Η μουριά της αυλής μας
Λόγια
της βλαστικής σοφίας: «Είναι η ζωή ένα δεντρί κι εμείς το οπωρικό
του κι ο χάρος είναι τρυγητής που παίρνει τον καρπό του»
Παλαιότερα
κάθε αυλή ερμιονίτικου σπιτιού είχε την κληματαριά, την πασχαλιά, τη
τζιτζιφιά της, τη λεμονιά ή τη μουριά της. Έτσι και η δική μας αυλή που στα μικρά
παιδικά χρόνια μας δεν την περιέβαλε μανδρότοιχος, είχε τη δική της
μουριά. Θηλυκό οπωροφόρο με ρίζες, φύλλα, κλαδιά, άνθη και καρπούς.
οικείο στολίδι του σπιτιού, με ικμάδα στη διάρκεια του χρόνου, με τους χυμούς
και την πυκνή σκιά του.
Το
πατρικό σπίτι του πατέρα μας, το σπίτι μας στην ανατολική πλευρά επικοινωνούσε
με το σπίτι ιδιοκτησίας Σπύρου Κουτούβαλη που στη συνέχεια ήρθε στα χέρια του
Κώστα Κουτούβαλη και αργότερα του Δέδε Σκούρτη, ενώ στη νότια με το σπίτι της
Ελένης Παπαμιχαήλ (Νικόλενας) που το είχε κληρονομήσει ο γιός της Κοσμάς με τη
γυναίκα του Τασία. Ο πέτρινος μανδρότοιχος χτίστηκε από
ματσώνηδες, όταν είμαστε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου.
Τη θυμάμαι να είναι εκεί. Δεν ξέρω πότε
φυτεύτηκε και ποιος ο σκοπός της, αν δηλαδή φυτεύτηκε για τη δημιουργία της
πλούσιας, πυκνής σκιάς, για την εκτροφή μεταξοσκώληκα ή για τους μαύρους,
νόστιμους και θρεπτικούς καρπούς της∙ πιθανά και για τα τρία μαζί.
Η μουριά μας λοιπόν έκανε κοκκινόμαυρα
ολόγλυκα μούρα που τα τρώγαμε χούφτες-χούφτες, όχι μόνο εμείς, αλλά και όλα τα
παιδιά του σχολείου, αφού μετά το σχόλασμα βρίσκονταν εκεί και η αυλή γέμιζε
πεινασμένο παιδομάνι.
Τα χείλια και τα δόντια βάφανε μωβ και σε
όποιο ρούχο έπεφταν δεν ξέβαφε με τίποτα.
Στη μνήμη μου έχει μείνει η Βάνα μας•
περίμενε από κάτω με ανυπομονησία, με το τενεκεδάκι στα χέρια και το
φεγγαροπροσωπάκι της προς τα επάνω, να της πετάξει ο σκαρφαλωμένος στο δέντρο
Άρης τα μούρα.
Για εμάς, η φυλλωσιά της αποτελούσε χώρο
ιδιωτικό παιγνιδιού γιατί όλα τα μεσημέρια του καλοκαιριού τα περνάγαμε εκεί
επάνω. Σκαρφαλώναμε στον χονδρό ασπρισμένο από τα χέρια της μάνας μας κορμό της
σαν τις γάτες με άνεση, με τη βοήθεια μιας σανίδας υπό μορφήν σκάλας. Εκεί
κρυβόμαστε τα μεσημέρια στο καταπράσινο φύλλωμά της και καθόμαστε σε
αυτοσχέδια παγκάκια στερεωμένα στα κλαδιά της, που τα είχαν μαστορέψει τ’
αδέλφια μου ή στις διχάλες.
Εκεί νιώθαμε το δικό μας βασίλειο.
