...Ήρθε στην ώρα του, για να φύγουμε λίγο από τη μιζέρια και το ζόφο, της σημερινής μας ζωή! -> ας όψονται οι αίτιοι και οι αιτίες...
Stam. Dam.D
===============================================================================
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Γράφει η Βιβή Σκούρτη
«Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια…»
(Οδυσσέας Ελύτης)
Έχουμε το προνόμιο να έχουμε γεννηθεί σ’ έναν
πανέμορφο σ’ έναν χαρισματικό τόπο, με φυσικό τοπίο που το αγκαλιάζει και το
περιβάλλει η θάλασσα.
Σε έναν τόπο με συναρπαστική ιστορία, με παράδοση, με
γεύσεις, με προοπτικές πραγματικής και ήπιας ανάπτυξης.
Ωστόσο υστερούμε στην ικανότητα να διαχειριστούμε
τούτα τα προνόμια, αφού η δράση κάθε
ανθρώπου που βρίσκεται να κατέχει μια θέση εξουσίας είναι αποτέλεσμα της
εκπαίδευσής του, της παιδείας του, του περιβάλλοντος που ζει και η έκφανση
προφανέστατα της προσωπικής του δομής∙ με αποτέλεσμα να μην πρυτανεύουν ο
σεβασμός του περιβάλλοντος, της ανθρώπινης ύπαρξης, της αξιοπρέπειας.
«Βαρύς
ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το αξίζει.»
Οδυσσέας
Ελύτης
Το καλοκαιράκι και στην πατρίδα μας για άλλη μια
χρονιά παρελαύνει ζεστό, ασυγκράτητο, αρωματισμένο, μεταφέροντας μηνύματα
αισιοδοξίας και μετά το μούδιασμα της ψυχής λόγω μακροχρόνιου εγκλεισμού, με την
φυσιολογική ζωή αχνοφαίνεται.
Κοιτάζοντας κάποιες παλιές ασπρόμαυρες
φωτογραφίες, έρχονται στο νου μας τα παιδικά και νεανικά μας καλοκαίρια που
είχαμε την τύχη να απολαμβάνουμε τις δροσιές της θάλασσας, τις χάρες του ήλιου
και τα πολύωρα θαλασσινά μπάνια, με τα ατέλειωτα παιχνίδια στη θάλασσα των
Μαντρακιών, με τα παιδιά να τουμπάρουν τις βουλιαγμένες βάρκες για να
στανιάρουν, να βουτούν, να γελούν.
Με τις βαρκάδες μας και τις βόλτες σε γραφικούς
απάτητους κολπίσκους και σε απόμερες αμμουδερές ακρογιαλιές.
Μαντράκια, ο δικό μας χαμένος παράδεισος!
Απογευματινές βόλτες μ’ ένα μαχαιράκι στο χέρι ή
μια μυτερή πέτρα και σκαρφάλωμα από βραχάκι σε βραχάκι, για θρουμπίλια και
πεταλίδες (λεπάδες στην αρχαιότητα). Κι
εκείνες σκληρές, κολλημένες στους βράχους, δυσκολοχώνευτες μεν, πολύ νόστιμες
δε, νερόβραστες με λάδι και λεμόνι.
Με το γέμισμα του φεγγαριού μαζεύαμε τους θηλυκούς
αχινούς που ήταν αυγωμένοι, εκείνους δηλαδή που είχαν μωβ και κοκκινωπό χρώμα,
μεζέδες μοναδικοί σε νοστιμιά και μυρωδιά.
Και τα «χάδια της κοιλιάς» κατά
Παπαδιαμάντη, ίδια και απαράλαχτα με τα δικά μας: «…οι άλλοι εμποροπλοίαρχοι
των παλαιών ημερών έδεναν τα καραβάκια τους, διά να παραχειμάσουν εις την
πατρίδα, διά ν’ απολαύσουν το θάλπος της εστίας και να μη χάσουν, κοντά εις
τους εχίνους και τα οστρείδια και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα,
και τα οχταπόδια τα τηγανιτά με όξος, και τόσα άλλα χάδια της κοιλιάς».
Δυστυχώς, «έχασαν» τα Μαντράκια τη γραφικότητά
τους. Τρόπος του λέγειν «έχασαν» γιατί εξακολουθούμε να μη βλέπουμε τη συνεχή
αλλοίωση του χώρου τους. Χώρος να περπατήσεις, χώρος να σταθείς; Πολύ δύσκολα!
Παντού σταθμευμένα και κινούμενα αυτοκίνητα. Κοινωνικό αίτημα θα έπρεπε
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ να ήταν το κλείσιμό τους.
Λαβωμένη πατρίδα,
από παντού σου μπάζει πια η μπόχα...
Το ψόφιο της αξιοπρέπειάς σου
βρώμισε ανεπιστρεπτί...
(Εβίτα Κωνσταντίνου)