Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...
ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ -> Κεραυνός εν αιθρία ! - > Η αποστομωτική απάντηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου ! ...

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

[...]Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου...





ΙΘΑΚΗ

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. 
Κ.Π. Καβάφης

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αφιερωμένο από το blog, σε όσους τους αφορά...

Σε όσους ταξίδεψαν, από και προς, τη δική τους Ιθάκη...


Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Κωνσταντίνος Καβάφης ο Ποιητής- Πρός τον Ρωμαίο Διοικητή Αντώνιο [...]Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει....



Απολείπειν ο θεός Aντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Συνεχίζεται το νοικοκυριό με αισθητική στην Κοινότητα Ερμιόνης από την Κοινοτική αρχή....


Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζεται το νοικοκυριό με ιδιαίτερη αισθητική σε όλους τους χώρους από την Κοινοτική αρχή, παρά τις οικονομικές και άλλες δυσχέρειες…
Αυτή τη φορά  τοποθέτησε σε καλαίσθητα κάδρα το πολύτιμο – ιστορικό φωτογραφικό αρχείο του αείμνηστου φωτογράφου Στέφου Αλεξανδρίδη  όπου βρισκόταν αναρτημένο μεν στον εσωτερικό διάδρομο του πρώην Δημαρχείου – σήμερα κοινοτικό κατάστημα- άλλα εκτεθειμένο στη φθορά του χρόνου και την καταστροφή!! …

Σήμερα ο χώρος αυτός με την κατάλληλη ανάδειξη του εν λόγω αρχείου φαντάζει σαν μουσείο και δίνει μια άλλη αίγλη που προκαλεί το σεβασμό στους επισκέπτες στο ιστορικό κτήριο…
 Σας δίνουμε ενδεικτικά εικόνες...

ΥΣ. Ο Πρόεδρος της Κοινότητάς μας Ιωσήφ Γανώσης με αυτές τις ενέργειές του έχει αιχμαλωτίσει τις ευαίσθητες «εσωτερικές χορδές μας», αλλά αυτό δε σημαίνει, ότι πάντα, δε θα ισχύει η φράση: «τα σύκα – σύκα και η σκάφη – σκάφη» …
Φώτο – ρεπορτάζ
ΣΤΑΜ. ΔΑΜ. 



Οι αρμυρισμένοι ψαράδες της Ερμιόνης κάθε φυσικό λιμανάκι και ένας καημός! ...

Ιστορίες της θάλασσας και της στεριάς…
Κείμενα για Λαογραφικό Μουσείο!!!

Δημοσιεύτηκε στο Ερμιονίτικο περιοδικό 
«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα»
.......................................................................................................................................................
Η ζωή στους βράχους και στις ερημιές...

Πρόσωπα της αλλοτινής Ερμιόνης - για να θυμόμαστε και να μαθαίνουμε...


του  Λάμπη Π. Παυλίδη 
(+)
Όταν λοιπόν μέσιαζε ο Φλεβάρης οι ταξιδιάρηδες έλυναν τα παλαμάρια για ταξίδι, άλλοι μόνοι τους, άλλοι παρέα δυό-τρεις μαζί. Έλυναν τα παλαμάρια τους δυό-τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, γιατί τις ώρες αυτές πάντοτε φυσούσε νυχτερινός Μαΐστρος. Από την Ερμιόνη άνοιγαν πανί και πήγαιναν ξεκούραστοι μέχρι τα Τσελεβίνια. Η Παναγίτσα της Τσελεβίνας, ήταν πάντα σταθμός για τους ψαράδες. Φαίνεται ακόμα ο τοίχος της από την πλευρά της θάλασσας. Εκεί σταματούσαν οπωσδήποτε, έβγαιναν, άναβαν το καντήλι της, άφηναν και λάδι σ’ ένα μικρό κιούπι, ξανάμπαιναν στη βάρκα και ο καθένας τραβούσε στον προορισμό του. 

Άλλοι για Περαία – Βουλιαγμένη, άλλοι για Ανάβυσσο, άλλοι για Λαύριο-Ραφήνα-Χαλκίδα. Σ’ αυτά τα μέρη για ορισμένους το ταξίδι διαρκούσε ένα ή ενάμισι μήνα περίπου. Μόλις ζύγωνε η μεγάλη βδομάδα και ο καιρός άρχιζε να μαλακώνει λόγω εποχής (είχε μπει πια η Άνοιξη ), άδειαζαν και οι περιοχές αυτές από τους περισσότερους. Άλλοι τραβούσαν για Χαλκιδική, για σουγγάρια και χταπόδια που τα στέγνωναν, τα ξέραιναν. Το ξερό χταπόδι όπως το ‘λεγαν που το μάζευαν μπάλες 2-4 οκάδες την κάθε μια μπάλα.
 Οι ταχτικοί ήταν ο πατέρας μου Παύλος (Παυλάκης), ο μπάρμπα Τάσος ο Σκούρτης (Καρακώτσας), οι Γκολεμάδες μπάρμπα Νάργος και Μιχάλης με τα παιδιά τους Τάσο (Μουράλιος ) και Τάσος ( Καραμουνάκης), ο μπάρμπα Μιχάλης ο Καραλής (Κοντήλης ή Κοντήλθης), ο μπάρμπα Μιχάλης ο Κομμάς (Φουρίκης) και ο Μανώλης Λακούτσης (Μουτάρης) και ο μπάρμπα Νάργος ο Πασχάλης (Πάτσικας). Οι δύο τελευταίοι δεν ήσαν τακτικοί στη Χαλκιδική, καθώς και 4-5 άλλοι.

