ΤΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
του
Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Η
πρώτη μεγάλη γιορτή της Άνοιξης! Διπλή γιορτή, της Πίστης και της Λευτεριάς!
Σήμερα «τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί». Σήμερα ο
Αρχάγγελος Γαβριήλ το «Χαίρε Κεχαριτωμένη» στην Παρθένα ψάλλει και το
ελπιδοφόρο μήνυμα του Ευαγγελισμού κομίζει. Σήμερα ο Δεσπότης Γερμανός το
«Ελευθερία ή Θάνατος» βροντοφωνάζει και οι πυρακτωμένες ψυχές των Ελλήνων
λυτρωτικά δέχονται το άγγελμα του αγώνα. Ασύλληπτα για τον ανθρώπινο νου τα δύο
γεγονότα που συνεορτάζονται και μεγαλώνουν το μέγεθος τούτης της μέρας!
Έρχονται σήμερα και τα χελιδόνια, καθώς οι παραδόσεις το θέλουν και οι
προφορικές αφηγήσεις το συντηρούν, για να δώσουν κι εκείνα το παρόν στο μεγάλο
γιορτάσι. Χωρίς αντιστάσεις, λοιπόν, με τη νοσταλγία και την πρόκληση των
αναμνήσεων, θέλησα να αποτυπώσω τις μνήμες τούτης της γιορτής στον τόπο μας,
καθώς τα χρόνια έχουν περάσει.
Χαρμόσυνες
κωδωνοκρουσίες αναγγέλουν το ξημέρωμα της μέρας και στη συνέχεια μεγαλόπρεπη
Θεία Λειτουργία και επίσημη Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών. Από
το Δεσποτικό, τιμητικά, ο πανηγυρικός «από στήθους» κάθε χρόνο από τον κυρ-Μιχαλάκη
και η ξεχωριστή απαγγελία του ποιήματος μέσα στην εκκλησία από έναν μαθητή.1 Η τελετή έκλεινε με τα τέσσερα «ΖΗΤΩ» για το Έθνος,
τον Βασιλιά, τον Στρατό και την 25η Μαρτίου που αναφωνούσε ο
πρόεδρος της Κοινότητας, ενώ οι παριστάμενοι επαναλάμβαναν το θριαμβευτικό
επιφώνημα. Ακολουθούσε η επιμνημόσυνη δέηση στο «Ηρώον» και η παρέλαση με τους
μαθητές και τις μαθήτριες ντυμένους φουστανελάδες και αμαλίες. Ο κόσμος τους
καμάρωνε αλλά και οι ίδιοι χαίρονταν τις «εθνικές τους στολές» που τις
αναζητούσαν στα σπίτια της Ερμιόνης και τις έκλειναν μήνες πριν. Όσοι δεν
έβρισκαν στολές, φορούσαν μπλε κοντό παντελόνι ή φούστα με λευκό πουκάμισο ή
μπλούζα, ενώ οι δασκάλες φορούσαν όλες ανεξαιρέτως μπλε ταγιέρ.
Με
το τέλος των πρωινών εκδηλώσεων ανεβαίναμε στην Κοινότητα, εκεί που σήμερα είναι
η Βιβλιοθήκη. Όλο το σχολείο παρατασσόταν έξω από τους στρατώνες και σε όλη την
έκταση της πλατείας «Μπουσουλόντα».2 Ο Πρόεδρος της Κοινότητας και μαζί του, πάντα, ο μακαρίτης
Ανάργυρος Κασνέστης πρόσφεραν στους μαθητές, μέσα από ξύλινο κουτί, ένα
λουκούμι τετράγωνο. Πιο ποθητό και γευστικό λουκούμι δεν θυμάμαι μέχρι σήμερα
να έχω φάει!
Το
μεσημέρι στο σπίτι μας περίμενε ο
πατροπαράδοτος τηγανητός παστός βακαλάος (μπακαλιάρος) ή άλλα ψάρια συνοδευόμενος
από ορεκτική σκορδαλιά!3 Το
απόγευμα ο κόσμος συγκεντρωνόταν στη μικρή πλατεία, στα Μαντράκια, μπροστά από
το καφενείο «Τροκαντερό». Ήταν στολισμένο με θυρεούς, σημαίες, φωτογραφίες
Βασιλιάδων, ηρώων, πρωθυπουργών και ό,τι «Εθνικό Σύμβολο» μπορεί να βάλει ο
νους σου. Εκεί παρακολουθούσαν ελληνικούς χορούς, ενώ οι καλλίφωνοι μαθητές
τραγουδούσαν «σόλο» και οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν χορωδιακά επετειακά τραγούδια.
