Αποστολή στο blog παρουσίαση - Βιβή Σκούρτη
Στο σπίτι μου η «χαρτούρα» δεν
παλεύεται. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το σωρό του χαρτιού ανακάλυψα γραπτά
κείμενα του Λάμπη Παυλίδη. Νόμιζα ότι είχα παραδώσει όλα τα χειρόγραφά του στον
εγγονό του Δημήτρη, γιό της Νάνση. Όμως όχι, μου είχαν ξεφύγει
μερικά.
Το κείμενο είναι επίκαιρο και θεωρώ ότι
αποτελεί γλωσσικό και λαογραφικό υλικό. Προοριζόταν για το περιοδικό μας «Στην
Ερμιόνη άλλοτε και τώρα». Ο Λάμπης σε ότι έγραφε έβαζε ημερομηνία και πάντα
υπογραφή κάτω από το κείμενο.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Το αμπέλι θέλει αμπελουργό και
το καράβι ναύτες»
10-12-2012
|
Ο Λάμπης Παυλίδης και η σύζυγός
του Μαρία Χόντα στα νιάτα τους
γεμάτη νεανική φρεσκάδα κι' ομορφιά...
|
|
Όταν ζούσε ο πεθερός μου και όταν έμπαινε
ο Νοέμβρης, άρχιζαν οι γκρίνιες. Ήταν η εποχή για το μάζεμα της ελιάς και από
τη μεριά μου η εποχή της δουλειάς μου με παραγάδια και δίχτυα. Μπλέξιμο δηλαδή
του αμπελουργού σύμφωνα με την παροιμία και του ναύτη.
-«Άντε μωρή γριά, σε άχρηστους έδωσα τους
Αγίους Αποστόλους και τον Αγιώργη. Γαμώ τ’ αντισταυρό τους».
Οι άχρηστοι ήμουν εγώ με τους Αποστόλους
και ο Στρατής στον Αϊ Γιώργη. Το πρώτο στην Αυλώνα και το δεύτερο στον Αϊ
Γιώργη. Εγώ περίμενα καμιά φουρτούνα για να τινάξουμε τις ελιές, γιατί την
εποχή αυτή είχε πάντοτε ψάρια η περιοχή μας. Όπως και να το κάνουμε αμπελουργός
δεν έγινα!
|
Το αλιευτικό "Κανάρης» των
Αφων Παυλιδη Λάμπη & Γιώργου
Ο Λάμπης στα αλιευτικά σκάφη τους έδινε ονόματα των ηρώων του 21 (Καραϊσκάκης
- Κανάρης – Κολοκοτρώνης) - επηρεασμένος από τα ιστορικά βιβλία που είχε
διαβάσει...
|
|
(Σημείωση- Ο τίτλος του άρθρου και οι λεζάντες των φωτογραφιών είναι του blog ...)
----------------------------------------------------------------------------------------------
Θυμάμαι δυο-τρις φορές που ο πεθερός μου
δεν ζούσε πια, είχα πάει στον Αϊ Γιώργη, να πάρω τη σκάλα από τον Στρατή που
τίναζε εκεί. Την πήρα στην πλάτη, πήρα και καμιά δεκαριά τσουβάλια και μετά από
μια ώρα περπάτημα κατάφερα να βρω το περιβόλι του Πάνου Προκοπίου. Μόλις το
είδα ανακουφίστηκα, γιατί τα σημάδια που έβαζα στο δρόμο με έφεραν στο σωστό
μέρος. Περπάτησα καμιά πενηνταριά μέτρα ακόμα και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω που
διάολο ήταν οι ελιές. Ο τόπος πάνω και κάτω ήταν γεμάτος δέντρα.
«Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα» σκέφτηκα, «άντε να ξεχωρίσεις τις
δικές σου ελιές από τις ξένες».
Προχώρησα μερικά μέτρα ακόμα και η σκάλα
στην πλάτη άρχισε να γίνεται ανυπόφορη.
- «Ρε Βαγγέλη», φώναξα
του Πολλάλη που είχε εκεί τη στάνη και το σπίτι του.
