[...]Με αυτόν
τον τρόπο «έσπαζαν» οι άνθρωποι τη μοναξιά και τη μονοτονία
της ζωής τους, ζωγραφίζοντάς την με μπογιές, κίνηση και φαντασία....
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Νάνι ντε τε
Λιέδουρα ντο κετσέιμε σίγουρα!»
(Τώρα τις
Απόκριες θα χορέψουμε
σίγουρα!)
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Έτσι έλεγαν οι
παλαιοί Ερμιονίτες που μιλούσαν τα αρβανίτικα το ίδιο καλά ή και καλύτερα από
τα ελληνικά, περιμένοντας τη γιορτή της Αποκριάς.1
Και πράγματι!
Μετά τη νάρκη του χειμώνα με το που άνοιγε το Τριώδιο και έφθαναν οι Απόκριες,
όπως γίνεται σ’ όλη την ελληνική επικράτεια, η πόλη μας ζωντάνευε. Ένα μεγάλο
πανηγύρι ξεφαντώματος στηνόταν, με ήθη και έθιμα που οι ρίζες τους βρίσκονται
πολύ παλιά, στα Διονύσια και τα Ελευσίνια μυστήρια. Με αυτοσχέδιες σάτιρες και
τσουχτερά πειράγματα, γλέντι και φαγοπότι, με μεζέδες στεριανούς και
θαλασσινούς, άφθονο καλό κρασί και αστείρευτο κέφι. Με μουσική, χορό, τραγούδι
και διασκέδαση με βιολιά και λαούτα που τούτες τις ημέρες έπαιρναν φωτιά και
δεν «έπιαναν σειρά». Με αυτόν τον τρόπο «έσπαζαν» οι άνθρωποι τη μοναξιά και τη
μονοτονία της ζωής τους, ζωγραφίζοντάς την με μπογιές, κίνηση και φαντασία.
Όμορφες κι
ευτυχισμένες αναμνήσεις που διατηρώ από τις Απόκριες των παιδικών μου χρόνων
στην Ερμιόνη θα περιγράψω, γιατί είχαν «κάτι το ξεχωριστό», το αξέχαστο για
μικρούς και μεγάλους.
Πιπέκια και
γαλόπιτες που «σου ’σπαζαν τη μύτη», τηγανιτά μπριζολάκια πασπαλισμένα με
θρούμπι που σου ’κοβαν την ανάσα και γκο-γκ-λιες, φτιαχτά, σταρένια, στριφτά
μακαρόνια, κομματιαστά, με νόστιμη μυτζήθρα, περιχυμένα με αγνό φρέσκο βούτυρο
κι ένα κομμάτι κρέας, «χοντρό», κοκκινιστό στη μέση. Γιαούρτια και ρυζόγαλα και
ό,τι τραβούσε η όρεξή σου!
Το βράδυ της
Τυρινής, στο τελευταίο αποκριάτικο τραπέζι, έπρεπε όλα να φαγωθούν!
Διαφορετικά
θα τα ’τρωγε η «Ζόρα» ή η «Σώρα», μια φανταστική γυναίκα, σύμβολο της
αναποδιάς, καθώς ήταν αφημένα στο παραγώνι ή στα σκουπίδια, γιατί ξημέρωνε
Καθαρή Δευτέρα και θα ξεκινούσε η νηστεία.
Το τραπέζι
έκλεινε με το παιχνίδι – έθιμο «του αβγού». Ένα καλοβρασμένο αβγό ξεφλουδισμένο
και βουτηγμένο στο γιαούρτι, δεμένο με σχοινί κρεμόταν από το ταβάνι, σε
απόσταση 40-50 εκατοστών από το κέντρο του τραπεζιού. Γύρω-γύρω, ο ένας δίπλα
στον άλλο, κάθονταν όσοι συμμετείχαν στο φαγοπότι, μαζί και τα παιδιά που
περίμεναν, με αγωνία, την ώρα του ...παιχνιδιού.
Με μια ώθηση το
αβγό στριφογύριζε, κυκλικά, πάνω απ’ το τραπέζι και τα ανοιχτά στόματα των
…συνδαιτυμόνων. Όποιος κατόρθωνε, να το αρπάξει με το στόμα, χωρίς τη βοήθεια
των χεριών του -πράγμα αρκετά δύσκολο, ήταν ο νικητής. Και, καθώς λέει η
παράδοση, αν ο «νικητής» ήταν ανύπαντρος μες τη χρονιά θα καλοπαντρευόταν, και
αν ήταν παντρεμένος, η χρονιά θα κυλούσε πλούσια κι ευτυχισμένη.
Θυμάμαι το σχόλιο
της μητέρας μου εκείνη τη μέρα:
>>>>>>>>>