1955-56, όταν πηγαίναμε στην Ε’ τάξη. Την επόμενη
χρονιά οι αγώνες έγιναν στο Κρανίδι.