Σεργιάνι στο χθες για τη διατήρηση της μνήμης...
Οι
ιστορίες των ανθρώπων είναι σαν τη σκιά τους, τους ακολουθούν ακόμα κι αν δεν
το καταλαβαίνουν. Σήμερα με το άνοιγμα του υπολογιστή έπεσα επάνω σε
φωτογραφίες των Μαντρακιών, των άλλοτε γραφικών Μαντρακιών. Ανάμεσα σε πολλές
απεικονιζόταν το ερειπωμένο σπίτι της οικογένειας Παπαδογιαννάκη, που ήτανε για
την εποχή του μοναδικό •διώροφο αρχοντικό με τα μπαλκόνια του, τις σάλες του, τις
αυλές και σήμερα ένα ασήμαντο ερείπιο.
Η
Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου στις
συζητήσεις μας αποδρούσε στο χρόνο με διάθεση νοσταλγίας και άφηνε να
ξετυλίγεται το νήμα των αναμνήσεών της έτσι όπως τις είχε αποθηκευμένες στο
μυαλό και στην καρδιά της, με τον ίδιο εκείνο τρόπο που τον άφηνε στους
καμβάδες της, με τις χρωματιστές εικόνες που λάμβαναν νέα πνοή.
Έτσι
λοιπόν μου διηγήθηκε: «Η
Ερηνάκη Παπαδογιαννάκη κόρη του γιατρού Παπαδογιαννάκη παντρεύτηκε
κάποιον φαρμακοποιό, με το επώνυμο Ματαρατζής, απέκτησαν δύο παιδιά και στη συνέχεια του βίου
τους χώρισαν. Με τον Βρετανικό αποκλεισμό χειμώνα του 40-41 που η Αθήνα και ο Πειραιάς είχαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινα θύματα εξαιτίας του λιμού, οι γονείς της τής μήνυσαν και ήρθε στην
Ερμιόνη. Και το σπίτι της Φωφώς (σ.σ.πίσω από της οικογένειας Τζιέρη) ήταν δικής
τους ιδιοκτησίας.
Στη συνέχεια ο
κάτω όροφος ενοικιάστηκε και εκεί μεταφέρονταν τα υλικά από το ναυάγιο του
πλοίου ΟΛΛΑΝΔΙΑ. Από το βυθισμένο πλοίο οι δύτες που είχε προσλάβει κάποιος
ονόματι Στρίγκος ανέσυραν διάφορα: ανταλλακτικά που καθαρίζονταν,
πυρομαχικά, δέρματα, τρόφιμα. Η Κλειώ Βρεττού, η μία από τις αδελφές του Κοσμά,
πήγαινε νερό στους εργαζόμενους με ένα κανάτι και στη συνέχεια το γέμιζε με
πετρέλαιο για τις ανάγκες φώτισης του σπιτιού. Το κουβαλούσε με επιφύλαξη –τάχα
πώς ήταν άδειο- προκειμένου να μην την αντιληφθούν.
Όταν το έκαψαν οι
Γερμανοί έπεφταν από παντού τα δοκάρια, χοντροί κορμοί, τα πατόξυλα, ως
κάρβουνα χοντρά αναμμένα. Τότε ήταν που
κάηκαν μαζί με αυτό τα σπίτια του Κανέλλη, της Πίτσας Βόντα και
Ανάργυρου Μπαρδάκου, του Απόστολου Κατσογιώργη, του Σταματίου, του Παπαδόπουλου».
Αφηγήσεις και ιστορίες ανθρώπων που
δημιουργούν συγκίνηση, με ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μας πηγαίνουν πίσω στο
χρόνο.
Αφηγήσεις
για ένα σπίτι που κουβαλά μνήμες και ιστορία, που αν και ερείπιο μπορείς
παρατηρώντας να διακρίνεις την αρχιτεκτονική καθαρότητα ως προς το σχήμα και τη
μορφή, να διακρίνεις τη χειρωνακτική αρχιτεκτονική των ανώνυμων μαστόρων που
δεν είχαν σπουδάσει σε κανένα Πολυτεχνείο. Ένα σπίτι που μέσα στο κέλυφός του
κάποτε φώλιαζε η ζωή, από ανθρώπους που κάποτε γέμιζαν τους χώρους.
Μια
μικρή πεζόμορφη αφήγηση της τοπικής μας ιστορίας με ευχές πολλές για όσες και
όσους γιορτάζουν σήμερα στη μικρή μας πατρίδα.
Βιβή Σκούρτη