Σας
καλώ να κάνουμε επίκληση της μνήμης, μνήμης ατομικής και συλλογικής.
Το
συναισθηματικό μου φορτίο είναι έντονο, καθώς και η αναστοχαστική περιπέτεια
στο παρελθόν, η ανάκληση και αναδρομή σε χρόνους, γεγονότα, καθημερινές
πρακτικές, ηδονικές μαμαδίστικες μυρωδιές ψωμιού, φαγητού ή περιποίησης ρούχων.
«Απ’
όλα τα λαλούμενα κάλιο χτυπάει η καμπάνα
κι
απ’ όλα τα μυρωδικά κάλλιο μυρίζει η μάνα»
Γεννήθηκε το 1928 αγάπησε και παντρεύτηκε τον
πατέρα μας Μίμη Σκούρτη και συμπορεύτηκε με απόλυτη ευτυχία, αγάπη, ομόνοια και
καρτερία(αρραβωνιάστηκαν το 1945, παντρεύτηκαν το 1950). Μεγάλωσε τα τρία της
παιδιά, τα σπούδασε, τα πάντρεψε κι εκείνα της χάρισαν επτά εγγόνια. Έχασε αιφνίδια τον άντρα
της και χάνει τη χαρά και την ασφάλεια
της ζωής.
Τα
τελευταία χρόνια της ζωής της άνοιγε τα χαρτιά της ψυχής της και της μνήμης της
και ξεπηδούσαν χείμαρρος συναισθημάτων και αισθημάτων, βιώματα, σκέψεις,
συλλογισμοί. Αρκετές φορές σκεφτόταν με απόλυτη διαύγεια και ανακαλούσε
ιστορίες από το παρελθόν, από την εποχή των παιδικών της χρόνων, πραγματικά
δοκίμια ζωής και αρκετές φορές αντιμετωπίσαμε από κοινού το άχθος της
ασθένειας.
Μανούλα
μου, κοιτάζω τα χέρια σου. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες ρυτίδες, τόσα
σημάδια πάνω τους, τόσες φλέβες; Σαν χάρτες μοιάζουν. Οι χάρτες της ζωής.
Κάποτε
ήσαν χλωρά, κρινένια∙ μάζεψαν χόρτα, θέρισαν,
ξενοδούλεψαν, έραψαν, μεγάλωσαν αδέλφια,
ξένα παιδιά, εγγόνια.
Τι
τράβηξαν αυτά τα χέρια στα κρύα, στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα χώματα, στις
κοπριές, στα νερά, μόνο αυτά το ξέρουν.
Ώσπου μέστωσαν∙
έπλυναν, μαγείρεψαν, έβαψαν, ντάντεψαν, τάισαν, αγκάλιασαν, χάιδεψαν,
αποχαιρέτησαν, ώσπου μαράθηκα, ώσπου ξεράθηκαν. Ώσπου έμειναν άνεργα πάνω στη
ρόμπα.
Κοίταζες
συχνά τα χέρια σου. Ξένα σου φαίνονταν. «Μωρ
πώς έγιναν έτσι; Έλεγες.
Ψάχνω να βρω τη δύναμη να σ’ αποχαιρετήσω κι
οι λέξεις, οι φράσεις δένονται κόμπο και με πνίγουν.
Είμαστε
εδώ για να σου πούμε το μεγάλο ευχαριστώ και το πικρό, το τελευταίο αντίο.
Συχνά μιλούσες για την
τυραννία της μοναξιάς.
Κι εγώ
από ετούτη εδώ τη θέση να πω ένα ευχαριστώ για την πολύτιμη συντροφιά που σου
έκαναν φιλικά, γειτονικά και συγγενικά πρόσωπα στις μέρες της απομόνωσής σου
στο σπίτι, της χειροπιαστής μοναξιάς εξαιτίας της ασθένειά σου και της ηλικίας
σου. Ο Χάρης, η Μαρίνα, η κυρα-Ντίνα, η Κικίτσα, η θεία Ελένη, η θεία Τασούλα,
οι φίλες μας Λούλα και Κατερίνα, κ. α.
Να ευχαριστήσω τη Θωμαή και τον Σταύρο μου, που
ανταπέδωσαν στο ακέραιο όσα εσύ τους πρόσφερες, αλλά και το Βασίλη που σου
κρατούσε τη βραδινή συντροφιά του, που σου χάριζε την πρωινή του καλημέρα κι
εσύ ζούσες και ανέπνεες νιάτα ανάμεσά τους κι έπαιρνες ζωή. Θα ήταν παράβλεψη
να μην ευχαριστήσω τον Κώστα, που σε συνόδεψε και σε φρόντισε στη διάρκεια των
πολλών επισκέψεών σου στα νοσοκομεία.
Σε ευχαριστούμε μάνα.
Για την ανθρωπιά σου, για το περίσσευμα της
καρδιάς σου για την καλοσύνη σου, ως μάνα, ως γιαγιά, ως γειτόνισσα.
Μας
μάθατε κι οι δυο σας να τιμάμε τις φιλίες μας, το λόγο μας, το χρέος, και την
ευθύνη μας.
Ψάλλω τα ωσσανά σε σένα μητέρα
μου.
Η ευγνωμοσύνη μου για σένα και την αγαθοποιό δύναμη της προσφοράς σου είναι
βαθειά. Σήμερα σε αποχαιρετούμε οριστικά και νιώθουμε την ανάγκη να κρατήσουμε
τη μορφή, την εικόνα που μένει όταν το αγαπημένο πρόσωπο απομακρύνεται και θα
χαθεί .
«Αξίζει» να ζεις μανούλα μου.
Και θα ζεις μέσα μας.
Η μορφή σου θα μυρώνει τις
μνήμες μας