Άλλοι τραβούσαν για τα Κυκλαδονήσια, όπως οι Κοκονιτσαίοι, ο μπάρμπα Γιάννης Σκούρτης με τα παιδιά του Μίμη (Μούκα), Κοσμά (Βλαχαγγέλο), Τζώρτζη (Κατούση). Είχαν πάντοτε παρέα τους και κουσέρβα τον Νίκο Νόνη (Κολινέκα), γιό του μπάρμπα Μανώλη. Στις Κυκλάδες πήγαινε και <<το παιδί της Παναγίας>>, που είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Αυτός ήταν ο Αντρέας Μπενάρδος (έτσι τον έλεγαν οι συνάδελφοί του, γιατί αυτοί πήγαιναν μπροστά, ας πούμε ψάχνοντας για ψάρια, μελανούρια συνήθως, δε βλέπανε ούτε λέπι στην πλώρη τους και ο Αντρέας που ακολουθούσε πίσω τους, έλεγε στο σύντροφό του: -Μη χτυπάς τα κουπιά, μη βήχεις, μην αναπνέεις, σωρό τα μελανούρια επάνω μας.

Γι αυτούς όμως που πήγαιναν στη Χαλκιδική, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα ωσότου φτάσουν. Δεν ήταν όπως τα Κυκλαδονήσια που ήταν δίπλα στο Λαύριο ή στο Σούνιο. Αυτοί ξεκινώντας από Ανάβυσσο ή Λαύριο με τα κουπιά, αν δεν είχε βολικό καιρό να ανοίξουν λατίνι, έφταναν στη Χαλκίδα μετά από 20-30 ώρες κωπηλασίας συνεχόμενες, δίχως αναπνοή, ούτε φαΐ, μόνο τσιγάρο. Εκεί ήταν η πρώτη στάση τους στον Καράμπαμπα. Έβγαιναν έξω περιμένοντας να γυρίσουν τα νερά του καναλιού πρίμα, για να περάσουν από την άλλη μεριά της γέφυρας.

Στη συνέχεια φουντάριζαν δίπλα σε μια σκάλα που ήταν αραγμένη η βάρκα του Διαμαντή Σπετσιώτη (του Ρόλο). Τους φιλοξενούσε σαν αδέλφια του, ενώ έβλεπε πρώτος τις βάρκες, γιατί το σπίτι του ήταν δίπλα στη θάλασσα. Στην ξενιτιά ο πατριώτης είναι πιο κοντινός κι από τον αδελφό. Θυμόταν κι αυτός τα περασμένα στην πατρίδα την Ερμιόνη, κρασί μπόλικο και κάνα σκουπιδάκι στο μάτι, έφερνε μπόλικα δάκρυα σε όλους. Παραπατώντας έμπαιναν στις βάρκες, τραγουδώντας έλυναν παλαμάρι και πάλι μεθυσμένοι-ξεμέθυστοι έπιαναν τα κουπιά και με νέο κουράγιο έφερναν βόλτα τη νοτιοδυτική πλευρά της Εύβοιας και έπαιρναν ανάσα στους Ωριούς, βόρεια πλευρά. Κωπηλασία εικοσάωρη περίπου. Ένα κομμάτι ψωμί, ένα χέρι ελιές για φαΐ, ύπνος λίγες ώρες και πάλι κωπηλασία, αν δεν είχε αέρα για πανί.

Πιάναμε Σποράδες , Σκιάθο, Σκόπελο, Λιδρόμια, κυρά Παναγιά. Εκεί καθόμαστε 2-3 μέρες ψαρεύοντας. Τα ψάρια και οι αστακοί με το πυροφάνι περπατάγανε μέχρι μια οργιά βάθος. Μ’ ένα σουγιά, θυμάμαι ο πατέρας μου και ο θείος μου Νίκος Μητρώκας, τρύπαγαν τους κάλους που τους είχαν κάνει τα κουπιά στα χέρια, να φύγει το νερό που είχαν μαζέψει οι κάλοι, τα βούταγαν στη θάλασσα να ψήσουν και τη δεύτερη-τρίτη μέρα ήταν και πάλι έτοιμοι για την τελική κωπηλασία.

Τώρα όμως μπροστά τους είχαν πέλαγος, το Βόρειο Αιγαίο δεν έπαιζε. Η στεριά μπροστά τους (Χαλκιδική) δεν φαινόταν και αυτό ήταν καλό σημάδι για να αμολήσουν για κει. Απόσταση 45 μίλια το πιο κοντινό ποδάρι της, το Πόρτο Κουφό από κυρά Παναγιά. Όταν ο ορίζοντας ήταν καθαρός και η ορατότητα μεγάλη και φαινόταν η στεριά, περιμένανε κακοκαιρία, Βαρδάρη από Θεσσαλονίκη και ακόμα κι αν ήταν καλοσύνη δεν αμολιόντουσαν για Χαλκιδική. Ο Γραίγος ( βόρειο-ανατολικός άνεμος), όσο αφήναμε την κυρά Παναγιά φρεσκάριζε και μετά από κάνα-δυό ώρες στην πλώρη μας μια σκούρα σκιά άρχισε να δημιουργείται. Ήταν η Χαλκιδική μπροστά μας, που είχε αρχίσει να φαίνεται πια. Η αναπνοή άρχισε να γίνεται πιο εύκολη.
Τα σκαμπίλια στη δεξιά μάσκα της βάρκας άρχιζαν να μας ενοχλούν, ενώ πριν μας έβγαζαν τα μάτια, γιατί το αλάτι της θάλασσας έπηζε πάνω μας και τα ρούχα κολλούσαν και πάγωναν από το νερό και τον αέρα.

