Το έγραψε το Εικονθκόπιο ΜπλΟκι... >>>ΕΔΩ.... & >>> ΕΔΩ...
Διακεκριμένος, -η, - ο . 1. (λογ.) αυτός που διακρίνεται από το (ν)
αντίστοιχό του, που ξεχωρίζει (από κάτι
άλλο), δύο σαφώς – μεταξύ τους θέματα.
2. (μτφ) αυτός που ξεχωρίζει για την προσφορά και το έργο του σε συγκεκριμένο τομέα, που έχει αποκτήσει καλή φήμη και βρίσκεται σε περίοπτη θέση – επιστήμονας / καλλιτέχνης /μέλος / προσωπικότητα/ ομιλητής //μετάλλιο διακεκριμένων υπηρεσιών.
ΣΥΝ. διαπρεπής, εκλεκτός,
εξαιρετικός, ονομαστός, διάσημος, ξεχωριστός.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αντί για καλημέρα
ΣΤΑΜ. ΔΑΜ.