Λειτουργούσε ως χώρος παιχνιδιού, αλλά και γυμνάσματος καθώς χρειαζόταν να
αναρριχηθούμε, να κάνουμε στα κλαδιά ισορροπία, να πατήσουμε στο ανθεκτικό
κλαρί για να μην πέσουμε. Η μουριά μάς έδωσε σπουδαίες ικανότητες τόλμης και
πεποίθησης. Από εκεί πάνω μπορούσαμε να κατοπτεύσουμε με άλλο μάτι τη γειτονιά.
Μέσα στη φυλλωσιά της έπαιζαν και έτρωγαν αμέτρητα σπουργίτια. Αέριζαν το
κορμάκι τους, ψευτοπατούσαν από κλαράκι σε κλαράκι ξετρύπωναν και τσιμπούσαν με
τα ράφια τους γλυκούς καρπούς.
Κάτω από το φυσικό σκίαστρο της αυλής ο
πατέρας μας επιδιόρθωνε ή έφτιαχνε τα καινούργια δίχτυα της δουλειάς τους, με
συντροφιά τις επαναλαμβανόμενες συγχορδίες των τζιτζικιών.
Επίσης
κάτω από σκιερά φυλλώματα της μουριάς μας και τον σκασμένο, ανάγλυφο κορμό της
στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών βγάζαμε έξω το τραπέζι και τρώγαμε τα
βραδάκια εκεί. Από την αυλή δεν έλειπαν οι κρεβατίνες φυτεμένες από τα άξια
χέρια του παππού Αριστείδη Φοίβα, η κορομηλιά (μπουρνελιά), η ροδακινιά• «Όποιος
φυτεύει δέντρο θα ζήσει πολλά χρόνια», έλεγε ο παππούς.
Αλλά δεν έλειπαν και τα λουλούδια: μαργαρίτες,
τριανταφυλλιές, χρυσάνθεμα, μπιγκόνιες, ηλιοτρόπια.
Το Φθινόπωρο, που ως δέντρο φυλλοβόλο
έριχνε το οδοντωτό φύλλωμά του σε σχήμα καρδιάς, άρχιζε το μεγάλο βάσανο του
καθημερινού σκουπίσματος για τη μητέρα μας. Όταν φυσούσε, τα ξερά φύλλα έκαναν έναν ιδιαίτερο ήχο πηγαίνοντας πότε από εδώ και πότε από εκεί, ανάλογα με τη
φορά του ανέμου.
Το χειμώνα τα κλαδιά απέμεναν γυμνά σαν
απλωμένα χέρια που ικετεύουν. Εποχή που όλα τα δέντρα μοιάζουν με κούτσουρα
μπηγμένα στη γη , μοιάζουν νεκρά• μέσα στο χώμα όμως οι διεργασίες της ζωής
στις ρίζες τους δεν παύουν, είναι ασταμάτητες.
Εντυπωσιάζουν η ομοιότητα του
δέντρου με τον άνθρωπο, καθώς και οι διαφορές του. Μεγαλώνει, ορθώνεται αργά
χρόνο με το χρόνο, οι χυμοί του διατρέχουν τον κορμό, τα κλαδιά, όπως το αίμα
ρέει στα ανθρώπινα μέλη• ριζωμένο κι αυτό εισδύει στα υποχθόνια και μετέχει στο
μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της φυσικής φθοράς μα και της αναγέννησης.
Η
αυλή μας οικοδομήθηκε προς χάριν στέγασης της οικογένειας του
αδελφού μου και των γονιών μου, μιας και κληροδότησα εγώ το πατρικό σπίτι. Η
μουριά μας κόπηκε, η αυλή περιορίστηκε. Ήρθε η εποχή που το νέο εξαφάνισε το
παλιό, αφαιρώντας κάθε ίχνος. Έμειναν ευτυχώς κάποιες φωτογραφίες –νοσταλγικά
αντικείμενα του παρελθόντος- που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάπλαση του
βιωμένου χρόνου. Και η αυλή μας εξακολουθεί και παραμένει ανθηρή
κυρίως χάρη στη φροντίδα της μάνας μας.
Παιδικοί χαμένοι θησαυροί!