Η πλώρη της βάρκας καρφωμένη στο βοριά, η δεξιά πλευρά της έξω από τη θάλασσα και η αριστερή πατημένη μέσα. Το μαντάρι στο ένα χέρι του συντρόφου και η σκότα στο ένα χέρι του καραβοκύρη και στο άλλο χέρι η λαγουδέρα, έδειχναν τη σοβαρότητα πλέον και τα ζόρια της αρμενισιάς. Δηλαδή ο κίνδυνος πια για τη ζωή ήταν ορατός, αλλά πέρα βρέχει... γι αυτούς!

Το πρόσταγμα του καραβοκύρη <<το μαντάρι στο χέρι>> ήταν μια ανατριχίλα ενός ή δύο λεπτών, στη συνέχεια η στεριά που όλο και καθάριζε μπροστά μας δείγμα ότι όλο και ζυγώνουμε και προσπαθούσαμε πια να διακρίνουμε το Πόρτο Κουέλο ή την Καλογριά, πού ακριβώς δηλαδή είχαμε την πλώρη (ήταν πια η πορεία μας). Το ποδάρι του Αγίου Όρους είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πανύψηλη η άκρη του και η κορυφή του Όρους μυτερή και πάντα χιονισμένη δεν άφηνε αμφιβολίες. Η αντοχή της βάρκας στα όριά της πια , γιατί όσο ζυγώνεις στη στεριά ο αέρας είναι πάντοτε πιο δυνατός και τα κύματα πιο μεγάλα. Γιατί οι κάβοι πάντα κάνουν ρέματα δυνατά και πάνε κόντρα στον αέρα, δηλαδή η ίδια η θάλασσα κινείται τις περισσότερες φορές κόντρα στον καιρό και τα κύματα είναι πολύ δυνατά και επικίνδυνα. Η παραμικρή απροσεξία μπορεί να στοιχήσει τη ζωή σ’ αυτούς που έπαιξαν μαζί της....


Όταν πια πιάναμε Μαραθιά στον πρώτο κάβο του Πόρτο Κουφό, πηδάγαμε έξω, ανάβαμε φωτιά να στεγνώσουμε ό,τι ρούχα μπορούσαν να στεγνώσουν, τα πλάφια να στραγγίξουν από τα νερά, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε. Το πλάφι ήταν ένα είδος κουβέρτας, ας πούμε πολύ χοντρής, σαν αυτό που στρώνουν οι γυναίκες το Χειμώνα στο πάτωμα του σπιτιού. Όπως κι αν είχε πάντως, ωσότου στεγνώσουμε περνούσαν δυό-τρεις μέρες. Η δουλειά με τα σημερινά μάτια απάνθρωπη και για εξωγήινους ή τέρατα αντοχής. Τότε τίποτα το ιδιαίτερο. Ο κουπάς από την Ανατολή έως τη Δύση σχεδόν του ήλιου, όρθιος στο ένα πόδι, να στηρίζεται και το άλλο, να ακολουθεί τις κινήσεις του κορμιού μια μπρος, μια προσοχή και δώστου να φτύνει μες τις παλάμες του ή να τα βουτά στη θάλασσα για να μαλακώνουν και να μη γλιστράνε τα κουπιά από τα χέρια. Ο γυαλάς μέχρι την κοιλιά χωμένος στο κοστάκι και το υπόλοιπο κορμί να κρέμεται από αυτό έξω, οι ώμοι και το κεφάλι χωμένα μες το γυαλί, βρεγμένος όλη μέρα στήθος και χέρια. Με κρύο το Χειμώνα, ακίνητος, να βλέπει και να ψάχνει το βυθό για χταπόδια ή σουγγάρια. Για να μπει όμως το χταπόδι ή το σουγγάρι στη βάρκα χρειαζόταν μαστοριά και κόπος, ειδικά το σουγγάρι. Από φαΐ ο κουπάς, έτρωγε και καμιά μπουκιά ψωμί, μπορούσε. Ο γυαλάς όμως, κρεμασμένος όλη μέρα στο γυαλί, κοιλιά και στήθος πατημένα στο κουστάκι; Φαΐ και νερό γι αυτόν ήταν το τσιγάρο. Θυμάμαι τον πατέρα μου κάθε πρωί που ξύπναγε, έβαζε τα χέρια του στη θάλασσα, έπιανε νερό και έπλενε τη μούρη του. Σκούπιζε αμέσως τα χέρια σε μια πετσέτα και άνοιγε την κούτα με τα τσιγάρα. Φούκα ή Ματσάγγου η μάρκα 88 τσιγάρα η κούτα είχε μέσα και το βράδυ ή το πρωί της άλλης ημέρας άνοιγε την επόμενη. Αυτό ήταν το φαΐ του όλη μέρα. Το βράδυ που αράζαμε στον κάβο έπρεπε να χτυπήσουμε τα χταπόδια όσα κι αν είχαμε 50-70 οκάδες, να τα παρουλήσουμε, να ανοίξουμε τις κατσούλες τους, να τα απλώσουμε στις αντένες. Και μερικά σουγγάρια να τα περάσουμε στο σκοινί και να τα φτιάξουμε.