- «Έλα ρε γείτονα, τι χαμπάρια, τι
θέλεις;»
-«Κάπου εδώ έχω τις ελιές, πού είναι;»
-«Γιατί, τις τίναξες και στις κλέψανε;»
Νόμισε ότι έψαχνα για τον καρπό.
-«Όχι μωρέ, τα δέντρα ψάχνω κι έχω
μπερδευτεί».
-«Ρε
γείτονα εγώ θα σου πω πού είναι; Άσε πρώτα τη σκάλα κάτω, δεν κουράστηκες να
έρχεσαι γύρω-γύρω και να την κρατάς στην πλάτη; Εκεί που βρίσκεσαι είσαι μέσα
στο χωράφι σου, αλλά από αριστερά σου είναι οι ελιές του Θωμά. Μη με μπλέκεις,
ρώτα τον Πάνο καλύτερα.»
Ο
Πάνος είχε βγει από το περιβόλι του, είχε ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο και είχε
ξελιγωθεί στα γέλια.
-«Μη
γελάς Πάνο, γιατί όπου να ‘ναι θα ‘ρθει η γυναίκα να τινάξουμε και θα γίνω
ρεζίλι»
«Ρε
τέλειος ψαρόμυαλος, είσαι ρε; Δεν βλέπεις τα πεζούλια, δεν βλέπεις τα σημάδια
στους κορμούς των δέντρων, ούτε το Χ, που λέει Χόντας; Εδώ κάτω στο δρόμο θα
τις δεις; Ψάρια τις πέρασες να κολυμπάνε στο νερό; Και αυτή τη διαολόσκαλα
άστηνε κάτω, δεν κουράστηκες;»
Την άφησα κάτω, άφησα και τα τσουβάλια. Με
πήγε πάνω στο βουνό που τελείωναν, μού έδειξε τα σύνορα, μετρήσαμε και τα
δέντρα.
-«Είμαστε
εντάξει, κατάλαβες; Κοίτα μη με ξαναρωτήσεις γιατί δεν θα στο ξαναπώ»
Θυμάμαι
καμιά φορά τον μπαρμπα-Θανάση (πεθερός μου) κι αναρωτιέμαι: «Θα πέρασε
ποτέ από το μυαλό του ότι στο χωράφι αυτό θα έβλεπε 120 δέντρα, από τα 25 που
άφησε και μάλιστα με γεώτρηση και νερό;»
Όσο
για μένα ποτέ δεν μου άρεσε η δουλειά του αγρότη. Όμως συγκινούμαι που βλέπω
αυτά τα δέντρα που τα φύτεψα κλωναράκια, τα μεγάλωσα και τα φρόντισα σαν παιδιά
μου κι αλλάζω σκέψη. Άλλο να βρίσκεις κάτι έτοιμο κι άλλο να φυτεύεις κάτι και
να παλεύεις να μεγαλώσει και να καρπίσει…
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο
Λάμπης έφυγε κι έμεινε η Μαρία με τα παιδιά της να φροντίζει το κτήμα τους.
Αυτή την εποχή σίγουρα θα συλλέγει τους κόπους τους.
Ο
Λάμπης ήταν πρόσωπο παιδεμένο από τα μικρά του, όπως και όλοι της ηλικίας του.
Ήταν ένας «ήρωας» ή «αντιήρωας»; Ήταν ένας άνθρωπος με κοινωνικό
όραμα, με πάθος και ιδιαίτερη πολιτική στάση. Άλλωστε προερχόταν από το
εργατικό κοινωνικό φάσμα της πόλης μας. Διέθετε ιδιαίτερη ψυχική και πνευματική
ομορφιά, που φαινόταν από τη στάση της ζωής του, όσο αυτή υπήρχε. Ο χώρος του
σπιτιού τους ήταν ζεστός κι ανθρώπινος. Ως ζευγάρι διακρίνονταν για το ήθος του
και το ύφος τους. Στη μνήμη και στην καρδιά μας είναι πάντα εκεί.