Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1919 στο Κρανίδι Ερμιονίδας. Στις 25 Νοεμβρίου 1936,
σε ηλικία 17 ετών, εκάρη μοναχός και τρία
χρόνια αργότερα εισήλθε στον ορθόδοξο κλήρο χειροτονούμενος διάκονος από το
Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη.
Υπηρέτησε στην Ιερά Μητρόπολη Καρυστίας με το οφίκιο του Αρχιδιακόνου και
βοήθησε τις προσπάθειες του Παντελεήμονος Φωστίνη την περίοδο του ελληνο –
ιταλικού πολέμου για εμψύχωση του ελληνικού στρατού.
Οι δυο τους μετέβησαν στην εμπόλεμη ζώνη της αλβανικής μεθορίου και συνέβαλαν
αποφασιστικά με την ποιμαντική τους δράση, όπως μαρτυρείται από αρχειακό υλικό
και τηλεγραφήματα της εποχής, στην τόνωση του ηθικού των μαχομένων Ελλήνων.
Την περίοδο της κατοχής
Την περίοδο της
Κατοχής βοήθησαν την αντιστασιακή οργάνωση "Μίδας 614" στον
αγώνα της εναντίον των στρατευμάτων κατοχής και τη φυγάδευση καταδιωκομένων
προς τη Μέση Ανατολή. Ο
ίδιος ο Μητροπολίτης Κορίνθου ανέφερε σε μία συνέντευξή του: "Επί
μήνες γυρνούσαμε στις πόλεις και τα χωριά της Αλβανίας. Βρισκόμασταν δίπλα
στους Έλληνες φαντάρους στην Κλεισούρα,
στην Πρεμετή, στην Κορυτσά, στο Αργυρόκαστρο.
Κηδεύαμε του μαχητές μας, εξομολογούσαμε τους στρατιώτες και ευλογούσαμε τα
όπλα της πατρίδας. Η υποχρέωσή μας προς την πατρίδα δεν τελείωσε στο
ελληνοαλβανικό μέτωπο. Συνεχίσαμε και στην Κατοχή. Επικοινωνούσαμε με ασύρματο
με την κυβέρνηση που βρισκόταν στο Κάιρο. Διασώσαμε δεκάδες ανθρώπους και
οργανώσαμε ακόμη και τη διαφυγή της Σοφίας Βέμπο."
Στο ελληνοαλβανικό μέτωπο... |
Μετά τη διάλυση της
οργάνωσης "Μίδας 614" και την ανακάλυψη του αρχείου
του ηγέτη της αντισυνταγματάρχη Τσιγάντε, ο Καρυστίας
Παντελεήμων υποχρεώθηκε να καταφύγη στη Μέση Ανατολή εξ αιτίας της πολλαπλής
αναφοράς του ονόματός του σε αυτό. Μαζί του πήρε και το νεαρό Παντελεήμονα.
Εκεί, πάλι οι δυο τους, ευλόγησαν τα όπλα της 3ης ορεινής ταξιαρχίας στην
παραλία της Τύρου και της Σιδώνας. Ο Παντελεήμων ως στρατιωτικός ιερέας έλαβε
το βαθμό του ανθυπολοχαγού και υπηρέτησε στην Ταξιαρχία του Ρίμινι.
Άνοδος στην εκκλησιαστική ιεραρχία
Αποφοίτησε από τη
Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1947 και εν συνεχεία
παρακολούθησε σπουδές στο Βασιλικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε
το 1948. Υπηρέτησε ως Εφημέριος, πνευματικός,
ιεροκύρήκας και τέλος ως Πρωτοσύγκελος της
Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών. Αργότερα μετέβη στην Αθήνα και διακόνησε
στον Ι. Ναό Χρυσοσπηλιώτισσας. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής
Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπήρξε μέλος του Παγκοσμίου
Συμβουλίου των Εκκλησιών ενώ υπηρέτησε και ως καθηγητής της
Σχολής Αξιωματικών Χωροφυλακής.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1958 εξελέγη
από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Βοηθός
Επίσκοπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με τον τίτλο της πάλαι ποτέ Επισκοπής
Αχαΐας και στις 18 Νοεμβρίου 1965 ψηφίστηκε
Μητροπολίτης της αποστολικής Μητροπόλεως Κορίνθου σε αντικατάσταση του
κοιμηθέντος Μητροπολίτου Προκοπίου (Τζαβάρα).
Την εποχή της επταετίας
Την περίοδο της
απριλιανής δικτατορίας αντιτέθηκε έντονα στη διοίκηση του Αρχιεπισκόπου
Ιερωνύμου καυτηριάζοντας τις πρακτικές της είτε στα πλαίσια της
Ιεράς Συνόδου είτε αρθρογραφώντας στον ημερήσιο Τύπο ενώ παράλληλα επιτίθετο
και στην ίδια τη δικτατορία. Ιστορικό είναι το υπόμνημα, που κατέθεσε
στις 3 Μαρτίου 1969 και
διαβάστηκε στην Ιεραρχία. Με αυτό χτυπούσε την απαράδεκτη κατάσταση και το
διοικητικό καθεστώς που δεν στηριζόταν στην εκκλησιαστική παράδοση. Αυτός ήταν
και ο λόγος που φερόταν ως αδιαφιλονίκητος Αρχιεπίσκοπος μετά τον Ιερώνυμο.
Ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων, ο τότε Διάκονος Παντελεήμων
Καρανικόλας και Έλληνες στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο.
Έπειτα από την
επεισοδιακή παραίτηση του Ιερωνύμου προεβλήθη ως αντικαταστάτης του στην
αρχιεπισκοπεία αλλά η πρόταση προσέκρουσε στην άρνηση του καθεστώτος και των
παρεκκλησιαστικών σωματείων, με τα οποία είχε έντονα συγκρουστεί. Έτσι με ομάδα
ιεραρχών της, επονομαζόμενης, πρεσβυτέρας ιεραρχίας (δηλ. μητροπολιτών, που
είχαν εκλεγεί πριν την 21η Απριλίου 1967) προέκριναν τη λύση της προώθησης στον
αρχιεπισκοπικό θώκο του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα.
Στο Μητροπολίτη
Κορίνθου ανατέθηκε η λύση των ακανθωδών ζητημάτων των ιερωνυμικών Μητροπολιτών,
της αποκατάστασης των διαταραγμένων σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού
Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος (κατά την περίοδο
της αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου), καθώς και της σύνταξης του νέου Καταστατικού
Χάρτη. Ο Μητροπολίτης Παντελεήμων διέθετε κύρος έναντι των αρχιερέων
της ελλαδικής και άλλων εκκλησιών και συμμετείχε ως επικεφαλής της
αντιπροσωπείας της Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Φανάρι την
περίοδο της κρίσης μεταξύ πολιτείας και διοίκησης της εκκλησίας το 1987 και
σε άλλες σημαντικές αντιπροσωπείες (Π.Σ.Ε., Διορθόδοξες σχέσεις κλπ.).
Το πνευματικό του έργο
Το πνευματικό του έργο
υπήρξε πολυποίκιλο και περιελάμβανε μεταφράσεις έργων, πρωτότυπες δογματικές
εργασίες, συλλογές κανονικού δικαίου, ιστορικά έργα κ.α. Στις 12 Ιουνίου 1990,
ανεκηρύχθη επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών και στις 29 Δεκεμβρίου 1995,
η Ακαδημία των Αθηνών τον
βράβευσε για το πλούσιο και περισπούδαστο συγγραφικό του έργο.
Το 1999 εκδόθηκε από
από τις εκδόσεις «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός»
το βιβλίο του Εβραίοι και
Χριστιανοί, αποσπάσματα του οποίου αναδημοσίευσε επαινετικά ο Κώστας Πλεύρης,
ενώ μια εγκύγκλιός του εναντίον της λειτουργίας εβραϊκών επιχειρήσεων στην
Κόρινθο, στην οποία ισχυριζόταν ότι «οι Εβραίοι αδιάπτωτα αντιστρατεύονται τον
Ελληνισμό και την Ορθοδοξία» καθώς «επιδιώκουν να εβραιοποιήσουν όλον τον
κόσμο», αναδημοσιεύτηκε το 1997 από τη Χρυσή Αυγή.[1]
Οι κατηγορίες και το τέλος
Τα τελευταία χρόνια
της ζωής του κατηγορήθηκε για κακοδιαχείριση χρημάτων της Μητροπόλεως Κορίνθου
και με βούλευμα του εφετείου Ναυπλίου παραπεμπόταν
σε δίκη. Ο ίδιος υποστήριζε ότι πίσω από τις κατηγορίες κρύβονταν συμφέροντα,
που τον πολεμούσαν λόγω της σθεναρής αντίδρασής του για τη λειτουργία καζίνο
στην επισκοπική του περιφέρεια. Εν τούτοις τα σημαντικότερα επεισόδια αυτής της
αντιδικίας κατεγράφησαν μετά την αδειοδότηση του καζίνο, ενώ και η τοπική
εφημερίδα που μηνύθηκε από αυτόν για συκοφαντική δυσφήμηση, αθωώθηκε
τελεσίδικα.
Έπειτα από 20 και πλέον χρόνια αντιμετώπισης του καρκίνου, απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 2006 στο Σίγρι της Λέσβου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που πραγματοποιούσε επίσκεψη στο νησί, μόλις πληροφορήθηκε την εκδημία του ιεράρχη μετέβη στο Ι. Ναό του Αγίου Θεράποντος, όπου εξετίθετο σε προσκύνημα η σορός του και τέλεσε τρισάγιο για την ανάπαυση της ψυχής του. Μετά το τρισάγιο δήλωσε ότι ο μακαριστός Μητροπολίτης "ήταν λεβέντης, είχε γνώμη, την οποία εξέφραζε μετά παρρησίας". Στην εξόδιο ακολουθία παρευρέθησαν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος και πολλά μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά τη θέλησή του, όμως, η τελετή πραγματοποιήθηκε από έναν μόνο ιερέα χωρίς συμμετοχή αρχιερέων και απόδοση τιμών. Η ταφή του έγινε στη Μονή Λειμώνος Λέσβου, όπως είχε ζητήσει στη διαθήκη του, επιθυμώντας να μη μεταβεί το σκήνωμά του στην Κόρινθο, αισθανόμενος πικραμένος από τη στάση μερίδας Κορινθίων απέναντί του τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός του θανάτου του καλύφθηκε εκτεταμένα από το σύνολο των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης λόγω του πνευματικού κύρους του προσώπου του και της μακράς εκκλησιαστικής του διακονίας.