Μαζεύαμε τα ξύλα για τη φωτιά για μαγείρεμα. Δυό πέτρες, μέγεθος τούβλου περίπου, στη γη δίπλα-δίπλα, το καζάνι πάνω τους κι από κάτω τα ξύλα ανάβουν φωτιά και το φαΐ το ίδιο κάθε μέρα μέχρι και το τέλος του ταξιδιού Αγίων Αναργύρων, τέλη Ιουνίου ή τέλη Αυγούστου. Χταπόδι με μανέστρα σήμερα, με μακαρονάκι αύριο, με σπαγέτο μεθαύριο, με ρύζι αντί μεθαύριο, με πατάτες την άλλη μέρα. Ύπνος στο αμπάρι της βάρκας, μια τρύπα μήκος δύο μέτρων περίπου, φάρδος ενάμισι μέτρο, ύψος μισό μέτρο περίπου. Εκεί μέσα κοιμόντουσαν 2-3 άντρες στην Ελλάδα και τέσσερεις στην Αφρική. Τα γόνατα στο στήθος, ακινησία μέχρι πρωίας και η τέντα, τα κεραμίδια της βάρκας, να στάζουν όλη νύχτα νερό βρόχινο ή αγιάζι.

Αυτές οι συνθήκες ζωής ήταν ίδιες για όλους τους ταξιδιάρηδες ψαράδες. Οι ίδιες φουρτούνες, η ίδια ξενιτιά και τα βάσανά της. Το μόνο που άλλαζε ήταν ότι οι μεν έτρωγαν χταπόδι σε όλο το ταξίδι, οι δε έτρωγαν ψάρια (οι εκτός Χαλκιδικής). Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις.

Όταν ερχόταν η μεγάλη Πέμπτη, οι βάρκες βγαίνανε στην ξηρά και ξανάπεφταν στη θάλασσα τη Δευτέρα της Αναστάσεως. Κάναμε Πάσχα συνήθως στα Μαρμαρά. Θυμάμαι ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη σημαία, πιο μεγάλη και από τη βάρκα. Έπαρση σημαίας μεσίστια όμως γινότανε από Μεγάλη Πέμπτη , έως μεγάλο Σάββατο μεσημέρι. Η έπαρση γινόταν κανονικά. Και η υποστολή Δευτέρα, που έπεφταν και όλες οι βάρκες στη θάλασσα. Όλες αυτές τις μέρες όλοι ήταν μεθυσμένοι και τη μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι σ’ ένα παραλιακό μαγαζάκι δίπλα στις βάρκες, άκουγες τραγούδια μπερδεμένα με τη << Ζωή εν τάφω ..>>, το << Αι Γενεαί αι πάσαι..>>, το << Χριστός Ανέστη>> και στη << θάλασσα θα πέσω καλέ, να πιάσω την ποδιά σου, με τα κεντήματα>>. Πρωτοτραγουδιστής ο πατέρας μου και οι άλλοι ακολουθούσαν. Ο μπάρμπα Μιχάλης ο Κοντίλης του έλεγε:

- Ρε μπαζανάκη, μέθυσες και δεν ξέρεις τι λες. Άκου το Γενεαί πάσαι μαζί με το Χριστός Ανέστη!

- Ου τεχίτε, δεν είμαστε καλά. Λάζαρεεεε, βάλε το γραμμόφωνο.

Εκεί γινόταν το έλα να δεις. Με το ζόρι, με το καλό, όλοι όρθιοι για χορό. Ο Λάζαρος ο ταβερνιάρης με μια κανάτα ρακί και ένα δίσκο για τα ποτήρια κέρναγε κάνα δυο τρεις φορές. Στη συνέχεια το δίσκο τον έπαιρνε ο Κοντίλης, καθόταν καθιστός στη μέση του χορού και χτυπούσε το δίσκο κάτω στο τσιμέντο, μέχρι που τσάκιζε.