Τις εορταστικές
εκδηλώσεις συμπλήρωναν ο γενικός σημαιοστολισμός, οι εικόνες των ηρώων και οι
καθιερωμένες αξέχαστες θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο του Συγγρού, που
πλαισιώνονταν με εκκλησιαστικούς ύμνους και επίκαιρα πατριωτικά τραγούδια. Γίνονταν
και λαμπαδ(ο)ηφορίες, όταν το σκοτάδι έπεφτε για καλά, σ’ όλους του δρόμους με
αυτοσχέδιους πυρσούς, που είχαν φτιάξει οι μαθητές. Έτσι ολόκληρη η πόλη, σε
κάθε γειτονιά ζούσε κι «αισθανόταν» τη μεγάλη μέρα.
Την
ημέρα του Ευαγγελισμού, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, εκτός από τους Βαγγέληδες
και τις Ευαγγελίες, γιορτάζουν και οι Αγγελικές, αντί για τις 8 Νοεμβρίου,
ημέρα των Ταξιαρχών και όλων των Αγγέλων. Επιπλέον την παραμονή, αλλά και
ανήμερα της γιορτής πολλοί Ερμιονίτες πήγαιναν στο Θερμήσι, όπου γιορτάζει η «Βαγγελίστρα»,
ο ενοριακός Ι.Ν. του χωριού, για να ακούσουν τον αγαπημένο τους παπα-Λουκά, εφημέριο
εκεί για πολλά χρόνια, να ψάλλει.
Χαρακτηριστικός,
όμως, ήταν και ο θρύλος που διηγιόταν η μητέρα μου για την ημέρα του Ευαγγελισμού,
όπως τον είχε ακούσει κι αυτή από τους δικούς της γονείς. «Κάποτε τα πολύ παλιά τα χρόνια συνέπεσε η γιορτή του Πάσχα την ίδια
ημέρα με τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ χτύπησαν οι
καμπάνες και έτρεξε ο κόσμος στην Ανάσταση. Άκουσε το «Χριστός Ανέστη» και όλους
τους αναστάσιμους ύμνους, όχι όμως και κάποιον ύμνο της εορτής του
Ευαγγελισμού, ούτε καν το απολυτίκιο! Μετά το τέλος της Λειτουργίας, τις πρώτες
πρωινές ώρες της Κυριακής, επέστρεψαν στα σπίτια τους να φάνε τη ζεστή
μαγειρίτσα και ό,τι άλλο είχαν ετοιμάσει και έπεσαν να κοιμηθούν. Οι ώρες
περνούσαν αλλά το φως της ημέρας δε φαινόταν πουθενά! Έφτασε μεσημέρι αλλά ήταν
ακόμη νύχτα βαθιά. Ο κόσμος τα είχε χαμένα, βγήκε στους δρόμους με αναμμένες τις
λαμπάδες της Ανάστασης να δει τι συμβαίνει και γιατί δεν ξημερώνει! Μέσα όμως
στο πυκνό σκοτάδι ακούστηκαν ξανά οι καμπάνες να σημαίνουν και όλοι μαζεύτηκαν
στην εκκλησία. Ο ιερέας ντυμένος με τα άμφιά του βάζει «Ευλογητός» και μαζί με
τους ψάλτες ψάλλει το «Χριστός Ανέστη» και αμέσως μετά τα δύο τροπάρια της
γιορτής του Ευαγγελισμού. Το απολυτίκιο «Σήμερον της σωτηρίας ημών το
Κεφάλαιον» και το μεγαλυνάριο «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην». Τότε το πυκνό
σκοτάδι άρχισε να διαλύεται και «ο Θεός ξημέρωσε τη νέα ημέρα».
Τέλος
συμπλήρωνε πως σύμφωνα με την παράδοση ακόμη και τα χελιδόνια, στο πλαίσιο της
αποχής από κάθε εργασία ανήμερα της μεγάλης γιορτής, σταματούν να χτίζουν τη
φωλιά τους!
Να
λοιπόν, γιατί θέλει η παράδοση την ημέρα του Ευαγγελισμού, μεγάλη «τιμημένη,
ευλογημένη και ευοίωνη», καθώς και το όνομά της δείχνει. Τόσο μεγάλη που ούτε
το κορυφαίο γεγονός της Ανάστασης δεν μπορεί να την επισκιάσει και να την
«θέσει σε δεύτερη μοίρα»!