Εμείς τα παιδαρέλια κάναμε τη βόλτα με φίλους της ηλικίας μας, με τις αδελφές των φίλων, όλοι μαζί μια οικογένεια. Εγώ εκεί πάνω είχα περισσότερους φίλους από ότι είχα εδώ στην Ερμιόνη. Τα σπίτια τους ανοιχτά για όλους. Το Πάσχα μας γέμιζαν τις βάρκες κουλούρια, γλυκά κ.λ.π. το χταπόδι το ξερό, τα τσουβάλια τα σουγγάρια, όλα σε όποιο σπίτι μας βόλευε. Περνώντας το Πάσχα και ρίχνοντας τις βάρκες στη θάλασσα, ο κάθε καραβοκύρης είχε τα δικά του μέρη για δουλειά. Ο πατέρας μου δούλευε στο Άγιο Όρος , Αμολιανή, Βορβορού. Μαζί μας είχαμε και τον μπάρμπα Τάσο τον Καρακώτσα, κουσέρβα πάντοτε. Οι άλλοι καραβοκύρηδες δούλευαν από Πόρτο Κουφό έως και τη Μηχανιώνα, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτά τα μέρη πηγαίναμε κι εμείς μετά των Αγίων Αναργύρων (30 Ιουνίου) για σουγγάρια πια στα φύκια, όταν κρατούσαμε το ταξίδι μέχρι Σεπτέμβρη. Στην Αμολιανή που ήταν και η έδρα της δουλειάς μας, ας πούμε, τα σπίτια της παραλίας που αράζαμε ήταν όλα δικά μας. Οι άνθρωποι αυτοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία , πολύ φιλόξενοι. <<Καπτάν Παύλο, καπτάν Τάσο, ότι θέλετε να βγάλετε έξω, ελάτε σπίτι μου, ο ένας στο δικό μου, όχι στο δικό μου, ο άλλος>>. Κάθε Κυριακή στην πλατεία του νησιού που είχε και δυό καφενεία κι ένα μεγάλο αλώνι με τσιμέντο για πίστα χορού, γινόταν το έλα να δεις μόλις νύχτωνε. Πρώτος και καλύτερος εγώ και ο Κώστας ο Καρακώτσας. Είχαμε και τον μεζέ εμείς, τα χταπόδια τα μελίχλωρα που ήταν τρεις ή τέσσερες μέρες απλωμένα, ούτε ξερά, ούτε χλωρά, η μυρωδιά τους σε τρέλαινε και το ρακί το πίναμε σα νεράκι( στη Χαλκιδική πίνουν το ρακί, όπως εμείς το κρασί). Η παρέα μας πάντοτε όλα τα παιδαρέλια του νησιού.

Όταν μέσιαζε ο Ιούνιος, πιάναμε το Άγιο Όρος για να πουλήσουμε ξερό χταπόδι. Το φέρναμε βόλτα μέχρι Στρατόνι και Ιερισσό. Εάν πουλάγαμε και τα λεφτά έφθαναν για να βγάλουμε ταξίδι μέχρι Σεπτέμβρη, μέναμε για σουγγάρια, αν όχι σχολάγαμε. Μαζεύαμε τα συμπράγκαλα και ξεκινάγαμε επιστρέφοντας για Ερμιόνη.

Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πιο εύκολο, γιατί τα μελτέμια μόλις άρχιζαν, ήταν καλοσυνάτα και το ταξίδι ξεκούραστο και γρήγορο, δυό-τρεις μέρες από Χαλκιδική – Ερμιόνη, ερχόμαστε πρίμα πια. Φτάνοντας στα Τσελεβίνια, μάϊνα τα πανιά. Ζυγώναμε με τα κουπιά και πάλι ανάβαμε το καντήλι στην Παναγίτσα και συνεχίζαμε για τα Μαντράκια. Το ξερό χταπόδι 400-500 οκάδες οι δυό βάρκες, το αγόραζε σχεδόν πάντα ο μπάρμπα Σαράντος Δημαράκης.

Αδειάζαμε τις βάρκες από όλα τα πράγματα, όλοι όσοι είχαμε σχολάσει το ταξίδι και είμαστε εδώ, τις βουλιάζαμε και τις φέρναμε τούμπες συνέχεια μέσα στη θάλασσα, για να πλυθούν. Τις αφήναμε αναποδογυρισμένες μια μέρα για να ψοφήσουν οι κατσαρίδες. Την άλλη μέρα πάλι βουτιές, τουμπάρισμα της βάρκας, ξεβούλιαγμα, βγάλσιμο στην ξηρά για βάψιμο.

Το άσπρο και μπλε χρώμα ήταν αυτό που προτιμούσαν οι θαλασσινοί για τις βάρκες τους. Το μπλε ζουναράκι με λάδι το πρόσεχαν πολύ οι μερακλήδες. Το όνομα της βάρκας μπροστά στη μάσκα δεν το ‘γραφε όποιος-όποιος, είχε <<ειδικό>>. Οι πιο μερακλήδες και λεβέντες ήσαν ο Νίκος Κολινέκας και ο Μανόλης Μουτάρης. Αυτοί και τις ώρες του ψαρέματος το σουγγάρι το ‘χαν στα δόντια. Δεν έπρεπε στη βάρκα να υπήρχε πουθενά, ούτε τρίχα. Υπήρχαν βέβαια και οι ρέμπελοι. Θυμάμαι μια φορά τον << ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ>>, φρεσκοβαμμένο στο Μπογάζι του Δοκού και Μουζάκι με Γραίγο δυνατό. Το σκαμπίλι έφτανε έως την τσούντα του λατινιού, ερχόμαστε στα Μαντράκια για άραγμα. Όταν πήδησα έξω, η βάρκα μου φαινόταν σαν στραβή. Ήμουν και μικρός:

- Καλέ πατέρα, πώς είναι έτσι η βάρκα;

- Πώς είναι ρε παιδί μου;

- Δεν είναι η βάρκα μας.

- Τι έπαθες ρε παιδάκι μου;

Ο πατέρας μου τα γράμματα (το όνομα), τα ‘ χε γράψει με μελάνι του χταποδιού και το δυνατό σκαμπίλι τα ‘χε σβήσει.

-Ο! τεχίτε Παύλο, ρεζίλι γίναμε, του ‘πε ο θείος Νίκος.

Για τον πατέρα μου πέρα βρέχει. Έβγαλε κάνα δυό μελάνια από τα χταπόδια, τα ξανάγραψε εκεί επί τόπου και μετά από κάνα δυο μέρες που τραβήξαμε έξω τη βάρκα, ήταν Γαρμπής ο καιρός και στα Μαντράκια δε στεκόσουν, πλύναμε την πλώρη, τη μάσκα δυό-τρία γράμματα ήταν ανάποδα γραμμένα, γιατί ανάποδα τα έγραψε ο πατέρας μου σκυμμένος από πάνω προς τα κάτω. Από τότε το ‘γραφα εγώ με το όνομα το ψιλό πινελάκι...

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Επιλογές από το προσωπικό μας αρχείο - Δεκέμβριος 2012

Αγαπητοί αναγνώστες,
Με την ίδρυση της «Εταιρείας Μελετών Ερμιονίδας»
 επανακυκλοφόρησε και το περιοδικό μας 
«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα»
ύστερα από δεκάμηνη διακοπή, 
με την ύλη του Τεύχους 13 (περιόδου Οκτωβρίου 2012 – Ιανουαρίου 2013).
Αναζητήστε το!

Η Συντακτική Επιτροπή  

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το σχόλιο του blog >>> 
 Ευχόμαστε  αυτή τη φορά να είναι καλοτάξιδο... 
Έχουμε όμως την περιέργεια, αν σ' αυτό το τεύχος θα υπάρχει αναφορά, 
για τους λόγους της δεκάμηνης διακοπής του. 
Έστω με συγκαλυμμένο τρόπο... 
Άλλωστε, εδώ στην Ερμιόνη και ευρύτερα,  πολλοί αναγνώστες του περιοδικού 
που το αναζητούσαν όλο αυτό τον καιρό, ξέρουν τον «άρχοντα»
 που εκτός των άλλων... στην κοινωνία μας, 
φρόντισε και για την διακοπή του!! 
Ωστόσο, θεωρούμε,  για την ιστορία του περιοδικού, 
πρέπει να γίνει αυτή η ενημέρωση.

Ο διαχειριστής του blog
ΣΤΑΜ. ΔΑΜ. 


Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω με ένα ταξίδι στα παλιά, στη ζωή των προγόνων μας και τη δική μας...



Μέσα από το βιβλίο της  Ερμιονίτισσας Βιβής Δημητρίου Σκούρτη
«Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης»
  (Ρουφήξανε…  τη ζωή τους, με το σφουγγάρι!)

Ένα βιβλίο γνώμονας και κο(ου)μπάσο  για προβληματισμό, 
του άλλοτε και του τώρα της ζωής μας....



Το τελευταίο αντίο στον Σωτήριο Γκίκα…




Πριν από λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας ο Σωτήρης Γκίκας ( ο φούρναρης). 
Ένας τίμιος αγωνιστής της ζωής, φίλος καλός, συμπαθής σε όλους τους Ερμιονίτες. 
Μια εμβληματική φιγούρα στα Μαντράκια! που θα τον έβρισκες πάντα καθισμένο 
στην καφετέρια «Ερμιονίς» να απολαμβάνει το καφεδάκι του. 
Η ζωή πολλές φορές του έδειξε το άσχημο πρόσωπό  της, 
όμως αυτός με θάρρος πάντα τα αντιμετώπιζε. 
Ευχόμαστε καλό να είναι το τελευταίο του ταξίδι και καλή ανάπαυση…

Μεγάλο κοινωνικό γεγονός η εκδήλωση της κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίτας από την Αδελφότητα Κυριών Ερμιόνης "Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων"!...

.… Στην καφετέρια - εστιατόριο «Γανώσης»… 





Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

Χρήστος Γιανναράς καθηγητής φιλοσοφίας - Να υπερασπίσουμε, τι; ...






Να υπερασπίσουμε, τι;
Christos Yiannaras | 06 Jan 2020
Μπήκε στον καινούργιο χρόνο η ζωή μας, ζούμε στο 2020. Ο συλλογικός μας χαρακτήρας και η καλλιέργειά μας δεν μας αφήνουν περιθώρια να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα – δεν την αντέχουμε. Αυτό το ξέρουν καλά οι δυνάστες μας, κομματάνθρωποι και τηλεπερσόνες. Ετσι, εκλείπει εντελώς η κοινωνική αυτοκριτική, η αναγνώριση λαθών, άρα και οι ρεαλιστικές προοπτικές.
Σταματάμε σε αστοχίες χειρισμών, κρίνουμε και τις επικαιρικές στραβοτιμονιές, εκεί τελειώνει ο δημόσιος προβληματισμός μας. Η μάζα (λέξη ταπεινωτική αλλά δυστυχώς ρεαλιστική) προτιμάει το ψέμα, αρκεί να είναι ευφραντικό: να ζει με «εντυπώσεις», όχι με πιστοποιήσεις.
Αυτό είναι που ξέρουν καλά οι δυνάστες μας, θύματα και αυτοί, αλλά της αυτοχειρίας τους. Το δικό τους ντοπάρισμα θέλει διαφορετικό αφιόνι, πανάκριβο, και η στέρησή του βασανιστική: δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς δημοσιότητα. Το αποδείχνουν, άθελά τους, δέκα χρόνια τώρα που ο τόπος ρημάζει, λαφυραγωγείται χυδαία από τα ευρωπαϊκά μας ινδάλματα, η νεολαία φεύγει, η στέρηση και η ανελπιστία συντρίβουν το δυναμικότερο κομμάτι του πληθυσμού. Ομως οι κομματικές αντιμαχίες συνεχίζονται ερήμην της τρομακτικής συμφοράς και με αναστήματα όλο και πιο ασήμαντα έως και σπιθαμιαία.
Καίριος παράγων γι’ αυτή τη δραματική, ανέλπιδη έκπτωση είναι, κατά το «κοινό αίσθημα», η θεσμοποιημένη ατιμωρησία και τα ΜΜΕ: Η έγκαιρη και σκόπιμη μεσολάβηση πρωτόγονης νομοθεσίας που αμνηστεύει, σε ελάχιστο χρόνο, εξόφθαλμα εγκλήματα πρωθυπουργών και υπουργών, επιτρέπει, προκλητικότατα, να δημοσιεύουν άρθρα, να κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις και να μας δίνουν αφ’ υψηλού συμβουλές «πολιτικοί» ένοχοι, τουλάχιστον για τον εξωφρενικό δανεισμό της χώρας. Κατάφωρα ένοχοι για εξαγορά ψήφων με αντάλλαγμα τον διορισμό στο Δημόσιο εκατοντάδων χιλιάδων περιττών υπαλλήλων. Ενοχοι για παραγραφές χρεών του κόμματός τους. Για εύνοια (καταστροφική της δημόσιας οικονομίας) σε μεγιστάνες του πλούτου. Ατιμωρησία για τους υπουργούς με ακέραιη την ενοχή που η υποχρεωτική σχολική Παιδεία παράγει κάθε χρόνο ποσοστό, πολύ πάνω από 50%, λειτουργικώς αναλφαβήτων.
Δεύτερος παράγων για τη δραματικά ανέλπιδη έκπτωση του Ελληνισμού και του ελλαδικού κρατιδίου, είναι, στην κοινή πια συνείδηση, τα ΜΜΕ. Δεν χρειάζεται ανάλυση, τα ΜΜΕ στη σημερινή Ελλάδα είναι κοινή ντροπή. Τα μη κρατικά κανάλια έχουν μεταβληθεί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε μικρομάγαζα ευτελισμένου γιουσουρούμ – πουλάνε κοφτερά μαχαίρια και μαλακές παντούφλες, ματογυάλια, βερνίκια και εσώρουχα, θαυματουργές αλοιφές και πάσης χρήσεως ράφια, μαζί με αναρίθμητες άλλες άθλιες μικροπραμάτειες. Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας που έχει παραδώσει τη ραδιοτηλεοπτική πληροφόρηση και την ψυχαγωγία των πολιτών στην πιο φτηνιάρικη αγοραία ασυδοσία, σε λιανοπουλητές της «ευκαιρίας».Οσα κανάλια έχουν Δελτία «Ειδήσεων» και όσες εφημερίδες επιβιώνουν μέσα στην πλημμυρίδα των «λειτουργικώς αναλφαβήτων», μιλάνε για την εκρηκτική δυναμική του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, τις εξωφρενικές επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, το σοβαρό ενδεχόμενο να χαθούν για την Ελλάδα νησιά πανάρχαιης ελληνικής καταγωγής ή και χερσαία εδάφη. Ομως δεν μοιάζει να διερωτάται κανείς: με ποιο ψυχολογικό σθένος, με ποιο «ηθικό» (φρόνημα και αυταπάρνηση) θα υπερασπίσουμε οι σημερινοί Ελληνώνυμοι τη γη μας και τις θάλασσές μας;Σαράντα χρόνια τώρα, οι «προοδευτικές δυνάμεις» έχουν μεθοδικά ξεριζώσει από το σχολείο και από την κωμική (λίγων μηνών) στρατιωτική θητεία κάθε εκτίμηση και αξιολόγηση της ελληνικότητας (γλώσσας, Ιστορίας, Τέχνης που πήγασε από την εμπειρία της μεταφυσικής, όχι από ιδεολογίες). Το ΠΑΣΟΚ εμπέδωσε στην Παιδεία τον «προοδευτικό» μηδενισμό – πήγαινε πακέτο με τον πολιτικό αμοραλισμό του. Η Ν.Δ. πιθήκιζε πάντοτε το ΠΑΣΟΚ και πλειοδότησε στον αφελληνισμό της ελλαδικής κοινωνίας, τρέμοντας μη χαρακτηριστεί «Ακροδεξιά». Ο ΣΥΡΙΖΑ, μεθοδικός στην πανουργία, ξερίζωσε «σύριζα» (εκ βαθέων) κάθε βιωματική συνέχεια πατρίδας. Ο πατριωτισμός ταυτίζεται πια με κόμματα «της πλάκας»
.Λογικά πιθανότερο μοιάζει, ότι σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, σε οποιοδήποτε σημείο της κρατικής εδαφικής μας υπόστασης, η αντίδραση των Ελλαδιτών θα είναι επανάληψη του υποδείγματος των Ελληνοκυπρίων: Θα επιβιβαστούν στα Ι.Χ. τους και θα φύγουν, για να εγκατασταθούν στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Αυτό οι Τούρκοι το ξέρουν και τα ευρωπαϊκά μας ινδάλματα έκδηλα το ποθούν. 
Ο «πόθος» τους δεν μοιάζει άσχετος και με τη στελέχωση των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών – η σύνθεση των κυβερνήσεων αντανακλά τις «φιλοευρωπαϊκές» προτεραιότητες, καθόλου την αγωνία ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού.Εξάλλου, τα πατρογονικά χωράφια, ακόμα και αρχοντόσπιτα στα χωριά δεν γοητεύουν όσο ένα «τριάρι» ή και «δυάρι» στην ατιμασμένη βάναυσα και τερατοπλασμένη Αττική. 
Η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα (το χωριό) πνίγηκε μεθοδικά και αφανίστηκε με απαίτηση των ευρωπαϊκών «αγορών». 
Οι εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» καταστρέψανε, επίσης μεθοδικά, τη γλώσσα και στρέβλωσαν εξαμβλωματικά τη διδασκαλία της Ιστορίας. Το σχολείο έγινε θανατερά χρηστικό, βαρετό συμπλήρωμα ή υποκατάστατο του κερδοσκοπικού φροντιστηρίου.Το όραμα του Κοραή και των Ευρωπαίων Διαφωτιστών ήταν μια Ελλάδα «πολιτισμικό» προτεκτοράτο της «πεφωτισμένης» Ευρώπης, περιορισμένο στα εδάφη που φέρουν αρχαιοελληνικά ονόματα: Αθήνα, Ελευσίνα, Θήβα, Μυκήνες, άντε και Δελφοί. Κυρίως, να κοπεί ο λώρος που συνέδεε τους Ελληνες με την «Πόλη και την Αγια-Σοφιά», την αυτοκρατορική μνήμη και αρχοντιά.
Μοιάζει το όραμα να πλησιάζει στην πραγμάτωσή του.

Η συνέντευξη της Βιβής Σκούρτη από τον αείμνηστο παλιό σφουγγαρά Αργύρη Καισαρέα...

Σήμερα Του Αϊ Γιάννη του Προδρόμου.- Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!


Του Αϊ Γιάννη του Προδρόμου σήμερα. Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!

Μεγάλη γιορτή σήμερα... Σε κάθε οικογένεια υπάρχει σίγουρα ένας εορταζόμενος. Μην τους ξεχάσετε.
Του Αγ. Ιωάννη σήμερα και γιορτάζουν: Γιάννης, Τζαννής, Τζανής, Γιαννιός, Γιάννος, Γιάνναρος, Γιανναράς, Γιάνγκος, Γιανγκούλας, Γιαννάκης, Γιάγκος, Ζαννέτος, Ζαννέτα, Ζανέτ, Σέντ, Ιωάννης, Ιωάννα, Ιβάνα, Βάνα, Βάννα, Πρόδρομος, Προδρομάκης, Μάκης, Προδρομία, Γιάννα, Γιαννούλα, Γιανγκούλα, Γιανκούλα.
Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες!
Με την ευκαιρία αυτής της αναφοράς να ευχηθούμε Χρόνια Πολλά Με Υγεία και δημιουργικό έργο, στον Δήμαρχο μας Γιάννη Γεωργόπουλο, τον Αντιδήμαρχο Καθαριότητας & Τεχνικών έργων Γιάννη Τσαμαδό, στον αγαπητό φίλο κ.α. ... Πρόεδρο του "Ερμιονικού Συνδέσμου"¨Γιάννη Σπετσιώτη και σε όλους τους Γιάννηδες....
Το όνομα Γιάννης χρησιμοποιείται κατά κόρον σε παροιμίες. Μερικά παραδείγματα: «Σπίτι χωρίς  Γιάννη προκοπή  δεν κάνει», «Τι κάνεις, Γιάννη; Κουκιά σπέρνω», «Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τόνε βγάλαμε», «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι», «Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί», «Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση», «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει», «Τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα», «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη», «Όχι Γιάννης, Γιαννάκης», «Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαριώ το Γιάννη»
Γιάννη μου, το μαντήλι σου! Όπα!
Πιθανή Ετυμολογία / Τι σημαίνει: Εξελληνισμένο όνομα του εβραϊκού ονόματος Yokhanan που σημαίνει "ο Κύριος είναι ελεήμων, ή ο Κύριος έχει δείξει εύνοια". Προέρχεται από τις λέξεις Yah+hanan που σημαίνουν "το όνομα του Κυρίου και να είναι ελεήμων".
Ποιος ήταν ο Αϊ Γιάννης:
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, αποκαλούμενος και Ιωάννης ο Πρόδρομος είναι Άγιος και προφήτης του Χριστιανισμού. Ήταν σύγχρονος του Ιησού Χριστού και θεωρείται ότι με την διδασκαλία του προετοίμασε τον κόσμο να υποδεχθεί τον Μεσσία Ιησού, εξ ου και ο χαρακτηρισμός "Πρόδρομος", τον οποίο και βάπτισε. Η διδασκαλία του υπήρξε δηκτική, ζητώντας από κάθε άνθρωπο να σταματήσει την ανηθικότητά του, βαπτίζοντας όσους έπαιρναν μια τέτοια απόφαση. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, αποδοκίμασε ανοικτά την σχέση του τότε τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη Αντύπα με την γυναίκα του αδελφού του τελευταίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την φυλάκιση και στη συνέχεια τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη.
Ως βιβλικό πρόσωπο θεωρείται ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και εις μεν την Παλαιά θεωρείται ως "Προφήτης" εις δε την Καινή ως "Πρόδρομος". Ο Ιωάννης αναφέρεται και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές.
Βιογραφία
>>>>>>>>>